Ιστορίες που φοριούνται κατάσαρκα σαν καλοκαιρινό φανελάκι

Θέμης Πάνου, «Παραθερισταί με ελαφρά αισθήματα», Άγρα 2019

Ιστορίες που φοριούνται κατάσαρκα σαν καλοκαιρινό φανελάκι
Αυτό ακριβώς είναι το κατόρθωμα της λογοτεχνίας· να σου δείχνει τα πάνω και τα κάτω του κόσμου, τα φορέματα και τις φόδρες των ψυχών, μέσα από ένα τίποτα. Μ’ ένα ντολμαδάκι.

Όσοι έχουν ταχυδρομικώς δεχθεί χαρτοκιβώτια από την αλλοδαπή, είναι κατά το μάλλον ή ήττον εξοικειωμένοι και με την κάτωθι επιγραφή : «Handle with Care». Αν και παρομοία με την περιώνυμη ελληνική, «Εύθραυστον!», είναι εντούτοις πολύ πιο αμφίσημη. Ενώ το εύθραυστον περιγράφει μονοσήμαντα τη φύση του περιεχομένου, η αγγλική προειδοποίηση ενίοτε προετοιμάζει του δέματος τον παραλήπτη για μια ανοίκεια συνάντηση, τον εξωθεί να πάρει τον απαραίτητο χρόνο προκειμένου να συναντηθεί με κάτι παντελώς απρόσμενο. Με κάτι το οποίο ενδέχεται, είτε να περάσει απαρατήρητο, είτε, αν δεν το χειριστεί σωστά, να βλάψει τον ίδιο και όχι το πακέτο.
Μια τέτοιου είδους προειδοποίηση έχει νομίζω ανάγκη ο αναγνώστης, προτού ανοίξει με τη συνηθισμένη του απερισκεψία το εξώφυλλο της συλλογής μικρών πεζογραφημάτων του Θέμη Πάνου, και βουτήξει με βιάση στις σελίδες του. Όλη αυτή η εισαγωγή, για να πω, μ’ άλλα λόγια, πως το βιβλίο αυτό, είναι ένα βιβλίο ξεχωριστό. Μόνο που σήμερα, όταν όλα τα βιβλία πλασάρονται ως ξεχωριστά ή γράφονται για να ξεχωρίσουν, η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν λέει πολλά, αν δεν προδιαθέτει κιόλας αρνητικά τον δυνητικό αναγνώστη. Η αλήθεια όμως είναι πως το Παραθερισταί με ελαφρά αισθήματα είναι το πιο ιδιαίτερο, το πιο αναπάντεχα ξεχωριστό, το πιο λεπταίσθητο λεπτούργημα που έχω διαβάσει εδώ και πολύ καιρό.
Πρόκειται για ένα πραγματικό λογοτέχνημα, δηλαδή για ένα μερακλίδικα δουλεμένο γλωσσικό υφαντό που δεν ανασταίνει απλώς την ιδιαίτερη χλωρίδα και την πανίδα ενός ολόκληρου προσωπικού σύμπαντος, με τις προκυμαίες και τα οχυρά του, τα ποτάμια και τα βουνά του, τους τσαλαπετεινούς, και τα παγόνια του, τα θεριά και βαπόρια του, τους πολιορκητές και τους ποδηλάτες του, τα ψάθινα καπέλα και τα ψαθάκια του, τους καλλιγράφους, τους αυτόχειρες, τις μονάκριβες κόρες, τους ερωτευμένους ζαχαροπλάστες και τις αιωρούμενες αοιδούς του, τους στιχοπλόκους και τους δολοπλόκους του, τους ανερχόμενους εις τους ουρανούς και τους πεπτωκότες εκ των νεφών τους, αλλά πέρα και περισσότερο απ’ όλα αυτά, την ιδιαίτερη ψυχική του θερμοκρασία ενός κόσμου, παρολίγον συγκαιρινού.
Ο μοιρασμένος αυτός κόσμος της εκλεπτυσμένης αβρότητας και της ανυπόκριτης βίας, των ντροπαλών ερώτων, των έμμετρων ραβασακίων, των γλυκόπικρων ζαχαρωτών, αλλά και των αναφλεγόμενων παθών, των σατανικών μηχανορραφιών, των απρόσμενων θανάτων και των ρημαγμένων ζωών, είναι θεμελιωδώς διαφορετικός, καθότι αποπαίδι του δικού μας. Ο Θέμης Πάνου ανασταίνει μπροστά στα μάτια μας μια εξοστρακισμένη ευαισθησία, μια παιδικότητα με όλη τη σφοδρότητα των αισθημάτων της, την ηχώ της οποίας πρέπει να σκάψουμε βαθιά μέσα μας για να αφουγκραστούμε, περίτρομοι δε, μην τυχόν και σκάβουμε εις μάτην.
Ο κόσμος αυτός δεν είναι ηθικός, μα διαθέτει ένα δικό του ανθρωπινό ήθος, που τον εμποδίζει να βυθιστεί αύτανδρος στη θηριωδία ή στην αηδία, όπως ο δικός μας. Είναι ένας κόσμος ξεκάθαρος, ξεκάθαρων αισθημάτων, ξεκάθαρων επιθυμιών, σκέψεων και πράξεων, απαλλαγμένος από το σαράκι του κυνισμού και της ειρωνείας. Είναι ένας κόσμος ερωτικός, αλλά όχι πορνογραφικός, τρυφερός αλλά όχι σαχλός, παραμυθητικός αλλά όχι του ψέματος. Είναι ένας κόσμος καταστροφών, αλλά όχι καταστροφικός, γεμάτος γλυκύτητα, αλλά όχι γλυκερός. Ένας κόσμος απαλλαγμένος από ιδεολογίες, ένας κόσμος ιδεωδώς ανίδεος.
Στις ιστορίες του Θέμη Πάνου υπάρχει σκοτάδι, αλλά λάμπει η ελπίδα και έχουν και φως, κι οι ζωές που ρημάζουν, δεν τελευτίζουν, αλλά μοιάζουν να μπορούν να ξαναρχίζουν. Ο Ασημάκης που από ιδιοκτήτης του περιώνυμου καταστήματος ζαχαρωτών καταλήγει να πουλάει σιμίτια στους δρόμους, ταλανίζεται από μια λύπη δριμεία σαν τα ρεύματα του Βοσπόρου, παραμένει παντέρημος και ζεματισμένος από την κακή του τύχη, αλλά δεν μοιάζει, επουδενί, οριστικά χαμένος. Ούτε όμως οι τρεις ποδηλάτες που λόγω αιδημοσύνης χάνουν μέσα από τα χέρια τους την ευκαιρία που τους προσφέρεται στο πιάτο, να πάνε το κόρτε τους ένα βήμα παρακάτω, δείχνουν καταδικασμένοι. Το ακροτελεύτιο «δια παντός» του διηγήματος, δεν φέρει το ζοφερό βάρος του οριστικού και αμετάκλητου. Οι ιστορίες αυτές αφήνουν, σαν τους κρυφούς έρωτες, όπως λέει ο Πάνου, «εν τέλει, παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες, μια γλύκα βαθιά και μια ευγνωμοσύνη για την τόσο πλούσια μοίρα».
Κάποια δράματα κουβαλούν λοιπόν το δικό τους βάλσαμο, ενώ κάποια άλλα λειτουργούν σαν παραμύθια. Η φρικτή λ.χ. μοίρα του Τουρχάν, δεν είναι εντούτοις φρικαλέα. Την απαλύνει του μύθου η αχλή, που της προσδίδει ο συγγραφέας. Τα μικρά πεζά του βιβλίου ακροβατούν εν ολίγοις στο όριο μεταξύ παραμυθιού και πραγματικού. Η εποχή που περιγράφει ο Θέμης Πάνου δεν είναι συγκλονιστικά αλαργινή· όσοι είχαμε μανάδες ή γιαγιάδες απ’ την Πόλη ή τη Σμύρνη, μεγαλωμένες στην καβαφική Αλεξάνδρεια όπως η δική μου, αναγνωρίζουν στην όψη και στην κόψη των ηρώων, στις μετρημένες χειρονομίες, στην εγγενή ευγένεια, στην έμφυτη ντροπαλοσύνη, στην πράξη που σημαίνει, ενώ το στόμα σωπαίνει, αλλά και στον τρόπο περιγραφής των τοπίων, στις βλέψεις που ρίχνει ο Πάνου επάνω τους, έναν οικείο κόσμο.
Τούτη όμως η αρχοντιά του Ρωμιού, μ’ όλη του την παιδική στενοκεφαλιά, μοιάζει οριστικά χαμένη κι ο πολυάνθρωπος και πολύχρωμος κόσμος του, εξοβελισμένος, πέρα μακριά, στα πέρατα της λήθης. Τοποθετώντας τις ιστορίες του στο μεταίχμιο παραμυθιού και πραγματικού, δουλεύοντας τες με τρόπον ώστε, πότε να θυμίζουν παραμύθια, πότε ελαφρά άσματα λαϊκά και πότε λαϊκό ρομάντζο, ο Πάνου τους προσδίδει μιαν εγγύτητα, επαναφέροντάς τες με τον τρόπο αυτό, μέσω της λογοτεχνίας, δηλαδή της γλώσσας, στο παρόν. Διασώζει δε, την παιδικότητα και την τρυφεράδα τους, δίχως να τις φορτώνει φορτική νοσταλγία.

Ο Θέμης Πάνου τρέφει βαθιά αγάπη για τα ρεμπέτικα, διότι εκτός των άλλων, όπως έχει πει σε συνέντευξη του, «μια τσαχπίνα, μια μπεμπέκα, ένα χασαπάκι, χτίζουν μια ιστορία απ’ το τίποτα». Δεν είναι μόνο αυτό το φαινομενικό τίποτα, το αχειροποίητο των προφορικών ιστοριών που σαγηνεύει τον συγγραφέα, ούτε τα δήθεν ουτιδανό τους περιεχόμενο μονάχα, το «απ’ το τίποτα, τίποτα» που ωστόσο περικλείει τα πάντα, αλλά και των ιστοριών το τραγούδισμα, η μουσική της γλώσσας τους, δηλαδή η γλώσσα ως μουσική. Εδώ όμως έχουμε και πάλι ανάγκη ενός «Handle with Care», μιας ουσιώδους προειδοποίησης, καθότι ελλοχεύει η παρανόηση. Μιλώντας για τη μουσική της γλώσσας του Θέμη Πάνου, βρισκόμαστε στον μυχό, στο ιερό κέντρο της λογοτεχνίας, η οποία λάμπει δια της μουσικά δουλεμένης φράσης της. Μιας φράσης, στην περίπτωση του, συχνά ζηλευτής.
Μην σας παρασύρει, μ’ άλλα λόγια, ο ανάλαφρος, τρυφερός και παραμυθιακός χαρακτήρας των πεζογραφημάτων, αυτό που γεύεστε (γιατί με τα μικρά πεζά του Θέμη Πάνου μαγεύεσαι από μια μαγεία που την γεύεσαι) είναι η λεπτοδουλεμένη γλώσσα του λογοτέχνη που ονομάζουμε κατακτημένο ύφος. Ένα μοναδικό πάντρεμα προφορικής καθαρεύουσας και λόγιας δημοτικής, μπολιασμένο με το καθημερινό ιδίωμα ενός τόπου και μιας εποχής. Ιδιωματισμοί όπως «γινήκατε», «σήμερις», «μόνε» αντί μόνο, «διεί» αντι δεί, «βλέψεις» αντί βλέμματα, «αυτόνε» κλπ, δεν προσδίδουν μονάχα ένα μοναδικό ηχόχρωμα στο κείμενο, αλλά και μια γλωσσική πατίνα. Συμβάλλουν ώστε να αναπτύξει την ιδιαίτερη εκείνη ψυχική θερμοκρασία του.
Τα διηγήματα διαθέτουν μια ιδιαίτερη, δική τους, παρατονισμένη μουσική, με την μετατόπιση του τόνου στην παραλήγουσα, ρίμες που αναφύονται αιφνιδιαστικά, μετατρέποντας για λίγο το πεζό σε τραγούδι, πάμπολλες παρηχήσεις και μελωδικές συνηχήσεις κι ενίοτε έναν έντονο εσωτερικό ρυθμό. Ωστόσο η δουλειά πάνω στη γλώσσα δεν είναι αποκλειστικά και μόνο μουσική. Ο συγγραφέας ξέρει να ξεχωρίσει και να χειριστεί την κρίσιμη εκείνη λεπτομέρεια που ζωντανεύει ένα πρόσωπο ή μια σκηνή. Κατέχει δηλαδή σε βάθος του γραψίματος την χαρτοκοπτική μαστορική, αυτό που στο σινεμά λέμε μοντάζ. Κάποιος που θαυμάζει τα τραγούδια που φτιάχνουν με το τίποτα μια ιστορία, ξέρει πώς να φανερώσει το όλον μέσα από το μερικό.

Δεν είχα ξαναδιαβάσει, ομολογώ, γραπτό του Θέμη Πάνου. Κι αν βρίσκετε τον ενθουσιασμό μου υπερβολικό, παρακαλώ συγχωρέστε με. Γράφω ως ένας άνθρωπος που παλεύει με την ίδια μέριμνα και αγάπη για την γραφή, ο οποίος έχει γκώσει κι απηυδήσει από τον ορυμαγδό των αδούλευτων κειμένων που καμώνονται την σπουδαία λογοτεχνία. Ως κάποιος που έχει πια κουραστεί από την έμφαση στο μπούγιο και στο πολύ της πλοκής, εν αντιθέσει με το αχαμνό μα μαγευτικό «τίποτα» το οποίο θαυμάζει και αναδεικνύει ο Θέμης Πάνου, αλλά κι απ’ την πενία της γραπτής γλώσσας όλων αυτών των πεζογραφημάτων της αδιαμόρφωτης προφορικής φράσης, και της πρώτης πρόχειρης γραφής. Γράφω ως ένας άνθρωπος που ταυτόχρονα γνωρίζει, πως τα δέματα με τα πολυτίμητα τιμαλφή που φέρουν τη γνωστή αγγλική επιγραφή, τρώνε τις περισσότερες κλωτσιές.
Αυτό όμως που με τρέλανε σε αυτά τα μικρά πεζά, πέρα από την βαθιά τρυφερή ανθρωπιά τους, πέρα απ’ το ότι ανέστησαν και πάλι μπροστά στα μάτια μου τον κόσμο της γιαγιάς μου και του αείμνηστου φίλου μου, του ζωγράφου Πέρη Ιερεμιάδη με καταγωγή από την Προύσα είναι ο τρόπος με τον οποίο αποδίδει ένα χαμένο πλέον ερωτικό ήθος με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όπως λέει ο Χρήστος Βακαλόπουλος στη Γραμμή του Ορίζοντος, τον ερωτευμένο που κάθεται αμίλητος μπροστά στην αγαπημένη του, κι αποχωρεί χωρίς να πει κουβέντα. Ο Πάνου δεν μας υπενθυμίζει απλώς την βαθιά αυτή τρυφερότητα η οποία κρύβεται πίσω απ’ τέτοια ντροπαλοσύνη. Κατορθώνει να αποδώσει αυτή την οριακή στιγμή, να αναδείξει την επιθυμία που δεν εκφράζει το στόμα και κραυγάζει η αδεξιότητα ή η πιο τετριμμένη κουβέντα. «Η Αγγέλα είχε όρεξη να του πει / για την τέχνη της στους ντολμάδες επάνω / και ό,τι άλλο υπέβοσκε απ’ τα λόγια της κάτω». Αυτό ακριβώς είναι το κατόρθωμα της λογοτεχνίας· να σου δείχνει τα πάνω και τα κάτω του κόσμου, τα φορέματα και τις φόδρες των ψυχών, μέσα από ένα τίποτα. Μ’ ένα ντολμαδάκι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: