Η πανδημία του γέλιου

Mal1601

Mal1601

Mal1601

Ο κο­ρο­ναϊ­ός που εμ­φα­νί­στη­κε τον πε­ρα­σμέ­νο Δε­κέμ­βριο στην πό­λη Ου­χάν, δεν εί­ναι η πρώ­τη επι­δη­μία που ξε­κί­νη­σε από την Κί­να. Πολ­λές ανά­λο­γες πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στις ιι­κές εξα­γω­γές της χώ­ρας, με σο­βα­ρές επι­πτώ­σεις στην πα­γκό­σμια υγεία. Μία από αυ­τές εκ­δη­λώ­θη­κε πριν από 63 χρό­νια, εξε­λί­χθη­κε σε παν­δη­μία και κό­στι­σε τη ζωή σε δύο εκα­τομ­μύ­ρια αν­θρώ­πους πα­γκο­σμί­ως. Ανά­με­σα στις χώ­ρες που επλή­γη­σαν ήταν και η Ελ­λά­δα, η οποία βί­ω­σε μια κα­τά­στα­ση πα­ρό­μοια με την τω­ρι­νή.

«Ας αρ­χί­σου­με με ολί­γα πε­ρί γρί­πης. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι που την αρ­πά­ζουν τα­λαι­πω­ρού­νται αφα­ντά­στως. Ψή­νο­νται από τον πυ­ρε­τό και δια­λύ­ο­νται κυ­ριο­λε­κτι­κώς. Κι’ όταν ση­κώ­νο­νται από το κρεβ­βά­τι, έχουν την όψι Λα­ζά­ρων! Κι’ όμως οι αρ­μό­διοι επι­μέ­νουν ότι η νό­σος εί­ναι ελα­φράς μορ­φής», έγρα­φε στα Πι­κά­ντι­κα του Επταη­μέ­ρου το πε­ριο­δι­κό Ρο­μάν­τσο, με ημε­ρο­μη­νία 15 Οκτω­βρί­ου 1957. Η ασια­τι­κή γρί­πη εί­χε μό­λις κά­νει αι­σθη­τή στη χώ­ρα την επι­κίν­δυ­νη πα­ρου­σία της.

Τα πρώ­τα κρού­σμα­τα της επι­δη­μί­ας εντο­πί­στη­καν το Φε­βρουά­ριο της χρο­νιάς εκεί­νης στην επαρ­χία Γκουι­ζού της νο­τιο­δυ­τι­κής Κί­νας. Μέ­σα σε έξι μή­νες ο ιός εί­χε κά­νει το γύ­ρο του κό­σμου. Στην Ελ­λά­δα έφθα­σε τέ­λος Σε­πτεμ­βρί­ου, εξαι­τί­ας ενός δεύ­τε­ρου, ισχυ­ρό­τε­ρου κύ­μα­τος που εμ­φα­νί­σθη­κε το φθι­νό­πω­ρο του 1957. Εκτός από τα επεί­γο­ντα μέ­τρα ασφα­λεί­ας και τις οδη­γί­ες προ­φύ­λα­ξης του πλη­θυ­σμού, στον πό­λε­μο κα­τά του ιού επι­στρα­τεύ­θη­κε και το χιού­μορ. Εφη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά πρό­τα­ξαν τη σά­τι­ρα, ως ασπί­δα κα­τά της ανη­συ­χί­ας και του φό­βου που δια­σπεί­ρο­νταν γρη­γο­ρό­τε­ρα της επι­δη­μί­ας.

Το εβδο­μα­διαίο πε­ριο­δι­κό ποι­κί­λης ύλης Ρο­μάν­τσο, του εκ­δό­τη Νί­κου Θε­ο­φα­νί­δη, απο­τε­λεί χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό δείγ­μα των σα­τι­ρι­κών ανα­χω­μά­των που στή­θη­καν σε αυ­τή την επέ­λα­ση, με όπλο το γέ­λιο. Από τις αρ­χές Οκτω­βρί­ου και μέ­χρι υπο­χώ­ρη­σης της ασια­τι­κής γρί­πης, η ύλη του πε­ριο­δι­κού επι­κε­ντρώ­θη­κε στα… αντι­σώ­μα­τα κα­τά της ασθέ­νειας. Του­λά­χι­στον στο επί­πε­δο της ψυ­χι­κής διά­θε­σης του κοι­νού. Ευ­θυ­μο­γρά­φοι και γε­λοιο­γρά­φοι που συ­νερ­γά­ζο­νταν με το πε­ριο­δι­κό, όλοι γνω­στές πέ­νες και πε­νά­κια της επο­χής, ένω­σαν τις δυ­νά­μεις τους ενά­ντια στον κοι­νό εχθρό: τον ιό Α, Η2Ν2, προ­πά­το­ρα του ση­με­ρι­νού κο­ρο­ναϊ­ού.

Ο Αση­μά­κης Για­λα­μάς (αχώ­ρι­στο συγ­γρα­φι­κό ντου­έ­το με τον Κώ­στα Πρε­τε­ντέ­ρη σε με­γά­λες θε­α­τρι­κές και κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές επι­τυ­χί­ες) κρα­τού­σε για χρό­νια μια χιου­μο­ρι­στι­κή στή­λη με τί­τλο «Πε­πές ο ευ­γε­νι­κός». Ο γαλ­λο­τρα­φής ήρω­άς του ήταν ένα από τα θύ­μα­τα της επι­δη­μί­ας, στο δη­μο­σί­ευ­μα με τί­τλο «Η γρί­πη»:

«Που λέ­τε με­σιέ – νταμ, έρ­χε­ται και με βρί­σκει στο σπί­τι ο πρώ­ην μα­θη­τής μου, ο με­σιέ Πιέρ.
– Μπον­ζούρ, με­σιέ Πιέρ, του κά­νω. Εί­σαι κα­λά;
Δεν μου απα­ντά­ει. Κου­νά­ει το κε­φά­λι του και μου ρί­χνει κα­τά πρό­σω­πο κά­τι φτερ­νί­σμα­τα δυ­να­τά και θο­ρυ­βώ­δη.
– Δά­σκα­λε, μου κά­νει, την άρ­πα­ξα την ασια­τι­κή γρί­πη. Αυ­τή την στιγ­μή που σου μι­λάω θα ’χω και σα­ρά­ντα πυ­ρε­τό.
– Γί­νο­μαι κα­τα­κί­τρι­νος. Οπι­σθο­χω­ρώ και του λέω
– Γι’ αυ­τό φτερ­νί­ζε­σαι;
– Δεν φτερ­νί­ζο­μαι μό­νο, δά­σκα­λε. Βή­χω κιό­λας. Γι’ αυ­τό ακρι­βώς ήρ­θα σ’ εσέ­να.
– Για να βή­ξεις και να φτερ­νι­στείς;
– Όχι, βρε αδελ­φέ. Να, επει­δή η σπι­το­νοι­κο­κυ­ρά μου εί­δε ότι εί­μαι Ασιά­της…
– Τί εί­σαι;
– Ασιά­της. Δη­λα­δή έχω ασια­τι­κή γρί­πη… Μου έκλει­σε την πόρ­τα και μου δή­λω­σε ότι δεν θα μου ανοί­ξει να μπω μέ­σα, αν δεν γί­νω προη­γου­μέ­νως κα­λά. Γι’ αυ­τό ήρ­θα σε σέ­να, να ξα­πλώ­σω και να φύ­γω μό­λις γί­νω κα­λά.

Και ξα­πλώ­νει στο κρε­βά­τι μου

– Τρέ­χα, μου κά­νει, για πε­νι­κι­λί­νες.

Και τρέ­χω. Οι κα­νό­νες της ευ­γε­νεί­ας δεν επι­τρέ­πουν να διώ­ξω έναν άν­θρω­πο άρ­ρω­στο. Απο­τέ­λε­σμα; Μέ­σα σε δύο μέ­ρες γί­νε­ται κα­λά ο Πιέρ και την αρ­πά­ζω εγώ. Και μέ­νω μια εβδο­μά­δα στο κρεβ­βά­τι. Και το σπου­δαιό­τε­ρο: ο Πιέρ, μό­λις με εί­δε άρ­ρω­στο, έφυ­γε αμέ­σως για να μη ξα­να­κολ­λή­σει. Φρί­κη…».

Με ισχυ­ρούς, ακό­μα, τους κώ­δι­κες που χα­ρα­κτή­ρι­ζαν την κα­τα­γω­γή και το ιδιό­λε­κτο του κοι­νω­νι­κού μω­σαϊ­κού στα χρό­νια εκεί­να, αλ­λά και τους τύ­πους που κυ­ριαρ­χού­σαν στα θε­α­τρι­κές επι­θε­ω­ρή­σεις και, κα­τ’ επέ­κτα­ση, στις κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές κω­μω­δί­ες (η Σμυρ­νιά, ο Αρ­μέ­νης, ο Κρη­τι­κός κ.λπ.), αρ­κε­τές στή­λες του πε­ριο­δι­κού εί­χαν ως πρω­τα­γω­νι­στές αντί­στοι­χους χα­ρα­κτή­ρες. Ένας από αυ­τούς ήταν ο Αγκόπ, Αρ­μέ­νης στην κα­τα­γω­γή -και στο γλωσ­σι­κό ιδί­ω­μα-, με κύ­ριο εκ­φρα­στή τον ηθο­ποιό Φί­λιο Φι­λιπ­πί­δη, εί­χε τη δι­κή του γω­νιά στις σε­λί­δες του Ρο­μάν­τσου σε κεί­με­να που υπέ­γρα­φε ο ίδιος ο Φ. Φι­λιπ­πί­δης: «…Τώ­ρα για­βρούμ, με το επι­ντη­μί­για της γκρί­πης, ντιά­βα­σα σε ένα φη­με­ρί­ντα πως ού­λοι πρέ­πει να πε­ρά­σου­με το ασι­για­τι­κό γκρί­πη, γκια­τί, λέ­ει, αν ντεν μας τσα­κώ­σει τώ­ρα που εί­ναι Φτι­νό­πω­ρο, και μας τσα­κώ­σει το χει­μώ­να με τα κρύ­γκια, τα εί­ναι πο­λύ επι­κί­ντυ­νο. Ε, λέ­γκω στον αυ­τόν μου: “Αγκόπ, αφού ντεν ήρ­τε το γκρί­πη να τσα­κώ­σει εσέ­να, ντεν πας να το τσα­κώ­σεις εσύ για να γκλυ­τώ­σεις το χει­μώ­να από το κί­ντυ­νο;”. Και πή­ρα που λες για­βρούμ των οματ­γιών μου και όποιον μα­χα­λά εύ­ρι­σκα μπρο­στά μου, βα­ρού­σα τις πόρ­τες των ησπιτ­γιών και ρω­τού­σα: “Σας πε­ρι­κα­λώ, μή­πως έχε­τε ασια­τι­κό γκρί­πη;”. “Τον κα­κό σου τον και­ρό έχου­με’, με λέ­γκα­νε και με ηκλί­να­νε κα­τά­μου­τρα την πόρ­τα».

Το χιού­μορ ήταν, και πα­ρα­μέ­νει, ένα από τα πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κά αντί­δο­τα στην έντο­νη ανη­συ­χία και τους με­γά­λους φό­βους που δια­σπεί­ρει ο ιός. Στην Ελ­λά­δα του ’50 μά­λι­στα, ανα­κα­λύ­φθη­κε το κα­λύ­τε­ρο φάρ­μα­κο κα­τά της ασια­τι­κής γρί­πης, με εμπνευ­στή τον Πο­λύ­βιο Βα­σι­λειά­δη (της συγ­γρα­φι­κής δυά­δας με τον Νί­κο Τσι­φό­ρο), στα θε­α­τρι­κής δο­μής κεί­με­να που δη­μο­σί­ευε κά­θε εβδο­μά­δα στο Ρο­μάν­τσο. Η σε­λί­δα του, με τί­τλο «Η ζωή εί­ναι κω­μω­δία», δεν θα μπο­ρού­σε να αφή­σει ασχο­λί­α­στη την επι­δη­μία, πα­ρου­σιά­ζο­ντας μά­λι­στα, σε επί­ση­μη πρώ­τη, ένα… εθνι­κό αντί­δο­το.

Η δί­πρα­κτη κω­μω­δία του Η “Ασια­τι­κή” στην τα­βέρ­να εί­χε δύο πρω­τα­γω­νι­στές: τον ευ­κο­λό­πι­στο Αντώ­νη και τον γεί­το­νά του, Δή­μο, «εφευ­ρέ­τη» του απο­τε­λε­σμα­τι­κού εμ­βο­λί­ου κα­τά της φο­νι­κής γρί­πης. Η σκη­νή δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στο δρό­μο όπου συ­να­ντιού­νται τυ­χαία:

ΔΗ­ΜΟΣ (κοι­τά επί­μο­να στο πρό­σω­πο τον Αντώ­νη): Δεν μου λες, κυρ Αντώ­νη, από ασια­τι­κή πώς πας;
ΑΝΤΩ­ΝΗΣ (που δεν κα­τα­λα­βαί­νει αμέ­σως): Ορί­στε;
ΔΗ­ΜΟΣ: Λέω, από ασια­τι­κή γρί­πη πώς πας; Για­τί, δεν σε βλέ­πω κα­λά. Το χρώ­μα σου εί­ναι ωχρό. Πά­ρα πο­λύ ωχρό. Μή­πως έχεις κομ­μά­ρες;
ΑΝΤΩ­ΝΗΣ: Κομ­μά­ρες; (το σκέ­φτε­ται)
ΔΗ­ΜΟΣ: Ναι, Στα πό­δια, στα χέ­ρια και γε­νι­κά πα­ντού στο σώ­μα..
ΑΝΤΩ­ΝΗΣ: Κά­τι λί­γες έχω. Πά­ντως…
ΔΗ­ΜΟΣ: Τα εί­δες; Ό,τι εί­χα κι’ εγώ. Όμως εγώ σώ­θη­κα. Δεν την άρ­πα­ξα.
ΑΝΤΩ­ΝΗΣ: Δεν την άρ­πα­ξες;
ΔΗ­ΜΟΣ: Όχι. Έκα­να εμ­βό­λιο και τη γλύ­τω­σα.
ΑΝΤΩ­ΝΗΣ: Εμ­βό­λιο; Και πού το βρή­κες, βρε Δή­μο;
ΔΗ­ΜΟΣ: Που­λά­νε όσο θες.
ΑΝΤΩ­ΝΗΣ: Στα φαρ­μα­κεία;
ΔΗ­ΜΟΣ (βά­ζει τα γέ­λια): Ποια φαρ­μα­κεία, βρε άν­θρω­πέ μου; Στην τα­βέρ­να του κυρ-Μη­νά του βα­ρε­λά. έχει ένα σώ­σμα νέ­κταρ. Πί­νεις δύο πο­τη­ρά­κια και κά­νεις εμ­βό­λιο για ένα χρό­νο. Αντια­σια­τι­κό με τα ού­λα του. Ού­τε γρί­πη μέ­νει, ού­τε ο ιός της, ού­τε η μά­να της. Πά­με να σε εμ­βο­λιά­σω με κρα­σί!».

[ Οι γε­λοιο­γρα­φί­ες εί­ναι από το περ. Ρο­μάν­τσο, τεύ­χη Οκτω­βρί­ου 1957 / Aρ­χείο Α. Μα­λαν­δρά­κη ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: