Κυκλοφορούν ιοί που λες κι ενηλικιώνονται μες στην κοιλιά του πιο αρχαίου κύτταρου της ύπαρξης, κι έτσι ποτέ κανένα τεστ δεν θα τους ανιχνεύσει. Αν τα εμβόλια κάνουν αύριο τον κάθε κορωναϊό να μοιάζει με ένα ελαφρώς δύστροπο ξαδερφάκι, κάποιοι άλλοι ιοί, που ξεκουράζονται στις χαραμάδες των συνηθισμένων πράξεων, θα παραμείνουν στην ιστορία ως οι πιο ασφαλείς μας δήμιοι, παρότι κανέναν πανικό ποτέ δεν προξένησαν. Ας πούμε σήμερα για έναν απ’ αυτούς και ας τον ονομάσουμε «Ιό της Αμνησίας».
Εν αρχή, γονείς
που
ξεχνούν
τα παιδιά
τους
Είναι φορές που κοιτάζεις στα μάτια τον πατέρα σου, και ξάφνου χύνεται όλη του η ζωή στο πάτωμα, αδειάζει ο γύρος του προσώπου του απ’ ό,τι ήξερες για κείνον και μένει στον αέρα ένα άγραφο χαρτί, ένα κουκούλι να κυοφορήσει μια πεταλούδα ή μια ύαινα, ανάλογα ποια Μοίρα διάλεξες να σε μοιράνει σήμερα.
[Οι Μοίρες μοίραιναν, μα ήταν οι Μούσες -θυμάστε;- που ‘χαν για μάνα τους τη Μνημοσύνη, τότε που ο Δίας ο φιλότιμος εννιά μέρες Τη γκάστρωνε, μην ξεχαστούν τα έργα Του. Κι ήταν Αυτή, η Μνημοσύνη, που, όταν δεν είχαν οι θνητοί γραφή να στερεώνει τα λεγόμενά τους, τα στέριωνε με ήχους σκαλιστούς βαθιά μες στων αιώνων τον Λαβύρινθο. Έκτοτε τα αυτιά των γενεών αντιβοούνε από μύθους που ακόμα ακούμε και θαυμάζουμε.]
Η μάσκα ανάμεσα στους δύο κόσμους
Είναι φορές που τρέμεις μήπως σε κοιτάξουν έτσι οι δικοί σου άνθρωποι, μην τύχει και σε μια στιγμή απροσεξίας ξεκουμπωθεί κάτω απ’ τα πόδια τους η ξεχαρβαλωμένη τάπα της συνείδησης, κι όλο μεμιάς το παρελθόν χυθεί στην Άβυσσο της Λησμοσύνης, σε ένα τίποτα που τίποτα για σένα δεν θα ξέρει. Από κει κι ύστερα θα σε κοιτούν σαν να μη σ’ είχανε ποτέ γνωρίσει, θα σου μιλάνε στον πληθυντικό σαν τα κορίτσια των προτεσταντών όταν ζητούν από τη μάνα τους το αλατοπίπερο. Λες κι ένας Θεός αλαφροΐσκιωτος έδεσε παρθενορραφή στον χρησιμοποιημένο χρόνο, έσβησε με πανούργα γομολάστιχα της κάθε μέρας τα γραφόμενα, «χάκαρε», καθώς λένε της ζωής οι νεοσύλλεκτοι, τους κωδικούς που σε κρατούν σε κάποια συνεννόηση με τους ανθρώπους. Έτσι, στο εξής όλα θα είναι άγουρα, βουβά, καινούργια, αχρησιμοποίητα, δίχως γιορτής κρασί, δίχως σιτάρι θύμησης, δίχως αυτά που προσποιούνται πως ο χρόνος έχει ραχοκοκαλιά. Κι οι μάσκες των αγαπημένων σου θα κουβαλάνε την υπέροχη υπεροψία που ‘χουν οι μάσκες στις προθήκες των μουσείων, σκεύη της ιεροτελεστίας έξω απ’ τις τελετές, σκεύη που κάποτε γεφύρωναν δυο κόσμους ολοστρόγγυλους, αθέατα διαχωριστικά παράλληλων συμπάντων, που, από την ώρα της Μεγάλης Έκρηξης, μ’ έναν, τον ίδιο, πνεύμονα αναπνέουν. Στο εξής θα συλλαβίζεις κάτω από το δέρμα των αγαπημένων σου την πολυσύλλαβη γλώσσα του θανάτου, γλώσσα αιλουροειδούς που χόρτασε και τώρα ρουθουνίζει το καυτό του χνότο πάνω απ’ τον αυχένα σου. Αύριο, μ’ ένα τίναγμα της χαίτης του θα σε λύσει οριστικά απ’ αυτόν τον κόσμο. Κοιτάς τριγύρω σου: Καμία υποψία αίματος. Αυτός ο θάνατος είναι υπεροπτικός στα χειρουργεία. Τώρα οι δικοί σου βυθίζονται στα μάτια σου μα βλέπουν έναν άγνωστο πίσω απ’ την πλάτη σου. Κανένας χρόνος δεν μιλά κάτω απ’ της ίριδας το χείλος, στον γλιστερό πυθμένα που κυρτώνει την ουρά του ο γέρο-δράκος του νοήματος.