Οι
ειδικές δυσκολίες μετάφρασης ενός σύγχρονου πειραματικού πολυφωνικού
μυθιστορήματος, το οποίο αποτυπώνει την αδιανόητη ετερότητα της αστικής
Αφρικής και είναι γραμμένο σε μια γλώσσα ρευστή:
—————————————————————————————— Οι διάφανοι, του Οντζάκι, εκδ. Αιώρα, 2019 Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα
Στην δεύτερη συζήτηση της σειράς Μεταξύ μας. Για τους άλλους, η οποία, επισημαίνουμε, στόχο έχει να αναδείξει τις στρατηγικές και τις τεχνικές κάποιων καλών μεταφράσεων σε δύσκολα έργα, πεζά ή ποιητικά, μέσα από ερωτήσεις προς τον/τη μεταφραστή/μεταφράστριά τους, αντικείμενό μας είναι το έργο Οι διάφανοι, του Αγκολέζου συγγραφέα Ondjaki (=Πολεμιστής, στην αφρικανική γλώσσα ουμπούντου, πρόκειται για το ψευδώνυμο του Ndalu de Almeida). Μεταφράστρια είναι η Μαρία Παπαδήμα, γνωστή κυρίως για τη μετάφραση στα ελληνικά του μεγαλύτερου μέρους του ποιητικού και του πεζού έργου του Fernando Pessoa, του πλέον σημαντικού και γνωστού Πορτογάλου συγγραφέα στη χώρα μας. Στο μυθιστόρημα αυτό του Οντζάκι ήταν υποχρεωμένη να πάρει πολλές «στρατηγικές» αποφάσεις σε συνάρτηση με πολλά κριτήρια. Η λήψη αποφάσεων χαρακτηρίζει πάντα το έργο του μεταφραστή -όσο και αν αυτό δεν είναι πάντα προφανές στον αναγνώστη- είναι δε πολύ καθοριστική όσον αφορά το αποτέλεσμα. Στο περί ου ο λόγος μυθιστόρημα οι αποφάσεις της Μ. Παπαδήμα, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί -πιστεύουμε- διευκολύνουν τα μέγιστα την πρόσληψη μιας ριζικά «άλλης» πραγματικότητας από το ελληνικό κοινό.
Για όσους δε γνωρίζουν το έργο, και για να μπουν κάπως στο κλίμα του αλλά και στο «κλίμα» της συζήτησης αυτής, αντιγράφουμε από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Σε μια ετοιμόρροπη πολυκατοικία, στη φρενήρη πόλη της Λουάντα, ένας μικρόκοσμος εργάζεται, γελά, κάνει σχέδια, ερωτεύεται και προσπαθεί να τα φέρει βόλτα. Δίπλα στα αστείρευτα νερά που πλημμυρίζουν ολοχρονίς τον πρώτο όροφο, συναντούνται κάθε λογής άνθρωποι, υπουργοί και μεροκαματιάρηδες, ματρόνες και νεαρά κορίτσια, ορφανά του πολέμου και ξένοι ανταποκριτές, ονειροπόλοι άλλων εποχών και επιτήδειοι απατεώνες. Ανάμεσά τους ο μελαγχολικός Οντονάτο, που σταδιακά, μέσα από την απελπιστική νοσταλγία για την πόλη της νεότητάς του, γίνεται διάφανος και το σώμα του αβαρές. Στο φόντο της ιστορίας ζει μια χώρα που παλεύει με την οξυμένη οικονομική ανισότητα, όπως τη διαμορφώνει η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της, και με πανταχού παρούσες τις ουλές του μακροχρόνιου εμφύλιου· σε πρώτο πλάνο όμως είναι οι άνθρωποι που, αν και αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις, χρίζουν τη ζωή τους με αδιαπραγμάτευτη αξιοπρέπεια με παιχνιδιάρικη ειρωνεία και απροκάλυπτη απόλαυση της ανθρώπινης επαφής».
Ενδιαφέρον μυθιστόρημα σε αυτούς τους καιρούς του εγκλεισμού στον ανεπτυγμένο κόσμο μας, όπου το μείζον διακύβευμα τις ώρες που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι, σαφώς πλέον, η εδώ και πολύν καιρό παρακμάζουσα/παραπαίουσα ανθρώπινη επαφή. Ενδιαφέρον μυθιστόρημα γιατί διαρθρώνεται, σε μεγάλο βαθμό, γύρω από τα μακρόχρονα αποτυπώματα του εμφυλίου πολέμου. Εν πολλοίς ανεξίτηλα. Ως γνωστόν, «πόλεμο ζούμε» και εμείς στους καιρούς ετούτους, ως μας ελέχθη. Και ο εχθρός στον «πόλεμό» μας μπορεί να κρύβεται παντού, να είναι ο οποιοσδήποτε, όπως στον εμφύλιο της Αγκόλας. Οπότε κρυβόμαστε και εμείς. Μήπως, όμως, οι όποιες αναλογίες που καθιστούν το έργο αναπάντεχα επίκαιρο τελειώνουν εδώ; Πολύ πιθανόν, γιατί η λεγόμενη αστική Αφρική είναι κάτι πολύ ξένο για τον δυτικό, θα σκεφτόταν κανείς. Είναι όμως; Η πρωτεύουσα της Αγκόλας, η Λουάντα των 2,5 εκατομμυρίων, είναι μια πολύ καινούργια πόλη, με καινούργια φτώχια και καινούργιο πλούτο. Είναι άστυ χωρίς «κανονικούς» αστούς, απλώς κάποιους ετερόκλιτους επιτήδειους που πλούτισαν από τον πόλεμο και μέσα στον πόλεμο. Ίσως, όμως, να οδεύουν προς κάτι ανάλογο και κάποιες ευρωπαϊκές πόλεις, οσονούπω. Η Αγκόλα ήταν εδώ και αιώνες πορτογαλική αποικία. Κέρδισε την ανεξαρτησία της τον Νοέμβριο του 1975, μετά από μακροχρόνιο αντιαποικιακό αγώνα και, κυρίως, χάρη στην επανάσταση της 25ης Απριλίου του 1974, η οποία ανέτρεψε τη σαλαζαρική δικτατορία στη μητρόπολη, η οποία ήδη μετρούσε πάνω από πέντε δεκαετίες, και έδωσε το σήμα για την αποαποικιοποίηση. Στη χώρα κυριάρχησε αρχικά η φιλοσοβιετική αντιστασιακή οργάνωση MPLA, επιβάλλοντας καθεστώς λαϊκής δημοκρατίας (αφρικανικού τύπου…), με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ένας μακρόχρονος και αιματηρός εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στο MPLA και τις αντίπαλες οργανώσεις FNLA και UNITA, υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Νότιο Αφρική (υπό καθεστώς απαρτχάιντ τότε), το Ισραήλ και πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ένας πόλεμος που συνεπαγόταν και πολλές συγκρούσεις φυλών που απέβλεπαν στην κυριαρχία στο νεότευκτο αυτό κράτος, το οποίο δεν έχει περάσει από διαδικασία εθνογένεσης. Τα σύνορά του έχουν χαραχθεί με βάση τις οριοθετήσεις πεδίων κυριαρχίας και νομής του ορυκτού πλούτου του τόπου από τις ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις· σε πολλές πλευρές του ο χάρτης της χώρας χαρακτηρίζεται από τεράστιες ευθείες. Η χώρα είναι πλουσιότατη σε ορυκτό πλούτο. Φίλη Αγκολέζα που ζει στην Πορτογαλία μου ανιστορούσε πως, όταν ήταν μικρή, οι γονείς έβαζαν τα παιδιά να ψάχνουν για διαμάντια στις παραλίες της Λουάντα. Η σύγχρονη ελίτ της χώρας, μετά από την κατάρρευση του ανατολικού μπλόκ, η οποία οδήγησε στην εισαγωγή δυτικού τύπου καπιταλισμού στη χώρα, έχει διαμορφωθεί (και διαπαιδαγωγηθεί) μέσα από τις δοσοληψίες και τις ρεμούλες της εκχώρησης του ορυκτού πλούτου σε ξένες εταιρίες. Η κοινωνική διαστρωμάτωση χαρακτηρίζεται από βαθιές ανισότητες: η υπερσύγχρονη Λουάντα των νεοπαγών ουρανοξυστών και των νεόπλουτων ισχυρών είναι η ακριβότερη ίσως πόλη στον κόσμο, ενώ οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού, εντός και εκτός αυτής, ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Το αρχαϊκό στοιχείο στην Λουάντα συμβιώνει έντονα με τη μετανεωτερικότητα. Η συμβίωση αυτή είναι η «μαγιά» την οποία εκμεταλλεύεται αριστοτεχνικά ο νεαρός συγγραφέας του έργου (γεννήθηκε το 1977) προκειμένου να πλάσει το υπόβαθρο και το εκμαγείο της πολυφωνικής δομής του μυθιστορήματος, προκειμένου να φιλοτεχνήσει ένα βιβλίο «πλουμιστό», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και η μεταφράστρια στη σύντομη όσο και μεστή εισαγωγή της, όπου εξηγεί εν συντομία κάποιες μεταφραστικές επιλογές της, «βάζοντας στο παιχνίδι» τον αναγνώστη. Το υλικό που «ζυμώνει» είναι ο κόσμος που μπαινοβγαίνει σε μια λαϊκή πολυκατοικία, εύρημα πολύ αφρικανικό: υπενθυμίζουμε το Μέγαρο Γιακουμπιάν, του Αιγύπτιου Αλλά-αλ-Ασουάνι (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πόλις 2007).
Ο συγγραφέας του αγκολέζικου αυτού μυθιστορήματος δεν είναι παντελώς άγνωστος στο ευρύ ελληνικό κοινό. Το 2018 είχε κυκλοφορήσει το πρωτόλειό του Καλημέρα σύντροφοι, γραμμένο το 2001, σε μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά, πάλι από τις εκδόσεις Αιώρα.*
Πρωτότυπο το κεντρικό θέμα του: η ματιά των παιδιών στην πολιτική. Στο βιβλίο Οι διάφανοι, γραμμένο το 2012, ο Οντζάκι, πολυμεταφρασμένος πλέον –στα αγγλικά, τα, γαλλικά, τα ιταλικά, τα γερμανικά, τα ισπανικά, τα σλοβενικά, τα πολωνικά και άλλες γλώσσες – και βραβευμένος με το μεγαλύτερο βραζιλιάνικό λογοτεχνικό βραβείο, το βραβείο Jabuti (2010) καθώς και το αντίστοιχο πορτογαλικό, το βραβείο José Saramago (2013), συνδυάζει την πολιτική σάτιρα, τον μαγικό (ή ανιμιστικό, όπως έχει προταθεί να λέγεται στην περίπτωση των Αφρικανών συγγραφέων) ρεαλισμό και την τρυφερή κωμωδία ηθών. Ένας συνεχής και ισορροπημένος κλαυσίγελως, που αφήνει μια ακαθόριστη αίσθηση, κάτι σαν χαρμολύπη, καθώς τελειώνει κανείς την ανάγνωση του βιβλίου. Και μαζί μια αίσθηση σχετικής κατανόησης της μετααποικιακής κατάστασης των πραγμάτων σε μια αφρικανική μεγαλούπολη. Το μετανεωτερικό αυτό μίγμα ειδών και ασκήσεων ύφους είναι μάλλον χαρακτηριστικό γνώρισμα πολλών πορτογαλόφωνων (αν και όχι μόνον) Αφρικανών συγγραφέων. Το αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται από απρόσμενες δραματικές εντάσεις με πολλές κορυφώσεις που διατρέχουν όλη την έκταση του βιβλίου Το έργο είναι γραμμένο στην επίσημη γλώσσα της Αγκόλας, τα πορτογαλικά. Περίεργα πορτογαλικά, «αφρικανικά» πορτογαλικά, καθότι λειτουργούν ως επίσημη ενοποιητική γλώσσα σε ένα πληθυσμό που έχει διάφορες αφρικανικές ζωντανές γλώσσες ως μητρικές -κατά βάσιν ουμπούντου και κιμπούντου. Δάνειες λέξεις από αυτές τις γλώσσες παρεισδύουν στα πορτογαλικά του βιβλίου, που είναι, εν πολλοίς, τα πορτογαλικά της Λουάντα. Ας δούμε πώς αντιμετώπισε αυτό όσο και πολλά άλλα μεταφραστικά προβλήματα η Μαρία Παπαδήμα δημιουργώντας ένα «διαβαστερό» βιβλίο στη γλώσσα μας.
Ερώτηση: Ποια στοιχεία, σε ό,τι αφορά το πνεύμα ή/και, μάλλον, το «κλίμα» του μυθιστορήματος, αποφάσισες ότι θα έπρεπε να μεταφερθούν πάση θυσία στα ελληνικά; Πώς αποφάσισες τι θα σωθεί και τι, κατ’ ανάγκην, θα χαθεί, και με ποια κριτήρια;
Είμαι υπέρ των σφαιρικών, ολιστικών προσεγγίσεων, του ισοδύναμου αποτελέσματος, και όχι των μετρήσιμων ή αντισταθμιστικών επιλογών. Ως προς τη ατμόσφαιρα ή το κλίμα του βιβλίου, προσπάθησα να διατηρήσω το κυρίαρχο χρώμα του που είναι, νομίζω, το κόκκινο της φωτιάς, το κίτρινο του ήλιου και το μπλε της θάλασσας. Με άλλα λόγια, τη δυνατή γραφή, το πηγαίο χιούμορ και την παιγνιώδη διάθεση του συγγραφέα, όπως αυτή εκφράζεται, παραδείγματος χάρη, στα ανθρωπονύμια ή στα επινοημένα τοπωνύμια που είναι ταυτόχρονα φορείς νοήματος, τα οποία μετέφρασα κυριολεκτικά: ο ΣύντροφοςΜουγγός, ο ΠωλητήςΚοχυλιών, η ΜαρίαΗΔυνατή, η Κιτρινούλα, ΗΒάρκατουΝώε, η ΕκκλησίαΤηςΙερήςΑμνάδας (αυτό με βασάνισε πολύ, γιατί έπρεπε πάση θυσία να είναι θηλυκό), ο ΚόκοραςΚαμόενς, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα όπως π.χ. η Σιλισμπάμπα που τα μετέγραψα φωνητικά. Προσπάθησα επίσης να αποδώσω στα ελληνικά διάφορες αγκολέζικες εκφράσεις όπως π.χ. «κεφάλας» για το χαρτονόμισμα των 100 δολαρίων, υιοθετώντας μια πρακτική που θα ξενίσει ίσως τον Έλληνα αναγνώστη, αλλά θα του μεταφέρει τη νοστιμιά και το χρώμα μιας άλλης γλώσσας και γης. Τήρησα απόλυτα όσες συμβάσεις συνιστούν το προσωπικό ύφος συγγραφέα: τη συγκόλληση των ονομάτων, την έλλειψη στίξης και τη χρήση κεφαλαίων ή πεζών, την κατά περίπτωση απόδοση των αρκτικόλεξων ή άλλων λέξεων από το συγγραφέα, καθώς και τη χρήση πλαγίων χαρακτήρων του πρωτοτύπου, υπολογίζοντας στην ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη.
Πώς αντιμετώπισες τις αφρικανικές λέξεις που παρεμβάλλονται στη λαλιά των Λουαντέζων ηρώων του έργου;
Πήρα εξαρχής την απόφαση να μεταγράψω φωνητικά αν όχι όλες τις αφρικανικές λέξεις που διανθίζουν την πορτογαλικόφωνη επικράτεια της γλώσσας του μυθιστορήματος, οπωσδήποτε αυτές που εμφανίζονται αρκετά συχνά και δημιουργούν ένα είδος κώδικα ανάμεσα στους ήρωες. Διατρέχει έτσι το κείμενο ένα δίκτυο αμετάφραστων λέξεων που αποτυπώνει και κάνει ορατή την εξωτικότητά του, χωρίς ωστόσο να εμποδίζει την κατανόησή του. Είμαι σίγουρη πως στο τέλος ο αναγνώστης θα σιγοψιθυρίζει με νόημα τις λέξεις : ματάκο (πισινός), κουμπού (λεφτά) ή μάκα (πρόβλημα).
Πώς αντιμετώπισες τα πραγματολογικά στοιχεία του έργου, τα realia που λένε και οι μεταφρασεολόγοι, τα οποία αγνοεί προφανώς ο Έλληνας, και ο κάθε δυτικός, υποθέτω, αναγνώστης (με εξαίρεση, ίσως, κάποιους Πορτογάλους που έχουν μεγαλώσει στην Αγκόλα ή έχουν συγχρωτισθεί πολύ με άτομα προερχόμενα από εκεί); Δηλαδή, τοπωνύμια, ανθρωπονύμια, χορούς, φαγητά κλπ;
Ακολούθησα την καθιερωμένη γραφή στα ελληνικά πόλεων ή χωρών ενώ μετέγραψα φωνητικά τα υπόλοιπα υπαρκτά ανθρωπονύμια ή τοπωνύμια, τα νομίσματα και τα φαγητά ή τους χορούς, και εν γένει όλους τους πολιτισμικούς ενδείκτες, προσθέτοντας, όπου έκρινα σκόπιμο, τις σχετικές υποσημειώσεις. Σήμερα, μέσω του διαδικτύου, το απρόσιτο είναι προσιτό, έστω ως εικόνα. Τόσο ο μεταφραστής όσο και ο αναγνώστης μπορούν εύκολα να έχουν πρόσβαση στην πληροφορία. Γι’ αυτό κανόνας μου είναι η λελογισμένη χρήση υποσημειώσεων: παραθέτω μόνο όσες είναι απολύτως απαραίτητες είτε γιατί η έλλειψή τους θα παρεμπόδιζε την κατανόηση είτε γιατί η αναζήτηση είναι περίπλοκη. Ποντάρω στον ενεργητικό αναγνώστη.
Πώς αντιμετώπισες τα διάφορα γλωσσικά επίπεδα του έργου, ελλείψει αντιστοίχων ελληνικών κοινωνικών και γλωσσικών αναλόγων; Πώς αντιμετώπισες τη λαϊκή αργκό της Λουάντα;
Βάζοντας στη θέση τους αντίστοιχες ελληνικές, κοινές, λαϊκές εκφράσεις που να ανταποκρίνονται όσο το δυνατόν στο χρώμα της πρωτότυπης έκφρασης. Δεν χρησιμοποίησα τη λαϊκή γλώσσα μιας εποχής, ενός τόπου ή ενός σιναφιού, θεωρώ αδόκιμη και επικίνδυνη αυτή την αναζήτηση ισοδυναμιών.
Πώς αντιμετώπισες κάτι «πελεκητά» αγγλικά που ομιλούν κάποιες στιγμές οι ήρωες;
Δεν υπήρξε ιδιαίτερη δυσκολία σ’ αυτό. Ακολούθησα την πρακτική του συγγραφέα και μετέγραψα παντού φωνητικά τα αγκολοποιημένα ξεκαρδιστικά αγγλικά των ηρώων, τα οποία άλλωστε δεν μας είναι και τόσο άγνωστα. Πριν κάποια χρόνια, οι κράχτες στην Πλάκα με τον ίδιο τρόπο απευθύνονταν στους τουρίστες.
Πιστεύεις πως, παρά τις επιλογές και τις προσπάθειες σου, «χάθηκε» κάτι σημαντικό στη μετάφραση; Και, λαμβάνοντας υπόψιν τις γνώσεις σου για την πορτογαλική πραγματικότητα, πιστεύεις πως αυτό είναι κάτι που δεν «χάνεται» για τον μέσο Πορτογάλο αναγνώστη, πως είναι κάτι που αυτός τελικά προσλαμβάνει; Δε μιλώ για τον Ανγκολέζο αναγνώστη φυσικά, σε αυτή την περίπτωση.
Πιστεύω πως και ο Πορτογάλος αναγνώστης ξαφνιάζεται, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, από τη διαφορά της γλώσσας ή του λεξιλογίου του Οντζάκι. Πολλά πράγματα θα του είναι οικεία –συχνά κατ’ επίφαση–, ενώ κάποια άλλα όχι, εξαρτάται από τις εμπειρίες του, την ηλικία του, μπορεί να είναι κλεισμένος στην ορθότητα της δικής του πορτογαλικής γλώσσας ή ανοιχτός στον πορτογαλόφωνο Άλλο, οπότε θα είναι σε θέση να απολαύσει αυτή την πλουμιστή ξενότητα. Στη μετάφραση δεν μου αρέσει να μιλάω με όρους απώλειας ή ζημίας, αλλά πλούτου και κέρδους. Αλλιώς δε θα μετέφραζα. Η μετάφρασή μου απευθύνεται στον Έλληνα αναγνώστη και θα πρέπει να του επιτρέψει να επικοινωνήσει με μια άλλη «γλώσσα- πολιτισμό», την ιδιόλεκτο και τον κόσμο ενός συγγραφέα, κάνοντας το βιβλίο «διαβαστερό» όπως λες, διατηρώντας όμως επαρκή τα ίχνη της ξενότητάς του. Τα πάντα είναι θέμα δοσολογίας. Όπως και στη ζαχαροπλαστική. Ελπίζω να μου πέτυχε το γλυκό και αυτή τη φορά. Με εκφράζουν απόλυτα οι απόψεις του Βαλερύ Λαρμπώ στο κείμενό του «Οι ζυγαριές του μεταφραστή» (βλ. περ. Μετάφραση ’02, μετ. Οντέτ Βαρόν Βασσάρ, σ. 125-128 ), το οποίο προτείνω προς ανάγνωση και τέρψη σε επίδοξους μεταφραστές, αλλά και αναγνώστες. Πιστεύω ακράδαντα ότι ακόμα και μια κακή μετάφραση είναι καλύτερη από τη μη-μετάφραση. Το πνεύμα του συγγραφέα ευτυχώς υπερισχύει και του χειρότερου μεταφραστή. Πλανιέται πάντα ένα άρωμα, έστω και νοθευμένο, μια υποψία που μπορεί να σε οδηγήσει στην ιχνηλάτηση του αυθεντικού, για να μιλήσουμε με την ορολογία της εποχής. Προσωπικό παράδειγμα: η ξύλινη γλώσσα των μεταφράσεων του Ιουλίου Βερν που διάβασα παιδί, οι χιλιολαθεμένες μεταφράσεις του Ρεμπώ που διάβασα έφηβη, μου άνοιξαν δρόμους, με έκαναν να ονειρευτώ απέραντα και να αγαπήσω τη λογοτεχνία.
Πέρα από τη μεταφρασεολογία, πιστεύω πως έχει νόημα να εστιάζουμε και στο μεταφραστή (ή στη μεταφράστρια) ως άνθρωπο, στη σχέση του με ένα άλλον άνθρωπο (το συγγραφέα), μέσα από το έργο του δεύτερου. Για το λόγο αυτό λοιπόν, επειδή, δηλαδή, πιστεύω πως θα πρέπει να ανοίξουμε το κεφάλαιο της «μεταφραστολογίας», θα ήθελα να κλείσω τη συζήτηση με μια ερώτηση που ίσως φανεί/είναι πιο προσωπική: Έχεις μεταφράσει τον Fernando Pessoa και άλλους κλασικούς αλλά και σύγχρονους Πορτογάλους συγγραφείς, έχεις μεταφράσει τη Βουδαπέστη, του σύγχρονου Βραζιλιάνου συγγραφέα –αν και βασικά μουσικού– Σίκο Μπουάρκε (εκδ. Καστανιώτης 2018), έχεις μεταφράσει το κλασικό έργο του Βραζιλιάνου Μασάντο ντε Ασίς Ρεαλιστική Τριλογία (εκδ. Γκούτενμπεργκ 2017). Μπορείς να συγκρίνεις τις διαφορές που βίωσες ως μεταφράστρια ανάμεσα σε αυτά τα πιο «συμβατικά» έργα και σε τούτο το αφρικανικό μυθιστόρημα;
Θα έλεγα πως είχα την τύχη να μη μεταφράσω σχεδόν κανένα συμβατικό συγγραφέα. Ο Πεσσόα, ο Μασάντο ντε Ασίς ο Σίκο Μπουάρκε ή ακόμη ο Μπορίς Βιάν, ο Σάμουελ Μπέκετ που έχω μεταφράσει, έχουν κοινό τους χαρακτηριστικό την αντισυμβατική γραφή, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους, όπως άλλωστε όλοι οι σπουδαίοι συγγραφείς. Τους κινδύνους της αντισυμβατικής γραφής τους αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου ο μεταφραστής. Μου αρέσει να διακινδυνεύω. Η πρωτογενής γραφή μπορεί να είναι αντισυμβατική, αλλά η σύμβαση της ανάγνωσης πρέπει να διατηρηθεί στο μετάφρασμα. Αυτό ακριβώς είναι το διακύβευμα. Για μένα, ήταν άραγε τύχη ή επιλογή η μεταφραστική μου συμπόρευση με την αντισυμβατική, κατά κύριο λόγο, γραφή; Αν το καλοσκεφτώ, μάλλον το δεύτερο. Από τους ελάχιστους συγγραφείς που δεν επέλεξα εγώ να μεταφράσω ήταν και ο Οντζάκι. Προέκυψε και αυτός αντισυμβατικός. Ίσως, ασυνείδητα, γι’ αυτό δέχτηκα την πρόκληση. Όταν οι εκδόσεις Αιώρα μου έκαναν την πρόταση, βίωσα στο πετσί μου την αγγλική παροιμία: η περιέργεια σκότωσε τη γάτα. Ένας μεταφραστής ακόμα και αν ξέρει ότι ο χρόνος του είναι μετρημένος με το σταγονόμετρο, οι προθεσμίες παράδοσης απειλητικές, δεν μπορεί να μη ρίξει μια ματιά στο άγνωστο που το προτείνεται, να μη λοξοδρομήσει και, εντέλει, να μην υποκύψει στο τραγούδι των σειρήνων αν αυτό ακούγεται δελεαστικό στ’ αυτιά του. Άρχισα να διαβάζω τον Οντζάκι και η ιστορία που διηγείται -μια ιστορία μέσα στην Ιστορία-, η γραφή του -άριστη πολυφωνική εκτέλεση με ισορροπημένες δόσεις ανιμιστικού ρεαλισμού- με συνάρπασαν. Έχει μια δροσιά, μια ελαφράδα να μιλάει για πράγματα σοβαρά, μια συμφιλίωση με το τραγικό, και μια αγάπη, μια κατανόηση για τον κάθε ανθρώπινο χαρακτήρα, και μαζί με όλα αυτά μου δινόταν η δυνατότητα να πατήσω το πόδι μου σε μια ήπειρο όπου μεταφραστικά δεν είχα πάει ποτέ. Συνηθισμένο το βουνό απ’ τα χιόνια, είπα, κάπου θα χωρέσει κι αυτό μέσα στις ατέλειωτες ώρες της μετάφρασης που έτσι κι αλλιώς διαστέλλονται στο άπειρο. Και δέχτηκα. Στους Διάφανους είχα να αντιμετωπίσω, αφενός την εξωτικότητα, στην οποία με είχε ήδη μυήσει η βραζιλιάνικη λογοτεχνία, ώστε να μπορώ να ανταποκριθώ επαρκώς σε μια άλλη εξωτική πραγματικότητα, την αφρικανική αυτή τη φορά, και αφετέρου τον αιρετικό και πολυφωνικό χαρακτήρα της γραφής τους στον οποίο είχα ήδη ασκηθεί από άλλους πορτογαλόφωνους συγγραφείς όπως η Ντούλσε Μαρία Καρντόζο και βεβαίως ο δάσκαλος όλων, ο Λόμπο Αντούνες. Τέλος, για να νιώσω το χρώμα με το οποία είναι βαμμένη αυτή η γλώσσα, που πυρπολεί τις εικόνες, διεγείρει τις αισθήσεις με λικνίσματα, χορούς, τραγούδια, ρούχα και φαγητά, μιας και μου έλειπε η άμεση αφρικανική εμπειρία, ανακάλεσα στη μνήμη μου, από την εποχή της ζωής μου στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες, πάνε πολλά χρόνια πια, εκείνα τα σαββατοκύριακα που περιδιάβαινα στις αφρικανικές τους γειτονιές οσφραινόμενη αυτόν τον πρωτόγνωρο Άλλο που, ερχόμενη από την Ελλάδα εκείνης της εποχής, μου ήταν απολύτως άγνωστος.
Δεν γεννιέσαι μεταφραστής, γίνεσαι: μέσα από πολλά διαβάσματα, πολλές διαδρομές, πολλές εμπειρίες. Τίποτα δεν πάει χαμένο, όλα έρχονται προς βοήθειά σου σε κάθε καινούργια μετάφραση. Και κάθε καινούργιο βιβλίο είναι μια νέα πρόκληση που δέχεσαι με χαρά.
* Ο Οντζάκι βρέθηκε το καλοκαίρι του 2018 στην Αθήνα, για να συμμετάσχει στο 10ο
Φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία εν Αθήναις – ένα φεστιβάλ με στόχο την προβολή
της λογοτεχνίας των χωρών της Λ. Αμερικής και της Ιβηρικής)
παρουσιάζοντας την ελληνική έκδοση του πρωτόλειού του έργου. Μια
συνέντευξή του μπορείτε να βρείτε στο σύνδεσμο: http://www.avgi.gr/article/10976/8980688/den-yparchei-diachoristike-gramme-metaxy-zoes-kai-logotechnias