Το πολιτικό και το ιστορικό πεδίο, στο οποίο κυρίως ανέπτυξαν τις δυνάμεις τους οι πρώτοι μεταπολεμικοί πεζογράφοι, όπως και ορισμένοι από τους διαδόχους τους, αποτελεί για το αρχικό τουλάχιστον διάστημα μετά το 1974 το σημείο τομής του καινούργιου με το παλιό: την περιοχή όπου οι συγκλίσεις των νέων με τους αρχαιότερους θα μετατραπούν βαθμιαία σε αποκλίσεις – αποκλίσεις οι οποίες θα χτίσουν μια πρωτόφαντη τάξη με ποικίλα και ιδιαιτέρως ετερογενή υλικά. Είναι θεαματικός ο τρόπος με τον οποίο τροποποιούνται οι έννοιες των συλλογικών μεγεθών καθώς περνούμε από τους προδικτατορικούς στους μεταδικτατορικούς συγγραφείς. Και τούτο επειδή θα παρεμβληθεί ένας δίδυμος παράγοντας. Από τη μια πλευρά οι νέοι πεζογράφοι θα στρέψουν την προσοχή τους στο Πολυτεχνείο και στη φοιτητική εξέγερση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, στις μνήμες της Κατοχής και του Εμφυλίου, καθώς και στο νεόκοπο φαινόμενο της τρομοκρατίας, όπως θα γεννηθεί και θα εξελιχθεί στα χρόνια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Από την άλλη, όμως, μεριά, το έργο τους θα κατευθυνθεί προς τα κράσπεδα της πολιτικής και της Ιστορίας: είτε για να εξισώσει το ατομικό με το συλλογικό μετά από δεκαετίες κυριαρχίας του συλλογικού είτε για να μεγεθύνει την παράμετρο του εγώ είτε, τέλος, για να καταφύγει σε μια συμβολική σύλληψη του υπερατομικού η οποία θα επιχειρήσει να στρέψει προς μεταμοντέρνα κατεύθυνση την προσέγγισή του.
Ας θυμηθούμε επί τροχάδην τι έχει συμβεί με τις δύο προηγούμενες γενιές. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς θα αναπλάσει τις πιο ανατριχιαστικές ώρες της δικτατορίας μέσα από το παραλήρημα ενός χαφιέ, ο Άρης Αλεξάνδρου θα περιγράψει την πολιτική και την κομματική εξουσία με καφκική γλώσσα, ο Αντρέας Φραγκιάς θα επινοήσει μια πολιτεία η οποία επείγεται να καταδιώξει με κάθε μέσον τους πολίτες της. Κι ακόμα, ο Δημήτρης Χατζής, ο Θανάσης Βαλτινός, ο Τόλης Καζαντζής, ο Πρόδρομος Μάρκογλου και ο Μάρκος Μέσκος καταπιάνονται με τον Εμφύλιο ενώ ο Νίκος Κάσδαγλης και ο Χριστόφορος Μηλιώνης προσεγγίζουν τη μεταπολιτευτική τρομοκρατία ή τα Ιουλιανά. Οι νέοι πεζογράφοι θα ξαναπιάσουν κάποια από τα θέματα των προκατόχων τους, θα προτιμήσουν, εντούτοις, από την πρώτη στιγμή να κινηθούν σε ένα διαφορετικό επίπεδο: σε ένα επίπεδο όπου το πολιτικό και το κοινωνικό φορτίο του καθημερινού και η γυναικεία ή η νεανική υποκειμενικότητα συναντιούνται με τα στοιχεία του τυχαίου και της περιπλάνησης καθώς και με τη φαντασία των κόμικς. Σκοπός, όπως το προείπα, να τοποθετηθεί το ατομικό ισότιμα πλάι στο συλλογικό ή και να αναδειχθεί το ατομικό σε περίοπτη και περιφανή, αν και αξιακά κάθε άλλο παρά προκεχωρημένη, θέση. Εξάλλου, σ’ ένα τέτοιο ακριβώς πλαίσιο θα προβάλει και το μεταμοντέρνο: η ταύτιση του συλλογικού με μια σαφώς μεταφορική και συμβολική λειτουργία θα το απαλλάξει από την αμεσότητα της πολιτικής και της ζωντανής Ιστορίας, οδηγώντας το σταδιακά έξω από οποιαδήποτε χειροπιαστή ή ευθέως αναγνωρίσιμη κοινωνική πραγματικότητα. Προκειμένου, όμως, το μεταμοντέρνο να απομακρύνει το συλλογικό από την πολιτική και την Ιστορία είναι πιθανόν να ακολουθήσει και έναν παραπλήσιο δρόμο: τον δρόμο της απομυθοποίησης αν όχι και της εκκένωσης των ιστορικών μεγεθών – μεγέθη τα οποία θα αρχίσουν να υποχωρούν ραγδαία κάτω από το βάρος της ανώνυμης καθημερινότητας.