Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους
Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}
ΧV. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 5: Οι ευφάνταστες
Προσωπική επιστολή του Πανδοχέα των Γυμνών Ποδιών προς την Αμελί ή/και την Ωντρέ Τοτού
Αγαπητή μου Αμελί. Το ξέρω ότι υπάρχετε. Δεν είστε μόνο η «ηρωίδα» που υποκρίθηκε η γλυκοπρόσωπη Ωντρέυ Τοτού, με το επίθετο σαν όνομα παιδικού παιχνιδιού· μπορεί να μην της μοιάζετε καν. Δεν με παραπλανούν εμένα οι επαγγελματικές σκηνοθεσίες. Αυτή απλώς πήρε το μέρος σας, ως ικανή δραματοποιήτρια, μια πρέσβειρα αληθών χαρακτήρων που δεν είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε από κοντά. Είμαι βέβαιος πως υπάρχετε στην πόλη που ζω και στις άλλες που δεν θα ζήσω, ως μια από τις εκατοντάδες διασκορπισμένες Αμελί. Ντύνετε κι εσείς το παραμυθένιο σας δωμάτιο σε πορφυρές παραλλαγές και συγκατοικείτε με κούκλες και παιχνίδια, επικοινωνούντα δοχεία ενός μικρόκοσμου που φτιάξατε ως περιβάλλον μιας μοναχικής μα πλουμιστής και περιπετειώδους ζωής.
Σας παρακολουθούσα μαγεμένος, όπως ακριβώς δείχνατε κι εσείς κάθε φορά που σηκώνατε τα μάτια σας προς την οθόνη των σινεμά. Μετά πηγαίνατε σπίτι σας για να αφιερωθείτε στην χαρτοκοπτική ωραίων φωτογραφιών για τα άλμπουμ σας. Άρχισα τότε να μετρώ τα κοινά μας στοιχεία, δυο μέχρι στιγμής. Η αγαπημένη σας συνήθεια ήταν να στοιχηματίζετε με τον εαυτό σας για οτιδήποτε: αν θα σταματήσει κάποιος στον δρόμο, αν θα αλλάξει πεζοδρόμιο, σε ποιο σπίτι ή κατάστημα θα μπει, ποιον θα συναντήσει. Στοιχημάτισα λοιπόν κι εγώ πως θα εμφανιστείτε ξυπόλητη· δεσμεύτηκα μάλιστα να λάβω πολύ σοβαρά υπόψη μου όσα θα συμβούν εκείνη την στιγμή – ακόμα και να μεταφράσω την πιθανή αλληγορία τους. Αν μάλιστα έβλεπα και τα πέλματά σας, θα σας το ανταπέδιδα πλησιάζοντας την πρώτη Αμελί που θα μάντευα στον δρόμο μου.
Σε κάποια σκηνή λοιπόν με προσκαλέσατε στην μεγαλόπρεπη κρεβατοκάμαρά σας, εκεί που διαβάζατε τα εικονογραφημένα σας βιβλία καταμεσής ενός θεόρατου διπλού κρεβατιού και κάνατε τις χειροτεχνίες σας πάνω (υποθέτω και κάτω) απ’ τις κουβέρτες. Και όταν κάποια στιγμή γυρίσατε μπρούμυτα, σε μια ύπτια ξυπνητή ονειροπόληση, το πλάνο γέμισε με τα περίκομψα πέλματά σας, έτσι όπως τα σταυρώνατε, σαν δυο πτερύγια που μαθαίνουν έναν τρόπο να πετάνε. Ήσασταν μοναχούλα, αλλά γνωρίζατε καλά την τέχνη της αναμονής, που, ξέχειλη από μικρές τελετουργίες, αξίζει όλο τον κόπο.
Και πράγματι, γλυκιά Αμελί, αμέλωτη όπως ήσασταν ακόμα απ’ τον έρωτα, δεν θα μπορούσατε να μην περπατάτε ξυπόλητη. Το σώμα αναζητά αλλού τα χάδια που δεν γνώρισε, ακόμα κι αν δίνονται από άψυχo δάπεδo. Σας ακολούθησα μέχρι την πολύχρωμη τουαλέτα σας, με την τετράποδη μπανιέρα και τα δεκάδες μικρά μπουκαλάκια (ακόμα κι αυτή την είχατε φτιάξει σαν κουκλόσπιτο). Πόσο εναρμονίζονταν τα δάχτυλα των ποδιών σας στα δίχρωμα πλακάκια! Κι ήταν τα ίδια δάχτυλα που αντιλήφθηκαν ένα πλακάκι που τρεμόπαιζε μαρτυρώντας ένα κούφιο σημείο από κάτω του. Εκεί ανακαλύψατε ένα φθαρμένο τσίγκινο κουτί που αγγίξατε ευλαβικά, γνωρίζοντας την αξία των παλαιών αντικειμένων. Τα μάτια σας έλαμψαν και αλμύρισαν μπροστά στην μικροσκοπική παιδική συλλογή που βρισκόταν μέσα. Πότε, ποιο και τι παιδί την έκρυψε εκεί; Δεν προφέρατε καμία τέτοια ερώτηση αλλά ασκήσατε μια εκ των άλλων τεχνών σας: την αναζήτηση ενός χαμένου προσώπου, την απόδοση του θησαυρού σε δικαιούχους μικρών μνημείων.
Πώς σιωπήσαμε και οι τρεις όταν ο μεγάλος πια εκείνος άντρας που καταφέρατε να βρείτε άνοιγε το κουτάκι του... Να βλέπεις ύστερα από χρόνια τα θησαυρίσματα που κάποτε κατέκρυψες για να τα βρίσκεις μόνος σου, στο ασφαλές υδραυλικό καταφύγιο του σπιτιού! Αυτός έφυγε με την μικρή οστεοθήκη της παιδικής του ηλικίας, δακρυσμένος και ευγνώμων, εγώ έμεινα να συγκρατώ το δικό μου δάκρυσμα, γιατί δεν υπήρχε καμία Αμελί να εντοπίσει την δική μου. Την είχα ξεχάσει στο σπίτι που παραθερίζαμε στην Αιδηψό, σ’ ένα από τα ακατοίκητα δωμάτια της εσωτερικής αυλής· ένα μεγάλο κυκλικό κουτί μπισκότων βουτύρου, γεμάτο με τις πρώτες φωτογραφίες της συλλογής μου, κάτι παλιές σταρέσσες, να μου χαμογελούν ξυπόλητες, βεβαιώνοντάς με πως θα έρθει και η δική μου ώρα στον έρωτα.
Δεν σας κρύβω πως υπήρχαν στιγμές που ένοιωσα μεγάλη ζήλεια για τον κατασυγκινημένο κύριο. Μια ολόδροση κοπέλα τού παρέδωσε την λιλιπούτεια κιβωτό που μπορεί να ήταν η απαραίτητη πλίνθος να διατηρείται όρθιος. Μήπως θα μπορούσατε να με καθοδηγήσετε να βρω την δική μου; Σας ακολούθησα σε βήτα προβολές συνοικιακών σινεμά, σε λέσχες κινηματογραφόφιλων, οπουδήποτε παίζατε. Σας νοίκιασα από βιντεοκλάμπ, σας δανείστηκα από συλλογές φίλων (κατάλαβα για άλλη μια φορά ότι δεν είστε αποκλειστική ιδιοκτησία κανενός), μήπως και βρω μια ένδειξη, ένα φωτάκι. Παρακολούθησα το έργο σας δεκάδες φορές, τις περισσότερες χωρίς να σας χάσω από τα μάτια μου. Αλλά τίποτα.
Και μια φορά, ακριβώς την στιγμή που γονατίζατε ξυπόλητη στο παραμυθένιο σας λουτρό, κατάλαβα. Το δικό μου παιδικό κουτί ήταν το ίδιο το δωμάτιο του μπάνιου στο σπίτι που μεγάλωσα. Με ηρεμούσαν τα πετρόλ πλακάκια του, οι λευκές πορσελάνες και, πίσω από την πόρτα, το ντουλαπάκι με την ετικέτα «φαρμακείο». Κάθε φορά που άνοιγα το μεταλλικό πορτάκι εισέπνεα πρώτα τις μυρωδιές των φαρμάκων· ακολουθούσε η δοκιμή της γαλαζοπράσινης αλοιφής Βιξ, η εισπνοή ενός μικρού κυλίνδρου που άνοιγε τα φραγμένα ρουθούνια, το σκόρπισμα της λευκής σκόνης του ταλκ, το άλειμμα λίγης κρέμας Νιβέα από το κυκλικό μπλε κουτί, το άπλωμα της πλαστικής υφής του λευκοπλάστ. Παραμέσα η καθησυχαστική πράσινη καρτέλα με τις ασπιρίνες και τόσες πολλές ταμπλέτες. Δεν μπορεί, όλο εκείνο το λεξιλόγιο των ξένων ονομάτων με τις τυποποιημένες καταλήξεις και τις χρωματικές παραλλαγές στις συσκευασίες –το σύνηθες μονόχρωμο κουτί, αυλακωμένο με ρίγες σε ένα, δυο ή και τρία διαφορετικά χρώματα– με καθησύχαζε πως για κάθε συναισθηματικό μου πόνο θα υπήρχε το κατάλληλο σκεύασμα ή έστω η επιβεβαίωση πως τα πάντα μπορούσαν να γιάνουν.
Σ’ εκείνη την τουαλέτα πρωτογνώρισα και ασκούσα τις ηδονές του αυτοκίνητου έρωτα, χαϊδεύοντας τις φωτογραφίες των γυμνόποδων γυναικών ή ακούγοντας την κυρία του τρίτου να παίρνει το μπάνιο της (την «πρόδιδε» η σιγανή συνοδεία της στα τραγούδια ενός μικρού ραδιοφώνου που έπαιρνε παντού μαζί της μέσα στο σπίτι). Εκεί ανακάλυπτα το σώμα μου ξανά και ξανά, με την βεβαιότητα πως δίπλα μου, στην μπανιέρα, βρίσκονταν όλες εκείνες οι γυναίκες που είχαν ήδη προσφέρει μια τέτοια σκηνή (μια από τις ελάχιστες καθιερωμένες αποκαλύψεις των κάτω άκρων στο σινεμά), βυθισμένες στις σαπουνάδες, βγάζοντας με νόημα ή χωρίς νόημα τα πόδια τους για λίγο έξω, σα να μου έλεγαν πως πλένονται ολόκληρες από την κορυφή ως τα νυχάκια ακριβώς για να ορίσουν την επικράτεια της επιθυμητής λατρείας. Γυρνούσα και σχεδόν έβλεπα την Susan Hayward (The Hairy Ape, 1944), την Edith Georges (Tant qu’il y aura des femmes, 1955), την Brigitte Bardot (Une parisienne, 1957), την Mireille Darc (Les Barbouzes, 1964) και τόσες άλλες.
Αμελί, ακριβώς την στιγμή που γινόμουν πια ένας άντρας που τα παλιά
λεξιλόγια θα ονόμαζαν μεσόκοπο, ήρθατε να μου θυμίσετε ότι χωρίς τον
πλούτο των μικρών μας χρόνων δεν μπορούμε να πάμε πουθενά. Ίσως πάλι να
μου δείξατε ότι για κάθε αδυναμία και πόνο (ή απλώς για να αντέχεται η
αγνώστου μήκους ταινία που λέγεται ζωή) υπάρχει το κατάλληλο φάρμακο,
που δεν κατασκευάζει καμία φαρμακοβιομηχανία αλλά ο καθένας μόνος του,
για να κάνει την ζωή του όπως κι εσείς: ένα καλειδοσκόπιο αισθημάτων,
ένα παιχνίδι συνεχών επινοήσεων, μια ιδιωτική, μαγική πραγματικότητα.
Ίσως η δική μου ισόβια συνταγή να ήταν η συλλογή των γυμνόποδων γυναικών
των τεχνών και της ζωής μου, όπου τώρα ανήκετε κι εσείς. Γυναίκες σαν
κι εσάς είναι το φάρμακό μου, και μόνο που υπάρχετε, κι ας μην σας
γεύομαι.
Κάθε φορά που τελείωνε το έργο σας αναζητούσα την μοναχική κοπέλα που θα έβγαινε φωτεινή μέσα από τη σκοτεινή αίθουσα. Σας
άρεσε η ταινία; Θέλετε να καθίσουμε κάπου να την συζητήσουμε; Έχετε
παίξει μόνη σας κανένα από τα παιχνίδια της Αμελί; Κάνετε καμία συλλογή;
Ψάχνετε τον δικό σας δικυκλιστή; Συμφωνείτε να δούμε κι άλλες ταινίες μαζί και να διαλεχθούμε πάνω τους;
Την πλησίαζα χαμογελαστός, με τις ερωτήσεις έτοιμες να ξεχυθούν μπροστά
της. Με κοιτούσε μάλλον αιφνιδιασμένη κι επιτάχυνε το βήμα της. Έμενα
πίσω, σιωπηλός, ελπίζοντας σε ένα μέλλον όπου οι μοναχικοί θεατές θα
παραμένουν έξω από το σινεμά για να μοιράζονται τις σκέψεις τους για την
ταινία που είδαν κι ίσως κάποιον περίπατο. Δεν μπορείτε όμως να πείτε,
προσπάθησα.
Δικός σας, ΠΓΠ.
————————————————————————————
Αγαπητέ Πανδοχέα
Εξαιρετικά ενδιαφέροντα όσα μου γράφετε, αν και βρήκα κάπως ακραία τα περί άκρων. Δεν ξέρω πού βρήκατε αυτή την διεύθυνση και πώς την συνδέσατε μ’ εμένα. Ακόμα κι έτσι όμως οφείλω να σας διαβεβαιώσω πως δεν υπάρχω (με την έννοια που εννοείτε). Αυτό το σπίτι πράγματι ήταν το διαμέρισμα της ηρωίδας που αναζητάτε. Αλλά η Αμελί δεν μένει πια εδώ. Αντίθετα, εδώ μένουν κανονικοί άνθρωποι, που απλώς παραχώρησαν τον χώρο τους για κάποιο καιρό σε ένα συνεργείο, με το αζημίωτο, αν εξαιρέσουμε μια κούπα που έσπασε η ίδια, κάποια ημέρα έντονης απογοήτευσης σε μια εκ των δυο ζωών της. Πώς σκεφτήκατε ότι οι ρολίστριες αποδρούν από την ταινία και περιφέρονται στους δρόμους για να τις βρείτε εσείς; Πρέπει να τις δείτε όπως τα μικρά πλάσματα του ζωικού βασιλείου που ζουν λίγες ώρες της ημέρας. Έτσι και η Αμελί σας, ζει ένα δίωρο κάθε φορά που παίζεται. Είναι όμως μαγνητοσκοπημένη, μνημειωμένη, όπως τα πρόσωπα στις φωτογραφίες που ξεφυλλίζουμε στα άλμπουμ. Μια φορά τραβήχτηκαν και αμέτρητες φορές ξαναζούν, όσες τις κοιτάζουμε, ζωντανεύοντας μόνο για μας.
Θα σας συνιστούσα να στραφείτε αποκλειστικά σε γήινα κορίτσια. Σας θάμπωσε το λαμπύρισμα των ματιών της και αγνοήσατε εκείνο των συνθεατριών σας. Αμελήσατε τις Αμελί των καθημερινών σας διαδρομών. Απογοητευτήκατε από τα πλησιάσματά σας, ενώ γνωρίζετε καλά πως πρέπει να συνεχίσετε, όπως σ’ εκείνο το παιχνίδι της με τους αριθμούς. Μπορεί η 23η ή 44η κοπέλα που θα μιλήσετε να είναι όντως η δική σας Αμελί.
Χάρη σ’ εκείνο το κουτί και σε άλλα περιστατικά που θα θυμάστε καλά, η ίδια συνειδητοποίησε ότι έχει τη δύναμη να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων που βρίσκονται γύρω της. Της το οφείλετε, να αλλάξετε την δική σας – κερδίσατε και το στοίχημα με τα πόδια της. Στρωθείτε λοιπόν. Αν πάλι επιμένετε, σας καλώ να μού αποδείξετε ότι οι ηρωίδες των ταινιών και των βιβλίων συνεχίζουν να ζουν κι έξω από αυτά. Γράψτε λοιπόν εκείνο το βιβλίο και βλέπουμε. Τότε θα πειστώ, εφόσον, άλλωστε, πιστεύω, περισσότερο στην λογοτεχνία παρά στη «ζωή».
Δική σας, Α., κάτοικος του σπιτιού της κινηματογραφημένης Αμελί.
Η ταινία: Amélie (Le Fabuleux Destin D’ Amélie Poulain) του Jean-Pierre Jeunet, 2001)