Η στάση του πελαργού

Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» (1991)
Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» (1991) / φωτ. Νίκος Παναγιωτόπουλος

Πότε γράφει ένας ποιητής; Πότε γράφεις, ρωτούν κάποιοι με ζήλο, πότε προλαβαίνεις να γράψεις, ρωτούν κι άλλοι με ζηλόφθονα αγωνία; Πότε άραγε γράφει ένας ποιητής; Πότε προλαβαίνει να οργώσει, να σπείρει, να ξεβοτανίσει, να θερίσει; Πότε έχει αγωνία για τον καιρό που θα κάνει και θα επηρεάσει τη σπορά, το φύτεμα, το θερισμό; Πότε; Ποτέ. Ποτέ και πάντα. Κάποτε με τεράστια διαλείμματα. Άλλοτε σε ελάχιστο χρόνο. Κάποτε χωρίς να το καταλάβει. Άλλοτε χωρίς να το ξέρει. Κι ενίοτε περνώντας ώρες και ώρες ώσπου το φτενό μαξιλάρι του καθίσματος και ο λιπώδης ιστός των οπισθίων να γίνουν ένα και τα οστά της λεκάνης να αισθανθούν τον πόνο και τη δυσκαμψία από την ένταση και την ακινησία.

Όρθιος. Ο ποιητής γράφει πάντα όρθιος, σαν τον πελαργό. Κάποτε ανασηκώνει το ένα πόδι. Κι άλλοτε, χωρίς κανείς να τον αντιληφθεί, σε αυτή την περίεργη ορθοστατική χοροστασία αλλάζει πόδι, για να διευκολύνει την κυκλοφορία του αίματος και των λέξεων. Των αισθημάτων επίσης. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ώρα της μέρας ή της νύχτας που να μην είναι ενδεχομένως διαθέσιμη για την ποίηση και το γράψιμο, ακόμη κι όταν αυτή η διαθεσιμότητα είναι φαινομενικά αλλού δοσμένη και δεν επιτρέπει ούτε να σκεφτεί κανείς την ποίηση και τη γραφή. Αλλά ο ποιητής εκεί: ένας πελαργός στη φωλιά του, σκαρφαλωμένη στα ψηλά, να ατενίζει τον κάμπο και το πέλαγος μαζί, τις κορφές και τις κοιλάδες, τις πόλεις και τα χωριά, τον καύσωνα και τον παγετό.

Κανείς δεν τον αντιλαμβάνεται έτσι, κανείς δεν τον βλέπει εκεί. Είναι αθέατος στη στάση του πελαργού, που άλλοτε έφερνε τα παιδιά ή πελάργωνε άλλα πουλιά, σύμφωνα με μια παλαιά ποιητική μεταφορά. Είναι το όχημα ο πελαργός, το αθέατο όχημα της ποίησης. Είναι η όρθια στάση, αυτή η στάση ημιανάπαυσης και αναμονής συνάμα. Έτοιμος για την πτήση. Όχι αυτή που του καταλογίζουν ως αιθεροβάμονα, αλλά εκείνη που θα τον στείλει να αναζητήσει τροφή. Ύλη. Γιατί αυτή είναι απαραίτητη για την ποίησή του: η ύλη. Αυτή άλλωστε γεννάει και το πνεύμα. Δικό της παιδί είναι, σε αυτή στηρίζεται κι από αυτήν απογειώνεται, και χωρίς αυτή απλώς δεν υπάρχει. Μόνο που αυτή η αναζήτηση τροφής και ύλης γίνεται με τρόπο αθέατο, κρυμμένη μέσα στις καθημερινές κινήσεις, σαν αυτές που κάνουν όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Είναι η φόδρα τους. Κανείς δεν την βλέπει. Κι ο ποιητής απλώς την αισθάνεται και την αποτυπώνει κάθε φορά στο ποίημα.

Ο ποιητής γράφει όταν δεν τον βλέπει κανείς. Όταν όρθιος σαν τον πελαργό, στο ύψος του σώματός του, όρθιος πάντα μέσα σε αυτό, ακόμα κι όταν αυτό είναι κατακλιμένο, αφουγκράζεται το έξω και το μέσα, κρατάει ανοιχτές τις κεραίες αυτού του εντόμου που τον κατοικεί και σαν τη νυχτοπεταλούδα στο φως κουρνιάζει εκεί που δεν φαίνεται, εκμεταλλευόμενος την προσαρμογή αυτή που τον κρύβει από τον γυμνό οφθαλμό, αυτόν της αγωνίας που ρωτάει όλο ζήλο και ζήλια «πότε γράφεις;». Ο ποιητής σε στάση πελαργού εκτεθειμένος στην κοινή θέα παραμένει αθέατος, γιατί παρά τα ειωθότα γράφει πάντα όρθιος, γράφει πάντα όταν οι άλλοι υπνοβατούν. Εκείνος εκμεταλλεύεται τη δική του αγρυπνία για να βγάλει από το χώμα, να εξορύξει το μετάλλευμα και της δικής τους ζωής.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: