Δύο ημέρες πριν ολοκληρωθεί το 2019 πέθανε ένας σπουδαίος συγγραφέας στην αγγλική γλώσσα και ζωγράφος, που επίσης συνδύαζε τις δύο αυτές τέχνες ως βιβλιοποιός, όπως θα τον αποκαλούσα, ο Άλισντερ Γκρέυ (Alasdair Gray). Μόνον κάποια μακροσκελή «Επεισόδια από τη νεανική ζωή ενός γιατρού του Δημόσιου Οργανισμού Υγείας της Σκωτίας», που είναι ο υπότιτλος του βραβευμένου μυθιστορήματός του «Χαμένα κορμιά» (Poor Things, 1992 / Νεφέλη, 2001) – τα οποία δεν θα ξάφνιαζαν τη Μαίρη Σέλλεϋ ή τον Λιούις Κάρολ – έχουν μεταφραστεί από τον Δημήτρη Βαρδουλάκη στα ελληνικά.
Τελειώνοντας το 1957 τη σχολή καλών τεχνών, όπου μπήκε αν και του έλειπαν απαραίτητα πιστοποιητικά, ο Γκρέυ αποδέχθηκε ανάθεση (αμισθί πλην εξόδων) να ζωγραφίσει τοιχογραφίες σε εκκλησία στη γενέτειρά του Γλασκόβη, από όπου ποτέ δεν απομακρύνθηκε παρά μόνον όταν η οικογένειά του εκκενώθηκε στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. «Έδειξα τον Θεό», έχει πει, με τον τρόπο που τον αναφέρει αρχίζοντας η «Γένεσις» – πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος – «όχι σαν κάποιο περιστέρι όπως απεικονίζεται κάποιες φορές, αλλά πιο πολύ σαν τον Σούπερμαν». Έχοντας πάψει να χρησιμοποιείται, το κτήριο κατεδαφίστηκε το 1970. Ήταν η καλύτερη και μεγαλύτερη τοιχογραφία μου, δήλωσε ο Γκρέυ, που συνέχισε να σκηνογραφεί και να κάνει τοιχογραφίες: σε συναγωγή, σε εκκλησία, σε ιδιωτικές κατοικίες, σε καταστήματα, στην οροφή πολιτιστικού κέντρου και στην είσοδο σταθμού του Μετρό στη Γλασκόβη, όταν πια είχε γίνει γνωστός.
Έγραψε ποιήματα (με συγκεντρωτική έκδοση το 2010) και θεατρικά έργα, για το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τη σκηνή. Η υπόθεση κάποιων από αυτά αποτέλεσε πυρήνα πεζογραφημάτων του. Πολύ αργότερα, μια συλλογή σχεδόν είκοσι θεατρικών έργων περιλαμβάνει τη «Σπηλιά του Πολύφημου», που είχε γράψει σε ηλικία εννέα ετών. Ενώ ακόμη ήταν στη σχολή καλών τεχνών, είχε αρχίσει να γράφει ένα μυθιστόρημα, με τίτλο «Πορτρέτο του καλλιτέχνη ως νεαρού Σκωτσέζου», που παραπέμπει στον Τζέιμς Τζόυς. Ιστορίες στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του, που ονομάζεται «Απίθανες ιστορίες, ως επί το πλείστον» (Unlikely Stories, Mostly, 1983), είναι εμπνευσμένες από τον Κάφκα ή τον μύθο του Προμηθέα ή έναν στίχο του Έζρα Πάουντ ή αφηγούνται τη δημιουργία μιας «παγκόσμιας γλώσσας» (multiverbal logopandocy).
Σε ηλικία 46 ετών εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, «Λάναρκ: Μια ζωή σε τέσσερα βιβλία» (Lanark, 1981). Το μυθιστόρημα ξεκινά με το Τρίτο Βιβλίο και ακολουθούν τα άλλα τρία, ενώ επίσης υπάρχουν Πρόλογος και Επίλογος – τέσσερα κεφάλαια πριν τελειώσει το μυθιστόρημα, καθώς είναι «πολύ σημαντικός» για να μπει στο τέλος – στον οποίο ο συγγραφέας εξηγεί ότι θα ήθελε να διαβαστεί με μια ορισμένη σειρά το βιβλίο του, αλλά να αποτελέσει αντικείμενο σκέψης με κάποια άλλη. Στον επίλογο υπάρχει κατάλογος «λογοκλοπών» του συγγραφέα, κάποιες από τις οποίες παραπέμπουν σε βιβλία που δεν υπάρχουν. Στη σχεδόν 600 σελίδων αφήγηση παραλληλίζονται και εμπλέκονται δύο κόσμοι: Μια μεταπολεμική Γλασκόβη του 1950, όπου μεγαλώνει ένας νέος καλλιτέχνης, και μια επιστημονικής φαντασίας δυστοπία, που ονομάζεται Ανευχαριστώ (Unthank). «Ο κόσμος βελτιώνεται μόνον από ανθρώπους που κάνουν συνηθισμένες δουλειές και αρνούνται να εκφοβιστούν», λέει ο γιος του πρωταγωνιστή ενώ εκείνος πεθαίνει.
Όπως όλα τα έργα αυτού του ασύγκριτου βιβλιοποιού, που έχουν τύχει δικής του επιμέλειας – σε απόγνωση των εκδοτών λόγω κόστους – το μυθιστόρημα είναι εικονογραφημένο με σχέδια του και άλλες τυποτεχνικές παρεμβολές σε ύφος σχεδόν κωμικογραφίας (όπως ονομάζω τα κόμικς), το οποίο χαρακτηρίζει την εικαστική δουλειά του, που φαίνεται πιο λαμπερή σε αντίγραφα παρά στο πρωτότυπο. Θεμελιώδης αντίφαση της κωμικογραφίας είναι η απόδοση του φανταστικού ρεαλιστικά, καθησυχάζοντας έτσι ίσως, αλλά ταυτόχρονα καθιστώντας την “πραγματικότητα” μια συχνά αποκρουστική φαντασίωση και ενδεχομένως ενθαρρύνοντας αντιστάσεις εναντίον της. Το ύφος αυτό εν πολλοίς χαρακτηρίζει και το συγγραφικό έργο του Γκρέυ, που δεν ήταν ένας συγγραφέας με παράλληλες εικαστικές ενασχολήσεις, ούτε ένας ζωγράφος που επίσης έγραφε, αλλά ένας πράγματι διφυής καλλιτέχνης, όπως με διαφορετικό τρόπο ο Νίκος Εγγονόπουλος.
Ασφαλώς εικονογραφημένη είναι η αυτοβιογραφία του, που τιτλοφορείται «Μια ζωή σε εικόνες» (A Life in Pictures, 2010). Εκκεντρική τυπογραφία και σελιδοποίηση σωματοποιούν «Το βιβλίο των προλόγων» (The Book of Prefaces, 2000), μια προσωπική ανθολογία, με εκτενή σχόλια του, εισαγωγικών κειμένων σε έργα μεγάλων συγγραφέων τεσσάρων εθνών (Αγγλίας, Ιρλανδίας, Σκωτίας και Ηνωμένων Πολιτειών), που συνοψίζει την αγγλόγλωσση λογοτεχνία από το 675 περίπου έως το 1920, καταληκτική ημερομηνία που δεν θέτει ζητήματα πνευματικών δικαιωμάτων. Μια ονειρικού τύπου σύγχυση προκαλεί η ανάμειξη φαντασίας και ρεαλισμού στο έργο του Γκρέυ, ενώ φίλοι του συχνά εμφανίζονται σε εικαστικές αποτυπώσεις. Τα πρόσωπα επιβατών σε συρμούς του Μετρό στη Γλασκόβη έχουν γίνει πρόσωπα Αποστόλων στον «γάμο στην Κανά», ένα έργο που διασώζεται μόνον σε αντίγραφα. Άφησα πολύ καιρό το πρωτότυπο για φωτοτυπίες, έχει εξηγήσει ο Γκρέυ, και, όταν πήγα να το πάρω, το μαγαζί δεν υπήρχε.
Πριν συμπληρώσει τα 18, είχε πεθάνει η μητέρα του, η οικογένεια της οποίας μετακινήθηκε στη Σκωτία από την Αγγλία, λόγω δίωξης του πατέρα της για συνδικαλιστική δράση. Της άρεσε η μουσική, ιδίως η όπερα, και εργαζόταν σε μια αποθήκη ρούχων. Έχοντας τραυματιστεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πατέρας του δούλευε σε εργοστάσιο που έκανε κουτιά, ενώ αργότερα σε οικοδομικές εργασίες. Του άρεσε να περπατά σε περιοχές με λόφους και συνέβαλε στη δημιουργία ένωσης ξενώνων για νέους στη Σκωτία. Πάσχοντας από χρόνιο έκζεμα και ντροπαλός, ο Γκρέυ βρέθηκε ερωτικά αποκλεισμένος. Το 1961 παντρεύτηκαν με την Inge Sørensen, νεαρή νοσοκόμα από τη Δανία, έκαναν έναν γιο και χώρισαν έπειτα από οκτώ χρόνια. Το 1991 παντρεύτηκαν με την Morag McAlpine, που πέθανε το 2014. «Γέροι ερωτευμένοι» (Old Men in Love, 2007) λέγεται το τελευταίο του μυθιστόρημα, ενώ πριν πεθάνει εξέδωσε «διακοσμημένες και εξαγγλισμένες» εκδοχές σε πρόζα της Κόλασης και του «Καθαρτηρίου» από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη.
Μετά την αρχική απομόνωση, ο Άλισντερ Γκρέυ αναδείχθηκε σε κορυφαία φυσιογνωμία μιας αναγέννησης των γραμμάτων και των τεχνών στη Σκωτία. Χαραγμένη τώρα σε δημόσιο κτήριο στο Εδιμβούργο, η αγαπημένη του προτροπή «Να δουλεύεις λες και ζεις στα πρώτα χρόνια μιας καλύτερης χώρας» (Work as if you live in the early days of a better nation) επιτείνει την ανάγκη βαθύτερης διερεύνησης της σχέσης “πολιτισμού” και “εθνικισμού”. Φαμπιανής μάλλον απόκλισης σοσιαλιστής ως προς τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ο Γκρέυ υπήρξε υπέρμαχος της πολιτικής αυτονομίας της Σκωτίας. Οι απόψεις του περί ανεξαρτησίας συνοψίζονται στη μπροσούρα «Γιατί οι Σκωτσέζοι θα έπρεπε να κυβερνούν τη Σκωτία» (Why Scots Should Rule Scotland, 1992). «Οι ιστορίες μου επιχειρούν να αποπλανήσουν τον αναγνώστη μεταμφιεσμένες σε θορυβώδη ψυχαγωγία, ενώ αποτελούν προπαγάνδα για έναν δημοκρατικό, κράτους προνοίας σοσιαλισμό και ένα ανεξάρτητο κοινοβούλιο της Σκωτίας. Τα εξώφυλλα και οι εικονογραφήσεις –ιδίως οι ερωτικές– σχεδιάζονται με την ίδια υψηλή σκοπιμότητα», παρατηρεί σε συνέντευξή του.
Διακεκριμένοι μετέπειτα συγγραφείς από τη Σκωτία, όπως η πεζογράφος Ali Smith, που τον συνέκρινε με τον Ουίλιαμ Μπλέικ, έχουν διακηρύξει το πόσο απελευθερωτικό υπήρξε το παράδειγμα του έργου του, που δημιουργεί την εντύπωση ότι συγγραφικά μπορείς να κάνεις τα πάντα. Πειραματικός στη μορφή και παράλληλα κοινωνικός και πολιτικός συγγραφέας, με καυστικό χιούμορ και ευρηματική πλοκή εμπλέκοντας διαφορετικά είδη αφήγησης, ο Γκρέυ κινήθηκε σε πολλαπλές κλίμακες υπο- υπερ- και στυγνού ρεαλισμού, αναδιατάσσοντας τα όρια της αγγλικής γλώσσας.
Ο Γκρέυ έκανε το τοπικό οικουμενικό. Έβαλε τη Γλασκόβη και τη Σκωτία στον χάρτη της φαντασίας, στον παγκόσμιο ιστό της λογοτεχνίας. Η Γλασκόβη είναι μια μεγαλοπρεπής πόλη, λέει ένας χαρακτήρας στο μυθιστόρημα «Λάναρκ». Και συνεχίζει: Γιατί σπανίως το βλέπουμε αυτό; Γιατί κανείς δεν φαντάζεται ότι ζει εδώ … σκεφτείτε τη Φλωρεντία, το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη. Κανείς από όσους τις επισκέπτονται για πρώτη φορά δεν είναι ξένος, καθώς ήδη τις έχει επισκεφτεί σε πίνακες, μυθιστορήματα, βιβλία ιστορίας και ταινίες. Αλλά, αν μια πόλη δεν έχει χρησιμοποιηθεί από έναν καλλιτέχνη, ούτε οι ίδιοι οι κάτοικοι της δεν ζουν εκεί στη φαντασία τους.
Μάλλον πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το Νέο Λάναρκ ήταν πρότυπο βιομηχανικό χωριό που ιδρύθηκε το 1786 ως έδρα βαμβακουργίας, με καταλύματα εργατών, στις όχθες του ποταμού Κλάιντ, από τους καταρράκτες του οποίου προερχόταν η υδραυλική ενέργεια. Αναλαμβάνοντας το 1800 τη διοίκηση, ο Ρόμπερτ Όουεν, γαμπρός του βιομήχανου, προχώρησε σε κοινοβιακή αναδιοργάνωση, δηλαδή σε ένα πείραμα ουτοπικού σοσιαλισμού, όπως ονομάστηκε, που υπήρξε υπόδειγμα για συνεταιριστικές πρωτοβουλίες αργότερα. Έχοντας διασωθεί από κατεδάφιση, το Νέο Λάναρκ ανακηρύχθηκε μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO στη Σκωτία και σταθμός στην ευρωπαϊκή διαδρομή βιομηχανικής κληρονομιάς.
Επιστρέφοντας στη βιομηχανία της συνείδησης, που συγκροτούν η λογοτεχνία και άλλες τέχνες, θυμίζω ότι ο Will Self, ο πεζογράφος με το βουλησιαρχικά πιο περιαυτολόγο όνομα στην αγγλική λογοτεχνία, είχε αποκαλέσει τον Άλισντερ Γκρέυ «ίσως τον πιο σπουδαίο εν ζωή» συγγραφέα στο αρχιπέλαγος των βρετανικών νήσων. Ο ίδιος είχε περιγράψει τον εαυτό του ως «έναν χοντρό, με γυαλιά, αρχή φαλάκρας, όλο και πιο γέρο, πεζό, στη Γλασκόβη».
Επίσημο σάιτ: http://www.alasdairgray.info