Ο Νάνος Βαλαωρίτης εργάστηκε για δεκαετίες επάνω σε μία θεωρία, της οποίας την πλήρη ανάπτυξη και τα αποτελέσματα παρουσίασε στο βιβλίο Ο Όμηρος και το αλφάβητο (2010). Εκεί υποστηρίζει ότι το περιεχόμενο τόσο της Ιλιάδας όσο και της Οδύσσειας οργανώθηκε βάσει ενός συστήματος που ονομάζει «ακροφωνικό». Ο όρος προέρχεται από την ακροφωνική αρχή, κατά την οποία ένα γράμμα έχει το όνομα ενός ζώου ή ενός πράγματος και ο αρχικός φθόγγος του ονόματος αντιστοιχεί στην προφορά του γράμματος. Για παράδειγμα, το Β έλαβε το όνομά του από τη σημιτική λέξη beth για το σπίτι και η φωνητική αξία του, /b/, συμπίπτει με την προφορά του αρχικού φθόγγου της συγκεκριμένης λέξης. Σύμφωνα με τη θεωρία του Βαλαωρίτη το ακροφωνικό σύστημα στο οποίο υπόκεινται τα δύο ομηρικά έπη λειτουργεί ως εξής: Κάθε ραψωδία επιτιτλίζεται με ένα γράμμα του ιωνικού αλφάβητου και περιλαμβάνει θεματικές λέξεις, δηλαδή λέξεις που ξεκινούν από αυτό το γράμμα και αντιπροσωπεύουν βασικά θέματα της ραψωδίας. Παραδείγματος χάρη, στην Α ραψωδία της Ιλιάδας η λέξη αγορή είναι θεματική, επειδή σημαίνει τη συνέλευση την οποία συγκαλεί ο Αχιλλέας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η τραγική κατάσταση όπου έχουν βρεθεί οι Αχαιοί εξαιτίας του λοιμού του προερχομένου από τον Απόλλωνα. Πρόκειται βέβαια για τη συνέλευση που καταλήγει στη φιλονεικία του Αγαμέμνονα με τον Αχιλλέα και στο ξέσπασμα της οργής του δεύτερου. Στη Γ της Ιλιάδας και στη γ της Οδύσσειας εντοπίζεται το θέμα της αντιδιαστολής των γερόντων από τις γυναίκες: Οι γέροντες Τρώες τοποθετούνται απέναντι στην ωραία Ελένη στη σκηνή της Τειχοσκοπίας στην Ιλιάδα. Ο υπερήλικας Νέστορας αντιδιαστέλλεται από τη νεότατη κόρη του, την Πολυκάστη, που λούζει τον Τηλέμαχο στην Οδύσσεια. Στη Θ της Ιλιάδας ο ρόλος των θεών παρουσιάζεται ενισχυμένος. Την κ ραψωδία της Οδύσσειας καταλαμβάνει κυρίως το επεισόδιο με την Κίρκη. Στη Ν της Ιλιάδας το βασικό θέμα είναι η μάχη Αχαιών και Τρώων για τις νήας, τα ελληνικά πλοία.
Ο έλεγχος της προσέγγισης των δύο επών από τον Βαλαωρίτη οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα στο οποίο φθάνει και η κριτική των υπόλοιπων θεωριών με τις οποίες επιχειρήθηκε να δοθεί μία λύση στο ομηρικό ζήτημα. Κάθε απόπειρα να διατυπωθεί μία εποπτική απάντηση σχετικά με τη γένεση και τη διαμόρφωση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας μέχρι το μορφικό στάδιο στο οποίο τις διαβάζουμε σήμερα αποδεικνύεται μη επαληθεύσιμη. Το συμπέρασμα ισχύει είτε πρόκειται για τις παλαιότερες και πιο πρόσφατες απόπειρες των Αναλυτικών να διαχωρίσουν τα κειμενικά στρώματα από τα οποία, υποτίθεται, διάφοροι ποιητές, διασκευαστές και διορθωτές συγκρότησαν, σε διάστημα πολλών γενεών, τα ομηρικά έπη είτε πρόκειται για τη σύγχρονη έρευνα, όπως την περίπτωση του Martin West, ο οποίος πιστεύει πως μία μικρότερη Ιλιάδα επεκτάθηκε σταδιακά από τον ποιητή της, με τη συνδρομή της γραφής, έως τη γνωστή της μορφή, ενώ κάποιος άλλος ποιητής ανέλαβε τη γραπτή σύνθεση της Οδύσσειας κατά μίμηση της Ιλιάδας.[1] Η μεγάλη αφήγηση λοιπόν του Βαλαωρίτη, σύμφωνα με την οποία ο Όμηρος διάρθρωσε το υλικό των δύο επών με βάση έναν κοινό αλφαβητικό κώδικα, εξ ου και η διαίρεση του κάθε έπους σε εικοσιτέσσερα μέρη και ο επιτιτλισμός εκάστου μέρους με ένα γράμμα, παίρνει τη θέση της μαζί με τις υπόλοιπες μεγάλες αφηγήσεις και παραμένει αναπόδειχτη. Όμως, εάν η υπόθεση εργασίας του εκκρεμεί, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη μέθοδο της εργασίας του και με τα αποτελέσματά της. Η μέθοδος πλησιάζει πολύ τη μακρόθεν ανάγνωση (Distant Reading), όπου τα χαρακτηριστικά ενός ευρέος κειμενικού πεδίου, για παράδειγμα της γοτθικής λογοτεχνίας, στοιχειοθετούνται ψηφιακά από ειδικά προγράμματα υπολογιστών. Επιπλέον, τα αποτελέσματα αποβαίνουν οπωσδήποτε χρήσιμα και σε ικανό ποσοστό πρωτότυπα, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διακειμενική σχέση των επών. Αυτό αναδεικνύεται και με το παράδειγμα της θεματικής σύνδεσης της Γ της Ιλιάδας και της γ της Οδύσσειας, που δόθηκε πιο πάνω, αλλά και με τη θεματική συζυγία των ραψωδιών Χ και χ. Εδώ η διακειμενικότητα ξεκινά από τα ίδια τα γράμματα των ραψωδιών, τα οποία σχηματοποιούν την τελική φονική διασταύρωση των αντιπάλων, του Αχιλλέα με τον Έκτορα και του Οδυσσέα με τους μνηστήρες αντίστοιχα.
Το βιβλίο Ο Όμηρος και το αλφάβητο επιφέρει ακόμη σημαντικές επιστημολογικές διορθώσεις, επειδή έχει γραφεί από έναν ποιητή ο οποίος κατείχε συγχρόνως τη θέση του καθηγητή Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο και δεν προετίθετο να συγκατανεύσει στα καθιερωμένα σχήματα που συνιστούν τα ακαδημαϊκά ομηρικά στερεότυπα. Αναλυτικότερα, κατά την κρατούσα άποψη, ο χωρισμός και της Ιλιάδας και της Οδύσσειας σε εικοσιτέσσερις ραψωδίες έγινε από τους αλεξανδρινούς φιλολόγους και από αυτούς επίσης η κάθε ραψωδία επιτιτλίστηκε με ένα γράμμα του ιωνικού αλφάβητου. Η συγκεκριμένη άποψη στηρίζεται σε ένα χωρίο του Ψευδο-Πλουτάρχου (Vita Homeri 2.4: «εἰσὶ δὲ αὐτῷ [Ὁμήρῳ] ποιήσεις δύο, Ἰλιὰς καὶ Ὀδύσσεια, διηιρημένη ἑκατέρα εἰς τὸν ἀριθμὸν τῶν στοιχείων, οὐχ ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ ποιητοῦ, ἀλλ’ ὐπὸ τῶν γραμματικὼν τῶν περὶ τὸν Ἀρίσταρχον» = Στον Όμηρο ανήκουν δύο ποιητικά έργα, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, χωρισμένα το καθένα με βάση τα γράμματα του αλφάβητου, όχι από τον ίδιο τον ποιητή αλλά από τον Αρίσταρχο και τους φιλολόγους που εργάζονταν μαζί του).
Εν προκειμένω μπορούν να εγερθούν σοβαρές αντιρρήσεις. Η Stephanie West διαπιστώνει, με το τεκμήριο των παπύρων της πτολεμαϊκής περιόδου, ότι ο χωρισμός των επών σε ραψωδίες προηγείται των αλεξανδρινών φιλολόγων.[2] Επιπλέον, μία ομηρική ραψωδία είναι πολύ μικρότερη συγκριτικά με ένα βιβλίο των Αργοναυτικών του Απολλωνίου του Ροδίου, του οποίου το μήκος αποτελεί το ενδεικτικό μέγεθος για τα βιβλία της αλεξανδρινής εποχής. Επίσης, εάν η διαίρεση των δύο επών οφειλόταν σε κάποιον αλεξανδρινό φιλόλογο, θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά δύσκολη η καθολική αποδοχή της δίχως καμία ένσταση. Η κρατούσα άποψη για τον όψιμο χωρισμό του κάθε έπους σε ισάριθμες με το αλφάβητο ραψωδίες στηρίζεται, επιπροσθέτως, σε αρχαίους συγγραφείς, στον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, οι οποίοι παραπέμπουν σε ομηρικά επεισόδια με τίτλους, όπως η «αριστεία του Διομήδη» ή ο «κατάλογος των πλοίων» αντίστοιχα, και όχι σε ραψωδίες. Η συγκεκριμένη πρακτική όμως δεν συνεπάγεται τίποτα περισσότερο από το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιούν τις ραψωδίες ως σύστημα αναφοράς. Παραδείγματος χάριν και ο μεταγενέστερος Ψευδο-Λογγίνος, στο Περί Ύψους, δεν αναφέρεται στα ομηρικά κείμενα μεταχειριζόμενος τις ραψωδίες ως σύστημα παραπομπής.
Δύο άρθρα του Bruce Heiden, ένα για την Ιλιάδα και ένα για την Οδύσσεια, συνυπολογίζονται στο πιο σημαντικό υλικό για την ενίσχυση της θεωρίας ότι η διαίρεση των επών ανάγεται σε μία εποχή πριν την αλεξανδρινή.[3] Ο Heiden μάλιστα συνηγορεί υπέρ μίας πολύ πρώιμης εποχής, αφού πιστεύει ότι ο χωρισμός έγινε από αυτούς οι οποίοι τα συνέθεσαν. Ο σκοπός δεν ήταν οι ραψωδίες να αποτελέσουν ξεχωριστά βιβλία αλλά τα σημεία του χωρισμού να βοηθούν στη σωστή διάρθρωση του κάθε έπους ως συνόλου, στη διάρκεια της απαγγελίας ή της ανάγνωσης. Στην Ιλιάδα το σημείο διαίρεσης αντιπροσωπεύει τη συμβολή μίας σκηνής χωρίς συνέπειες και μίας με μεγάλες συνέπειες. Για παράδειγμα, η φιλονεικία του Δία με την Ήρα στο κλείσιμο της Α δεν επηρεάζει τα επόμενα γεγονότα, η απόφαση όμως του Δία, στην αρχή της Β, να ξεσηκώσει με ένα απατηλό όνειρο τον Αγαμέμνονα οδηγεί στην ανανέωση της πολεμικής ορμής των Αχαιών. Στην Οδύσσεια, όπου οι ήρωες περνούν μία σειρά από στάδια κατά την προκαθορισμένη πορεία προς τον στόχο τους, το σημείο διαίρεσης σε δύο ραψωδίες βρίσκεται μεταξύ μίας σκηνής προετοιμασίας ενός σταδίου και μίας όπου ένα συγκεκριμένο στάδιο ξεκινά. Παραδείγματος χάριν, στο τέλος της α ραψωδίας ο Τηλέμαχος ξαπλώνει έχοντας στον νου το ταξίδι αναζήτησης του χαμένου Οδυσσέα, για το οποίο τον συμβούλευσε η Αθηνά και στο ξεκίνημα της β συγκαλεί τη συνέλευση των Ιθακησίων, όπου αιτείται ανεπιτυχώς ένα πλοίο για το ταξίδι. Ο Heiden δεν συμφωνεί βέβαια παντού με τον Βαλαωρίτη. Κλίνει προς την άποψη ότι ο ποιητής της Οδύσσειας είναι διαφορετικός από τον ποιητή της Ιλιάδας. Επιπλέον, μπορεί να οδηγείται στη διαπίστωση ότι και η Ιλιάδα και η Οδύσσεια τμήθηκαν από την αρχή σε εικοσιτέσσερα μέρη, ωστόσο τον επιτιτλισμό των ραψωδιών με τα στοιχεία του αλφάβητου τον παραχωρεί εν τέλει στους αλεξανδρινούς φιλολόγους.[4] Ήδη όμως επισημάνθηκε ότι η αξία της υπόθεσης εργασίας του Νάνου Βαλαωρίτη δεν έγκειται στην επαληθευσιμότητά της αλλά στην επιστημολογική προοπτική την οποία ανοίγει, στο γεγονός δηλαδή ότι διευρύνει το πεδίο της έρευνας τροποποιώντας το ισχύον ομηρικό παράδειγμα.