Αμνησία {Α΄}

Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι, σχέδιο της Τζέην Μόρις ως «Μνημοσύνης» (1876)
Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι, σχέδιο της Τζέην Μόρις ως «Μνημοσύνης» (1876)

Κυκλοφορούν ιοί που λες κι ενηλικιώνονται μες στην κοιλιά του πιο αρχαίου κύτταρου της ύπαρξης, κι έτσι ποτέ κανένα τεστ δεν θα τους ανιχνεύσει. Αν τα εμβόλια κάνουν αύριο τον κάθε κορωναϊό να μοιάζει με ένα ελαφρώς δύστροπο ξαδερφάκι, κάποιοι άλλοι ιοί, που ξεκουράζονται στις χαραμάδες των συνηθισμένων πράξεων, θα παραμείνουν στην ιστορία ως οι πιο ασφαλείς μας δήμιοι, παρότι κανέναν πανικό ποτέ δεν προξένησαν. Ας πούμε σήμερα για έναν απ’ αυτούς και ας τον ονομάσουμε «Ιό της Αμνησίας».

Εν αρχή, γονείς που ξεχνούν τα παιδιά τους

Είναι φορές που κοιτάζεις στα μάτια τον πατέρα σου, και ξάφνου χύνεται όλη του η ζωή στο πάτωμα, αδειάζει ο γύρος του προσώπου του απ’ ό,τι ήξερες για κείνον και μένει στον αέρα ένα άγραφο χαρτί, ένα κουκούλι να κυοφορήσει μια πεταλούδα ή μια ύαινα, ανάλογα ποια Μοίρα διάλεξες να σε μοιράνει σήμερα.

[Οι Μοίρες μοίραιναν, μα ήταν οι Μούσες -θυμάστε;- που ‘χαν για μάνα τους τη Μνημοσύνη, τότε που ο Δίας ο φιλότιμος εννιά μέρες Τη γκάστρωνε, μην ξεχαστούν τα έργα Του. Κι ήταν Αυτή, η Μνημοσύνη, που, όταν δεν είχαν οι θνητοί γραφή να στερεώνει τα λεγόμενά τους, τα στέριωνε με ήχους σκαλιστούς βαθιά μες στων αιώνων τον Λαβύρινθο. Έκτοτε τα αυτιά των γενεών αντιβοούνε από μύθους που ακόμα ακούμε και θαυμάζουμε.]

Η μάσκα ανάμεσα στους δύο κόσμους

Είναι φορές που τρέμεις μήπως σε κοιτάξουν έτσι οι δικοί σου άνθρωποι, μην τύχει και σε μια στιγμή απροσεξίας ξεκουμπωθεί κάτω απ’ τα πόδια τους η ξεχαρβαλωμένη τάπα της συνείδησης, κι όλο μεμιάς το παρελθόν χυθεί στην Άβυσσο της Λησμοσύνης, σε ένα τίποτα που τίποτα για σένα δεν θα ξέρει. Από κει κι ύστερα θα σε κοιτούν σαν να μη σ’ είχανε ποτέ γνωρίσει, θα σου μιλάνε στον πληθυντικό σαν τα κορίτσια των προτεσταντών όταν ζητούν από τη μάνα τους το αλατοπίπερο. Λες κι ένας Θεός αλαφροΐσκιωτος έδεσε παρθενορραφή στον χρησιμοποιημένο χρόνο, έσβησε με πανούργα γομολάστιχα της κάθε μέρας τα γραφόμενα, «χάκαρε», καθώς λένε της ζωής οι νεοσύλλεκτοι, τους κωδικούς που σε κρατούν σε κάποια συνεννόηση με τους ανθρώπους. Έτσι, στο εξής όλα θα είναι άγουρα, βουβά, καινούργια, αχρησιμοποίητα, δίχως γιορτής κρασί, δίχως σιτάρι θύμησης, δίχως αυτά που προσποιούνται πως ο χρόνος έχει ραχοκοκαλιά. Κι οι μάσκες των αγαπημένων σου θα κουβαλάνε την υπέροχη υπεροψία που ‘χουν οι μάσκες στις προθήκες των μουσείων, σκεύη της ιεροτελεστίας έξω απ’ τις τελετές, σκεύη που κάποτε γεφύρωναν δυο κόσμους ολοστρόγγυλους, αθέατα διαχωριστικά παράλληλων συμπάντων, που, από την ώρα της Μεγάλης Έκρηξης, μ’ έναν, τον ίδιο, πνεύμονα αναπνέουν. Στο εξής θα συλλαβίζεις κάτω από το δέρμα των αγαπημένων σου την πολυσύλλαβη γλώσσα του θανάτου, γλώσσα αιλουροειδούς που χόρτασε και τώρα ρουθουνίζει το καυτό του χνότο πάνω απ’ τον αυχένα σου. Αύριο, μ’ ένα τίναγμα της χαίτης του θα σε λύσει οριστικά απ’ αυτόν τον κόσμο. Κοιτάς τριγύρω σου: Καμία υποψία αίματος. Αυτός ο θάνατος είναι υπεροπτικός στα χειρουργεία. Τώρα οι δικοί σου βυθίζονται στα μάτια σου μα βλέπουν έναν άγνωστο πίσω απ’ την πλάτη σου. Κανένας χρόνος δεν μιλά κάτω απ’ της ίριδας το χείλος, στον γλιστερό πυθμένα που κυρτώνει την ουρά του ο γέρο-δράκος του νοήματος.

Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι, «Μνημοσύνη» (1881)
Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι, «Μνημοσύνη» (1881)

————————————————————
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΠΡΩΤΟ
————————————————————

Στην επιφάνεια: Έξω απ’ το μετρό πόλης πολύβουης, μ’ ένα ωραίο μαντολίνο στη μασχάλη σου. Παίζεις δυο νότες στις διπλές χορδές. Εκείνη τη στιγμή περνούν μπροστά απ’ τα μάτια σου ένας μεσήλικας, ένα παιδί, ένας έφηβος με τατουάζ και ένας γέρος απ’ τα μέρη που γεννήθηκες. Τι θα θυμάται ο καθένας αύριο απ’ ό,τι άκουσε;

————————————————————

Ιδιωτική Βαβέλ

Πίσω στη στιγμή της απώλειας της μνήμης, που είναι, πιότερο κι από απώλεια, θρυμμάτισμα πανάκριβου γυαλικού που γλίστρησε απ’ τα χέρια σου και γίνηκε στο πάτωμα χίλια κομμάτια. Τώρα κανείς δεν θα θυμάται πλέον τη μορφή του. Στο δευτερόλεπτο της θραύσης φανερώθηκε -ή μήπως πιο σωστά “ορθώθηκε”, έτσι καθώς γυρνάς απότομα σελίδα και μένεις με το στόμα ανοιχτό;- ο πύργος μιας απόκρημνης Βαβέλ, το φάσμα ενός ιλίγγου βουβού, όπως κραυγή μελλοθανάτου στη θέα της σύριγγας που θα τον φτύσει έξω απ’ τη ζωή, φάσμα με σάρκα και ίσκιο πηχτό, κι ένα μαχαίρι να ξεσκίζει ό,τι ακόμα σ’ έδενε με τους ανθρώπους. Ο πλέον παλαιός των ημερών, ο Άλλος σου Εσύ, ο ύψιστος Γιαννούλης Χαλεπάς των αποσιωπημένων οραμάτων, ο Ένας διερμηνέας σου, θα έχει μόλις μπρος στα μάτια σου τραβήξει τη σκανδάλη. Αυτόχειρας. Στην ησυχία που ζυγίζει τα γραμμάριά της πάνω απ’ την εκπυρσοκρότηση κοιτάς στο πάτωμα και όλα είναι άλλα. Κανένα θύμα, κανένα αίμα, ούτε ένα μόριο υπόνοιας πως έχεις σώας τας φρένας. Ο εφιάλτης θα σαλιώσει τον αντίχειρα να ισιώσει το αναστατωμένο φρύδι. Αυτή είναι η ώρα του. Ένα λευκό πανί θα απλωθεί σαν πάχνη πάνω απ’ όσα ήξερες, ένα σεντόνι σαν εκείνα που σκεπάζουνε στα υπόγεια των αρχοντικών τους κουρασμένους από τις απρέπειες καθρέφτες, τότε που οι οικογένειες έχουν από χρόνια μετοικήσει και οι αρρώστιες μπαίνουν απ’ τις χαραμάδες να δαγκώσουνε την υγρασία. Κι όμως, εκείνα τα λευκά σεντόνια είναι που προφυλάσσουνε τα μάτια μας από τις κόρες που κοιτούν χαιρέκακα πίσω απ’ τον υδράργυρο, κόρες έγκυες από σπέρμα αγνώστου, τη μέρα προσδοκώντας που θα ξεσκεπάσει όλα τα κρυφά.


Τζούλια Μάρκαρετ Κάμερον: η Μαρία Σπάρταλη-Στίλμαν ως «Μνημοσύνη» (φωτογραφία, 1868)
Τζούλια Μάρκαρετ Κάμερον: η Μαρία Σπάρταλη-Στίλμαν ως «Μνημοσύνη» (φωτογραφία, 1868)

————————————————————
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΠΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
————————————————————

« Η νόσος του Αλτσχάιμερ πήρε το όνομά της απ’ τον Γερμανό ψυχίατρο που πρώτη φορά, στα 1906, την περιέγραψε. Είναι χρόνια νευροεκφυλιστική νόσος με πρόωρο σύμπτωμα την απώλεια βραχυπρόθεσμης μνήμης. Με την πάροδο του χρόνου στα συμπτώματα προστίθενται η απώλεια μακροπρόθεσμης μνήμης, σύγχυση, οξυθυμία, επιθετικότητα, διαταραχή της ομιλίας, άμβλυνση των αισθήσεων. Κρίσιμες σωματικές λειτουργίες σταδιακά φθίνουν, οδηγώντας τον ασθενή στον θάνατο. »

————————————————————

Ο πόνος

Κοιτάς με βλέφαρα κλειστά το πρόσωπο με δίχως παρελθόν που σου τρυπάει την ψυχή, πρόσωπο άμαθο στη φύση αυτού του κόσμου, απείρως πιο πολύπειρο στη φύση κάποιου άλλου. Αναγνωρίζεις έναν σωσία. Έρχεται στο νου η εικόνα των ομοζυγωτικών διδύμων, η αποτρόπαια καταμαρτύρηση πως ό,τι ζεις είναι ένα είδωλο πάνω στο φιλμ των προσευχών, η αντανάκλαση ενός μακρινού γαλαξία μες στου κρανίου σου το σκοτεινό εργαστήρι, που εκμηδενίζει με το αδιανόητο της λάμψης του το φυλλαράκι του μυαλού σου. Κι όμως, θα είναι αυτός ο γαλαξίας που ίσως κάποτε σου κληροδοτήσει έναν και μόνο κόκκο άμμου απ’ τις λευκές του παραλίες. Τότε οι άλλοι θα σε πούνε πλούσιο.

Προς ώρας αποχώρηση

Ίσως ο θάνατος να είναι ένα τέτοιο σκόρπισμα των σημαδιών του χρόνου έξω από τα πρόσωπα, μια πρώτη δίχως παρελθόν στιγμή που αντικρίζει τους αιώνες με βλέμμα νεογέννητου. Μακριά από τούτον τον συμπυκνωμένο χρόνο που χύνει όλα σου τα υπάρχοντα στην καταβόθρα της λήθης, οι φωτογραφίες των νεκρών επάνω στον μπουφέ της μάνας σου ξυπνάνε στο σκοτάδι μνήμες που δεν έζησες, σαν τρίξιμο από την κούνια που νανούρισε τον πατέρα σου.

Εδώ, μπροστά σε τούτον τον μπουφέ, μ’ έναν καφέ, ένα γλυκό του κουταλιού και μ’ ένα τελευταίο τσιγάρο να καίει ανάμεσα στα δάχτυλα, θα κάτσεις λίγο να ξεκουραστείς. Απόψε θα ‘ρθουν μουσαφίρηδες.

( ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ )

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: