Η Χριστίνα Σπάρταλη, αργότερα κόμισσα Εδουάρδου Ιωσήφ Καέν ντ’ Ανβέρς (Count Eduard Joseph Cahen d’ Anvers), ίσως είναι η λιγότερη γνωστή από τις ελληνίδες (βρετανοελληνίδες για την ακρίβεια) Χάριτες που το όνομά τους έχει συνδεθεί με το κίνημα των προραφαηλιτών ζωγράφων είτε σαν μοντέλα τους ή και σαν αυτοδύναμες καλλιτέχνιδες οι ίδιες. Αλλά η Χριστίνα Σπάρταλη είναι το μοντέλο του διασημότερου έργου του ζωγράφου Τζέιμς Γουίστλερ (James Whistler) «Η πριγκίπισσα της χώρας της πορσελάνης». ο πίνακας είναι πιο πολύ γνωστός με τον γαλλικό τίτλο «La Princesse du pays de la porcelain» και σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Σμιθσόνιαν, Γκαλερί Φρηρ (Smithsonian Museum, Freer Gallery) στην Ουάσιγκτον. Είναι το κεντρικό έργο τέχνης κρεμασμένο πάνω από το τζάκι στο «Δωμάτιο των παγωνιών» (Peacock Room).
Η Χριστίνα γεννήθηκε το 1845 ή το 1846 και ήταν η δεύτερη κόρη του Μιχάλη Σπάρταλη, Έλληνα εγκατεστημένου στην Αγγλία, μεγαλεμπόρου βαμβακιού και από το 1866 γενικού προξένου της Ελλάδας στο Λονδίνο, και της Ευφροσύνης Βαρσίνη. Η πρώτη της αδελφή είναι η Μαρία Σπάρταλη-Stillman, μια από τις διασημότερες ελληνίδες ζωγράφους και περιζήτητο μοντέλο των προραφαηλιτών. Άλλα της αδέλφια είναι ο Δημήτρης (1851-1894), ο Ευστάθιος (1854-1933) και η Ευφροσύνη alias Έφη (1880-1935). Γνωρίστηκε με τον ζωγράφο Γουίστλερ μέσω μια άλλης Ελληνίδας, κουνιάδας του Γουίστλερ, της Νέλλης Ιωνίδη-Γουίστλερ και στενής φιλενάδας της, που και αυτή ανήκει στον κύκλο των Χαρίτων. Η Χριστίνα συγκέντρωνε όλα τα προαπαιτούμενα για να είναι μοντέλο του Γουίστλερ: ομορφιά, πλούσια κόμη –στη δική της περίπτωση ήταν πυκνά μαύρα μαλλιά– και μακρύ λεπτό λαιμό, επιπλέον είχε και καλλιέργεια και μόρφωση, όπως εξάλλου και οι άλλες προραφαηλίτισσες Ελληνίδες, σπάνια για την εποχή της και μάλιστα σε γυναικείο πληθυσμό. Όταν άρχισε να τη ζωγραφίζει ο Γουίστλερ δεν ήταν τόσο διάσημος και γνωστός. Άρχισε να ποζάρει το 1864 και ο πίνακας τελείωσε το 1865, υποτίθεται ότι θα ήταν το πορτρέτο της και θα το αγόραζαν οι γονείς της. Εκείνη την εποχή ο Γουίστλερ βρισκόταν κάτω από την επιρροή της ιαπωνικής τέχνης, γι’ αυτό και την έντυσε με ένα κιμονό και στο χαλί βλέπουμε ιαπωνικά μοτίβα. είχε γοητευτεί από τις μπλε κινέζικες πορσελάνες ενώ είχε ανακαλύψει και τις πτυχώσεις των ενδυμάτων από τις Ταναγραίες.
Σε αυτόν τον πίνακα προσπάθησε να ενσωματώσει όλες τις παραπάνω επιρροές. Η Χριστίνα, όπως μαρτυρεί και η αδελφή της Μαρία, πόζαρε κάπου 70 φορές και πριν τελειώσει ο πίνακας αρρώστησε, ο Γουίστλερ χρησιμοποίησε άλλο μοντέλο, αλλά με την ανάρρωσή της ξανάρχισε να ποζάρει. Αν θέλουμε να πιστέψουμε ελληνικές πηγές, οι γονείς της έφερναν ελληνικές λιχουδιές για να κεράσουν τον ζωγράφο, αν θέλουμε να πιστέψουμε αγγλικές, η μητέρα του ζωγράφου Άννα έφερνε ντομάτες και άλλες λιχουδιές για να κεράσει τους επισκέπτες. Οι υπερπροστατευτικοί Έλληνες γονείς παραβρίσκονταν πάντα όταν η Χριστίνα πόζαρε στο ατελιέ του καλλιτέχνη για να ολοκληρωθεί το έργο. Όταν το έργο τελείωσε, η οικογένεια Σπάρταλη αρνήθηκε να αγοράσει τον πίνακα που είχε παραγγείλει, γιατί πού ακούστηκε μια ελληνοπούλα να είναι ντυμένη με κιμονό σαν Γιαπωνέζα. Η Χριστίνα τον ήθελε, αλλά δεν της έπεφτε λόγος. Ο Γουίστλερ τον παρουσίασε σε κάποιες εκθέσεις τα κατοπινά χρόνια με τον τίτλο «Portrait of Miss-», όλοι όμως ήξεραν ποια ήταν το μοντέλο. Στο τέλος τον πούλησε στον πλούσιο εφοπλιστή και μαικήνα Λέυλαντ (F.R. Leyland), που ήθελε να διακοσμήσει ένα δωμάτιο στο σπίτι του για να τοποθετήσει την συλλογή του από μπλε κινέζικες πορσελάνες. Ο Γουίστλερ για αυτό το δωμάτιο ζωγράφισε δυο επιπλέον πίνακες με παγώνια. Παρ’ όλο το φαντασμαγορικό, υπέρλαμπρο τελικό αποτέλεσμα, έγινε μεγάλος καυγάς για την αμοιβή του καλλιτέχνη, στον οποίο απαγορεύτηκε οριστικά να ξαναμπεί στο σπίτι του Λέυλαντ για να επιθεωρήσει ή να συμπληρώσει το έργο του. Σε ένα γράμμα του Γουίστλερ στην αγαπημένη του κουνιάδα Νέλλη Ιωνίδη-Γουίστλερ, από την Βενετία την άνοιξη του 1880, της έγραψε ότι παρακολούθησε μια λειτουργία στη βασιλική του Αγίου Μάρκου, αλλά ένιωσε ότι η εντύπωση που αφήνει το «Δωμάτιο με τα Παγώνια» είναι πιο όμορφη και μεγαλοπρεπής από την αίσθηση που αφήνει η διακόσμηση της εκκλησίας. Μετά τον θάνατο του Λέυλαντ το 1892 και την πώληση του σπιτιού και από διάφορες περιπέτειες όλο το δωμάτιο αποσυναρμολογήθηκε και μεταφέρθηκε στην Αμερική, στο Ντιτρόιτ. Ο μεγιστάνας Φρηρ (C.L. Freer), που το αγόρασε, άφησε όρο στη διαθήκη του να δοθεί μετά τον θάνατό του στο Μουσείο Σμισθόνιαν στην Ουάσιγκτον μαζί με άλλα έργα τέχνης που είχε στην κατοχή του. Στο Μουσείο αυτό εκτίθεται από το 1947.