Καθώς μεγαλώνω
ακούω με κάποια συμπάθεια
τα πουλιά που κελαηδούν στις 6 π.μ.
στην Καλλιπόλεως.
Καταλαβαίνω έτσι την προσπάθεια των ωοτόκων.
Των ασπόνδυλων.
Το πρώτο φως.
Αρχίζω και ξεχνάω τα βιβλία μου
–πριν τρεις βδομάδες αγόρασα το Περί μέθης του Παπαγιώργη, για δεύτερη φορά.
Μετά από χρόνια νηφάλιας μέθης ή μεθυστικής νηφαλιότητας, αυτά παθαίνεις – σκέφτηκα.
Καθώς μεγαλώνω
διαβάζω πιο πολύ – δεν έχω χρόνο.
Κάνω τις παλιές μου αγάπες ποιήματα
και μοιάζω με τα ποιήματά μου.
Aντιλαμβάνομαι ότι η ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία.
Είχε δίκιο σ' αυτό ο κύριος Γιώργος, πιθανόν και σε άλλα αλλά ως εδώ.
Καθώς μεγαλώνω κλαίω μαζί με την μαντάμ Μποβαρύ και την Άννα Καρένινα.
Και με τον gay γείτονά μου που τον παράτησε ο φίλος του ο αξιωματικός.
Καθώς μεγαλώνω ακούω τον ήχο της θάλασσας καλύτερα
– έστω κι αν έρχεται από μακριά. (Ναι, από τα κάτω χρόνια).
Αγαπάω τα προοίμια, τις ουβερτούρες ακόμα και τους νάρθηκες.
Φοβάμαι τα κυρίως μέρη.
Απεχθάνομαι πιο πολύ τη ζέστη. Όνειρό μου είναι να μεταναστεύσω στη Νορβηγία,
να τρώω rakfisk και να γίνω οπαδός της Βαλερένγκα.
Καθώς μεγαλώνω μένω η ίδια αναθεωρώντας.
Ακόμα και για τη Θεσσαλονίκη.
Καθιζάνω αστράφτοντας.
Αστράφτω καθιζάνοντας.
Ομοιοκαταληκτώντας.
Η αρχιτεκτονική των νευρώνων μου είναι σκοτεινή κι αδιέξοδη. Γιατί εκεί, η a priori μελαγχολία.
Η μελαγχολία εν προόδω.
Καθώς μεγαλώνω
είμαι απαρηγόρητη και προσεύχομαι με μίσος. Στο κενό.
Ανακαλώντας σε.