Μονόδρομος

Οδηγούσα για πρώτη φορά σε εκείνη την περιοχή. Παντού γύρω μου υπήρχαν στενά δρομάκια. Έχοντας για βοήθεια το GPS έστριβα κάθε φορά σύμφωνα με τις υποδείξεις της μηχανικής φωνής του.
Ξαφνικά, εκεί που ήμουν έτοιμος να πάρω μια ακόμα στροφή έπεσα πάνω σε έργα. Ο δρόμος ήταν κλειστός. Έπρεπε να πάω παρακάτω και να κάνω ένα ωραίο κυκλάκι. Προχώρησα λίγο ακόμα και μην έχοντας άλλη επιλογή έστριψα δεξιά, αγνοώντας την σπαστική φωνή του GPS, που επαναλάμβανε: «Στρί-ψτε α-ρι-στε-ρά, στρί-ψτε α-ρι-στε-ρά». Στρίβοντας δεξιά, μπήκα ανάποδα σ’ ένα μονόδρομο.
Καθώς προχωρούσα στον μονόδρομο, είδα κάποιον, που βρισκόταν στη μέση του δρόμου με γυρισμένη την πλάτη προς εμένα και κοιτούσε το κινητό του, χωρίς να με έχει αντιληφτεί. Κόρναρα, εκείνος έκανε στην άκρη και όταν περνούσα από δίπλα του, μου φώναξε: «Μονόδρομος!». Εγώ πήρα ένα φοβισμένο ύφος, αφού έτσι κι αλλιώς ήξερα πως είχα στρίψει παράνομα και τότε τον θυμήθηκα…      
Ήταν ο Δημήτρης. Ένας από τους παιδικούς μου φίλους, που τους είχαν πάρει μακριά οι έννοιες και η ρουτίνα της ζωής τους. Αμέσως ήρθαν στο μυαλό μου οι αναμνήσεις από την παιδική μας ηλικία και κυρίως τα παιχνίδια, που κάναμε στο δρόμο.
Μαζευόμασταν συνήθως καμιά δεκαριά πιτσιρικάδες με μια μπάλα. Τρεις ή τέσσερις από μας έπαιζαν γερμανικό. Ένας έμπαινε διαιτητής. Οι άλλοι ήταν το κοινό. Δύσκολο παιχνίδι το γερμανικό. Η μπάλα δεν έπρεπε να σκάει κάτω. Νικητής ήταν αυτός που έβαζε τα περισσότερα γκολ. Ο νικητής καθόταν τέρμα στο επόμενο παιχνίδι. Ο χαμένος έτρωγε «φατούρο». Δηλαδή, έσκυβε μπροστά μας, αποκάλυπτε το σβέρκο του κι εμείς τον αρχίζαμε στις σφαλιάρες. Στο φατούρο έπαιρνε μέρος και το κοινό.
Το παιχνίδι παιζόταν σε ένα μικρό στενάκι-μονόδρομο. Αραιά και που περνούσε κανένα αυτοκίνητο. Τότε κάναμε όλοι στην άκρη και περιμέναμε να περάσει χολωμένοι, που μας έκοβε το παιχνίδι. Όταν το αυτοκίνητο ερχόταν από τη σωστή κατεύθυνση δεν λέγαμε τίποτα και περιμέναμε στωικά να περάσει. Όταν, όμως, τύχαινε να μπει ένα αυτοκίνητο ανάποδα, τότε κάναμε στην άκρη και την ώρα, που περνούσε από δίπλα μας, φωνάζαμε: «Μονόδρομος!». Συνήθως, ο οδηγός έπαιρνε ένα ένοχο ύφος γιατί γνώριζε από πριν την παρανομία του. Κάποιοι έλεγαν απολογούμενοι: «Εντάξει ρε παιδιά. Εντάξει». Κάπως έτσι παίρναμε και εμείς τη μικρή μας εκδίκηση για το παιχνίδι, που είχε απότομα διακοπεί.
Είχα προσπεράσει ήδη τον Δημήτρη, όταν συνειδητοποίησα ποιος είναι. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να του μιλήσω εκείνη την ώρα, καθώς μόλις πέρασα, πίσω μου μπήκε ανάποδα ακόμα ένα αυτοκίνητο. Αναγκάστηκα να συνεχίσω το δρόμο μου και λίγο αργότερα βγήκα επιτέλους από τα στενά και κατάφερα να φτάσω στον προορισμό μου.
Τον Δημήτρη δεν τον ξαναείδα. Από τότε, όποτε ξαναπερνάω από εκείνη τη γειτονιά, ψάχνω να βρω εκείνο το στενό και όταν το βρίσκω, μπαίνω πάντα ανάποδα, λαχταρώντας να ακούσω μια φωνή, που να λέει: «Μονόδρομος!»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: