Ακροστιχίδα: ΩΔΗ ΡΩΜΑΝΟΥ
————————————————————
Προοίμιον
—————————————————————
Ακροστιχίδα: ΩΔΗ ΡΩΜΑΝΟΥ
————————————————————
Προοίμιον
—————————————————————
«Τῷ πάθει σου, σωτήρ ἡμῶν, παθῶν ἠλευθερώθημεν»
«Τα πάθη σου, Σωτήρα μας,
μας σώσανε απ’ τα πάθη μας»
σου έκραζε ο Αδάμ,
κι ο Άδης έμενε άναυδος
με την ανάστασή σου.
Ὥσπερ οὐρανοῦ ὑετὸν ἡ γῆ ἀπεκδέχεται
Χώμα φρυγμένο, λαχταρά ουράνια δρόσο της βροχής –
Έτσι κατάξερος σε πρόσμενε ο Αδάμ
φυλακωμένος του Άδη,
του κόσμου τον Σωτήρα, της ζωής τον χορηγό
κι έλεγε του σκυλόχαρου: «Γιατί ψηλώνει ο νους σου;
Καρτέρα με, καρτέρα με, σ’ ολίγο σ’ ολιγάκι
θα δεις σκόνη το κράτος σου κι εμένα ανυψωμένο.
Στα σίδερα της φυλακής μ’ έχεις τώρα δεσμώτη,
αλλά σε λιγο θα με δεις λυμένο απ΄ τα δεσμά σου.
Θα’ρθει για μένα ο Χριστός κι εσύ θα φρικιάσεις
την τυραννία σου θα την ιδείς καταλυμένη
με την Ανάσταση».
Δύναμιν τοιαύτην οὐδείς οὐδέπω ηὐπόρησε
«Δύναμη τέτοια, όπως σε μένα,
δεν δόθηκε ποτέ και σε κανένα,
σ’ όλα τα πάντα βασιλεύω»
είπε ο Άδης στον Αδάμ.
«Λοιπόν, ποιος άλλος θα τολμήσει για να’ ρθει
να με κατατροπώσει,
να γίνει διάδοχός μου σε τούτο το βασίλειο;
Ξεχνάς; Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και Ιωσήφ
προπάτορες, προφήτες στην δυναστεία μου έχω
κι έχω στην εξουσία μου, εσένα, πρώτο -πρώτο.
Και τι μου λες πως έρχεται κάποιος να με δαμάσει;
Είναι, άρα, δυνατότερος από ετούτους όλους,
ώστε, να σε λυτρώσει, όπως μου λες,
με την Ανάσταση;»
Ἤκουσε τοῦ Άιδου Ἀδὰμ τοιαῦτα κομπάζοντος
Τον αρειμάνιο Χάρο ο Αδάμ, άκουσε να καυχιέται
κι αμέσως του αποκρίνεται ο πρωτοπλασμένος των θνητών.
«Άκου τα λόγια μου καλά και μάταια μην καυχιέσαι
γιατί εμένα που βαστάς, να με κρατήσεις δεν μπορείς.
Του Παραδείσου την χαρά από τον δόλιο εσένα
την έχασα και μ’ έδεσες στα σκοτεινά κελλιά σου.
Κι αν είσαι δεσμοφύλακας να μ’αφανίσεις δεν μπορείς.
Ο βασιλιάς μου ο τρανός το κράτος σου θα καταλύσει.
Στρατιώτης του είμαι πια πιστός
και θα με αρπάξει στα ύψη
με την Ανάσταση.»
Ρῆξαι τὸ χειρόγραφόν σου οὐδείς σου προΐσταται
«Σιγά μην κάποιος νοιάζεται
το χρέος που υπόγραψες να σου το σβήσει!
Κι εκείνον που τον λες βοηθό κι εκείνον θα τον πάρω
γιατί ᾽μαι βασιλιάς του εγώ, όπως σ΄όλους τους ανθρώπους.
Κανείς και πουθενά δεν είναι μεγαλύτερός μου.
Γι’ αυτό μην ξεγελιέσαι Αδάμ. Γιατί άδικα κοπιάζεις;
Στον τάφο εγώ σε φύτεψα, το γένος σου εξουσιάζω.
Εκείνον που θαρρείς προστάτη και βοηθό
τώρα να, θα τον ιδείς απάνω στον σταυρό
και θα τον καταπιώ, όπως όλη την γενιά σου.
Τι τραγουδάς πως από εμέ θα σε γλιτώσει;
Έλαβα προσταγή και την γενιά σου αιχμάλωτη κρατώ
απ’ την Ανάσταση».
Ὥστε καὶ πληγὰς δι’ ἐμὲ οὐκ ἄν παραιτήσηται
«Ως και πληγές για χάρη μου δεν θ’ αρνηθεί
για μένα δεύτερος Αδάμ θα γίνει ο σωτήρας.
Και την δική μου τιμωρία θα υποφέρει
αυτός που ντύθηκε την σάρκα που φορώ κι εγώ.
Αυτόν που δεν τολμούνε ν’ αντικρίσουνε τα Χερουβείμ
θα τον κεντήσουν στην πλευρά
και θ’ αναβλύσει καθαρό νερό
την πύρα μου να σβήσει.
Εκείνον που θαρρείς πως άνθρωπο κατέχεις
ωσαν θνητό θα καταπιείς, μα Θεό θα τον εμέσεις
να τις αντέξεις δεν μπορείς
πλήθος τις τιμωρίες που θα πάθεις
με την Ανάσταση».
Μάθωμεν λοιπόν, ἀδελφοί, τὶ πράττει ο κύριος
Λοιπόν, ας δούμε, αδέρφια μου,τι έπραξε ο Κύριος.
Χολή και ξύδι ως γεύτηκε απάνω στον σταυρό,
είπε: «Το τέλος ήρθε στα παθήματά μου».
Και γέρνοντας την κεφαλή παρέδωκε το πνεύμα.
Ήλιος, Σελήνη και τ’ αστέρια τ’ ουρανού
δεν άντεξαν την ύβρη, τη ντροπή,
το φέγγος τους σκεπάσαν.
Βουνά και όρη γύρεψαν να φύγουν,
μα και το τέμπλο του ναού εράγησε στη μέση.
Κι ο πρωτόπλαστος από τα μαύρα βάθη βόγκαγε:
«Θεέ μου απ΄ τον Άδη σώσε με
με την Ανάσταση».
Ἀλλ’ ἦλθε Χριστὸς ἡ ζωὴ ὗπνον δεῖξαι τὸν θάνατον
Αλλ΄ήρθε η αληθινή ζωή, ο Χριστός μας
κι έδειξε πως ο θάνατος είναι ύπνος.
Δέχεται ο Άδης τον Χριστό, όπως τον κάθε πήλινο άνθρωπο.
Καταπίνει όπως δόλωμα τον άρτο τον ουράνιο
πληγώνεται, αρπάζεται απ΄ τ΄αγκίστρι τής θεότητας.
Κι ο Άδης τότε σπάραξε φωνάζοντας:
«Με σφάζει η κοιλιά μου. Τον που κατάπια, αχώνευτος σαν πέτρα.
Αλλόκοτη, παράξενη η γεύση αυτού που έφαγα.
Τόσους και τόσους έφαγα, κανείς τους δεν μ’ ενόχλησε.
Μην είναι τάχα αυτός που μου προανάγγειλε ο Αδάμ
ότι:’’ Όταν ερθεί θα σε μαστιγώσει
με την Ανάσταση’’;»
Νῦν μέμνησαι ῥημάτων ἐμῶν, ὧν πάλαι σοι ἔλεγον
Να, τώρα, έρχεσαι στα λόγια τα παλιά που σού΄λεγα,
ότι ο δικός μου βασιλέας είναι από σένα κραταιότερος.
Μα εσύ τα λόγια μου όνειρο επίστεψες πως είναι.
Η πείρα θα σε μάθει αυτουνού τη δύναμη.
Γιατί όχι εμένα μοναχά, μα και τους απογόνους μου
τους πάντες αφού χάσεις, τρισερημιασμένος θα΄σαι.
Εκείνος θα σε δέσει χεροπόδαρα.
Κι εγώ χαρούμενος θα υψώσω τη φωνή:
« Άδη και πού ’ναι η νίκη σου
πού να ᾽ναι η δύναμή σου;
Την έλυσε, την έκαμε κομμάτια
την δύναμή σου ο Θεός
με την Ανάσταση’’».
Οὕτως Ἰωνὰν τριταῖον τὸ κῆτος ἐξήμεσε
«Καταπώς έβγαλε απ΄ τα σπλάγχνα του τον Ιωνά το κήτος
σε τρεις ημέρες
έτσι κι εγώ τώρα από μέσα μου θα βγάλω τον Χριστό
και τους δικούς του όλους.
Γιατί ’ναι η γενιά του Αδάμ της τιμωρίας μου αιτία».
Τούτα ο Άδης βόγγαγε με στεναγμούς, με θρήνους:
«Του Αδάμ τα λόγια που άκουγα, τοις μετρητοίς δεν πήρα
φούσκωνα και καυχιόμουνα φωνάζοντας
‘’κανείς δεν με υποτάσσει’’.
Κι αν ήμουν άρχοντας , πρωτύτερα, των πάντων,
τώρα τους πάντες έχασα
με περιπαίζουν και μου λένε:
‘’ Άδη και πού ’ναι η νίκη σου
πού να ’ναι η δύναμή σου;
Θρύψαλλα σ’ έκανε ο Θεός
με την Ανάσταση’’».
Ὑψηλήν ἰσχύν σου Χριστός ἐλθὼν ἐταπείνωσεν
«Περήφανή σου η δύναμη αλλά ο Χριστός ερχόμενος
την έκανε κομμάτια,
σαν πήρε την μορφή μου ολόκληρη το ΄βαλες στην τρεχάλα.
Με αίμα τίμιο τώρα εγώ εξαγοράστηκα.
Απ’ την φθορά με απάλλαξε ο δίχως την φθορά.
Όπου το βλέμμα σου αν στραφεί, παντού τριγύρω βλέπεις
τάφους να χάσκουν αδειανοί, γυμνός κι άχαρος μένεις.
Πού πήγαν τα κλειδιά σου, δύστυχε;
Κατέβηκε ο γλυκύς μου Ιησούς, σου τά’κανε συντρίμμια.
Άδη και πού’ναι η νίκη σου, πού να’ναι η δύναμή σου;
Την δύναμή σου την κατάλυσε ο Θεός
με την Ανάσταση».
Ὕψωσέ με ἐν οὐρανοῖς ὁ σὲ τροπωσάμενος
«Στους ουρανούς με ύψωσε ο νικητής του κράτους σου.
Σύνθρονός του είμαι, το λοιπόν, όχι αιχμάλωτός σου.
Επήρε το κορμί μου, το ξανάνοιωσε
το καμε αθάνατο και σύνθρονο.
Μαζί του αναστήθηκα, μαζί του θα ’μαι βασιλιάς.
Τέρμα η εξουσία σου εγώ ’μαι ο κύριός σου.
Τώρα απάνω βρίσκεται το ενέχυρο και το γραμμάτιό μου,
κι εσύ κάτω στα τάρταρα απ’ όλους πατημένος,
όσοι χαρούμενα κραυγάζουν:
«Άδη και πού ’ναι η νίκη σου, πού να ’ναι η δύναμή σου;
Σκόνη στον άνεμο έλυωσε ο Θεός την δύναμή σου
με την Ανάσταση».