Το βιβλίο αυτό είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ο συγγραφέας του, απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με διδακτορική διατριβή εστιασμένη στη ζωή και την τέχνη στις προϊστορικές Κυκλάδες (Η ανθρώπινη και οι ζωικές μορφές στην προϊστορική κεραμεική των Κυκλάδων, 1991), σημαντικές μονογραφίες (Μνημειακή τοπογραφία της Αρχαίας Αθήνας, 1992· Ελληνική Αρχιτεκτονική. Από τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους μέχρι τη ρωμαιοκρατία, 1994· Η Ιστορία του Αρχαίου Κόσμου και οι πηγές της, 2003· Η πόλις και το άστυ των Αθηνών, 2003), μακρόχρονη θητεία στη Μέση Εκπαίδευση, διδακτική εμπειρία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συμμετοχή σε ανασκαφικές έρευνες, έχει συνθέσει μια πρωτότυπη μελέτη, που ισορροπεί στο τρίστρατο τριών επιστημονικών πεδίων, της φιλολογίας, της αρχαιολογίας και της ιστορίας.
Ο Μαστραπάς επιχειρεί μια εκ του εγγύς ανάγνωση του μυθιστορήματος του Γεωργίου Δροσίνη Έρση
(1922), υπό το πρίσμα της αρχαιογνωσίας του συγγραφέα και της ιστορικότητας του κειμένου. Αφετηρία της έμπνευσής του υπήρξε η πρώτη επαφή του με το κείμενο του Δροσίνη, στην πρώτη του έκδοση[1], κατάλοιπο της βιβλιοθήκης του παππού του, Αριστοτέλη Μαστραπά, στον οποίο ο συγγραφέας αφιερώνει τη μελέτη του. Όπως σημειώνει ο Μαστραπάς στον «Πρόλογο» του βιβλίου του, το πάθος της αρχαιολογίας, πηγή έμπνευσης του Δροσίνη για την Έρση, υπήρξε και το κίνητρο της δικής του ενασχόλησης με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Και συμπληρώνει: «Το επιχείρησα αυτό από μιαν άλλη πλευρά, όμως, αυτήν του ερευνητή που ψάχνει να βρει την αλήθεια στα λόγια του λογοτέχνη, αυτού που από επαγγελματική διαστροφή ανατέμνει το λογοτεχνικό κείμενο και ζητά τον διαμελισμό του, χάριν της ιστορικής “αλήθειας”» (σ. 15).
Η Έρση
επαινείται ιδιαίτερα το 1925, τρία χρόνια μετά από την πρώτη έκδοσή της, από τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος χαρακτηρίζει το πεζογράφημα ως «ένα από τα ευφυέστερα σχεδιάσματα ενός Ρουμελιώτη ελληνοθρεμμένου, και με των προγόνων του και με των εκγόνων των αρχαίων, που είναι οι Ευρωπαίοι, τη σοφία, ποιητή» και το παραλληλίζει με το μυθιστόρημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα Ο αρχαιολόγος (1904)[2]. Τα κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος του Δροσίνη είναι ο φέρελπις αρχαιολόγος Παύλος και η γυναίκα του, Έρση, που το 1912, λίγο μετά τον γάμο τους, εγκαθίστανται σε ένα μικρό ξερό νησί του Αιγαίου, την Ερινιώ, όπου ο Παύλος σκοπεύει να αρχίσει τις επιστημονικές αναζητήσεις του. Η ηρεμία του νιόπαντρου ζεύγους ανατρέπεται όταν ανακαλύπτουν ένα κωφάλαλο παιδί μέσα σε έναν κλειστό σάκο, σε μιαν ερημική παραλία. Χάρη στην ανασκαφική έρευνα του Παύλου, λύνεται το μυστήριο του άγνωστου έκθετου παιδιού και έρχεται στην επιφάνεια ένα έγκλημα, το οποίο σχετίζεται με μιαν υπόθεση αρχαιοκαπηλίας. Η αναγγελία γενικής επιστράτευσης αλλάζει τις προτεραιότητες του Παύλου, ο οποίος κατατάσσεται στον στρατό, ως έφεδρος αξιωματικός. Όπως επισημαίνει ο ίδιος ο Δροσίνης σε ένα μικρό ημερολόγιο που εντόπισε πρόσφατα ο Γιάννης Παπακώστας, φιλολογικός επιμελητής των Απάντων
του συγγραφέα, η τοπογραφία του μυθιστορήματος είναι η ακρογιαλιά του Χορευτού της Ζαγοράς Πηλίου μέχρι τον Άγιο Ιωάννη της Τσαγκαράδας και κάποιοι από τους χαρακτήρες είναι εμπνευσμένοι από υπαρκτά πρόσωπα της περιοχής[3].
Ο Μαστραπάς επισημαίνει εξαρχής ότι πολύτιμος αρωγός του στην προσέγγιση της Έρσης
στέκεται το ημερολόγιο του Γεωργίου Δροσίνη Σκόρπια φύλλα της ζωής μου[4] και επιχειρεί μια περιεκτική αναδρομή στα νεανικά χρόνια του λογοτέχνη, στις σπουδές του στη Νομική, που δεν ολοκληρώνονται, το ξεκίνημα των φιλολογικών σπουδών του στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, ύστερα από παρότρυνση του Νικολάου Πολίτη, σπουδών που επίσης δεν οδηγούν σε λήψη πτυχίου, και στην επαγγελματική του δραστηριότητα, πρώτα ως διευθυντή του περιοδικού Εστία (1889-1897), στη συνέχεια ως γραμματέα του Συλλόγου Προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων (από το 1899) και ύστερα ως διευθυντικού στελέχους του Υπουργείου Παιδείας (1908-1923), όπου έχει την ευκαιρία να συναναστρέφεται αρκετές επιφανείς προσωπικότητες του πνευματικού χώρου. Επιπρόσθετα, ο συγγραφέας μνημονεύει τους Ευρωπαίους συγγραφείς και ποιητές που περιλαμβάνουν οι βιβλιοθήκες του Δροσίνη (μεταξύ άλλων, Goethe, Schiller, Hugo, Beaudelaire, Musset, Heine, Shelley, Keats, Poe, Ibsen, Coppée, Prudhomme), την αγάπη του για τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία, που επισκέπτεται συχνά, τη διάθεσή του να ενημερώνεται διαρκώς για τα νέα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης και την επαφή του με διαπρεπείς αρχαιολόγους της εποχής, όπως ο Γεώργιος Σωτηριάδης, ο Κωνσταντίνος Κουορυνιώτης, ο Αντώνιος Κεραμόπουλος και ο Χρήστος Τσούντας.
Επικεντρωνόμενος στην Έρση, ο μελετητής εύστοχα επισημαίνει ότι το εν λόγω μυθιστόρημα μοιάζει να έχει γραφεί για να προβάλει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και ότι η υπερ-προβολή της αρχαιογνωσίας σε κάποια σημεία υπονομεύει τη λογοτεχνικότητα του έργου. Την αρχαιογνωσία του Δροσίνη, όπως προκύπτει μέσα από τις σελίδες της Έρσης, ο Μαστραπάς αποπειράται να την ανιχνεύσει μέσα από τρεις άξονες, τη φιλολογική κατάρτιση του δημιουργού, την αρχαιολογική του παιδεία και τα ιστορικά του ενδιαφέροντα.
Ως προς τον άξονα της φιλολογικής κατάρτισης του Δροσίνη, ο Μαστραπάς τονίζει τη διάρθρωση της Έρσης σε δύο ενότητες, με τίτλους τα ονόματα θεοτήτων της αρχαιοελληνικής μυθολογίας («Χάριτες» και «Ερινύες»), που λειτουργούν ως προεξαγγελτικές παραθέσεις στην εξέλιξη της πλοκής· επισημαίνει την πληθώρα των φιλολογικών σχολίων που περικλείονται στους διαλόγους του μυθιστορήματος· υπογραμμίζει ότι τα βιβλία που παρουσιάζεται να διαβάζει η καλλιεργημένη Έρση, δηλαδή η Προσευχή πάνω στην Ακρόπολη του Ernest Renan, το Επιψυχίδιον του Shelley και το Τα εις εαυτόν του Μάρκου Αυρηλίου, απηχούν αναγνωστικά ενδιαφέροντα του ίδιου του Δροσίνη και έχουν άμεση σύνδεση με τα κλασικά γράμματα· δίνει έμφαση στο γεγονός ότι ο Δροσίνης κάνει αναφορά στο Παπυρολογικό Αρχείο που εκδίδει ο κορυφαίος παπυρολόγος της εποχής Ulrich Wilcken, με σκοπό να καταστήσει τον αναγνώστη κοινωνό των εξελίξεων στις αρχαιογνωστικές σπουδές.
Αναφορικά με την αρχαιολογική παιδεία του Δροσίνη, ο Μαστραπάς προβαίνει σε μερικές πολύ εύστοχες παρατηρήσεις, ακολουθώντας πάντα πιστά το κείμενο του μυθιστορήματος: επισημαίνει ότι ο συγγραφέας τοποθετεί στο επίκεντρο της μυθοπλασίας του την επαγγελματική δραστηριότητα του αρχαιολόγου Παύλου, ο οποίος μελετά τα αρχαιολογικά ευρήματα του νησιού σε συνάρτηση με την τοπογραφία του· δίνει έμφαση στον ρόλο του Εφόρου Αρχαιοτήτων Καλλιάδη, οιονεί μέντορα του Παύλου· μνημονεύει την ευφυή σύλληψη του Δροσίνη να παρουσιάσει τη γνωριμία του Παύλου και της Έρσης μπροστά από μια προθήκη του Μουσείου της Ακροπόλεως, όταν ο Παύλος μελετά τα μαρμάρινα άκρα των ποδιών αρχαϊκής Κόρης, προκειμένου να γράψει μια μελέτη με θέμα το γυναικείο σώμα στην ελληνική γλυπτική· θεωρεί την Έρση ως «το πρότυπο της γυναικείας ομορφιάς, το οποίο ο ποιητής πλάθει εξωτερικά, επηρεασμένος από την αρχαία γλυπτική» (σ. 69)· τονίζει τη σύνδεση του χαρακτήρα της Έρσης όχι μόνο με τις αρχαϊκές Κόρες, αλλά και με το αναθηματικό ανάγλυφο της Δήμητρας και της Περσεφόνης από την Ελευσίνα και τα αγάλματα της Νίκης της Σαμοθράκης και της Νίκης του Παιωνίου· εξαίρει την επιστημονική ακρίβεια στις πληροφορίες που δίνει ο Δροσίνης για τον κυκλαδικό οικισμό που ερευνά ο Παύλος· παρατηρεί ότι ο Δροσίνης αντλεί σημαντικά στοιχεία από το βιβλίο του Χρήστου Τσούντα Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης.
Ως προς τον άξονα των ιστορικών ενδιαφερόντων του Δροσίνη, ο Μαστραπάς παρατηρεί ότι, παρά την έλλειψη αναφορών σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα της αρχαιότητας, η ιστορική σκέψη του συγγραφέα είναι φανερή στην Έρση μέσα από την αξιοποίηση των ελληνικών μύθων: το όνομα του κεντρικού γυναικείου χαρακτήρα αποτελεί παραπομπή στην κόρη του Κέκροπα, πρώτου βασιλιά της Αθήνας· η ανεύρεση του έκθετου παιδιού σε μια παραλία του νησιού εκπορεύεται από τους μύθους του Οιδίποδα και του Ίωνα· ο μύθος της δημιουργίας του Γαλαξία εντάσσεται στο ειδυλλιακό επεισόδιο στην ταράτσα του νησιώτικου σπιτιού όπου το νιόπαντρο ζευγάρι απολαμβάνει τη θέα του ουράνιου θόλου. Επιπρόσθετα, ο Μαστραπάς επισημαίνει τη διαπλοκή των αρχαιοελληνικών μύθων με λαϊκές παραδόσεις, στοιχείο που μαρτυρεί την επίδραση του Νικολάου Πολίτη[5], εντοπίζοντας ως παράδειγμα τον διάλογο που αναφέρει το αρχαίο παραμύθι του Γλαύκου και της Σκύλλας, αποτυπωμένο στις Μεταμορφώσεις
του Οβιδίου, απολύτως ταιριαστό στην περίσταση, καθώς «είναι πολύ κοντινό στη ζωή των ψαράδων του αιγαιοπελαγίτικου νησιού» (σ. 98).
Η ιστορική συνείδηση του Δροσίνη, συμπληρώνει ο Μαστραπάς, είναι διάχυτη σε όλο το μυθιστόρημα: στον προτρεπτικό λόγο του Παύλου προς τους νησιώτες να αγωνιστούν όλοι για μια Μεγάλη Ελλάδα, στην παράθεση αποσπάσματος από την ανολοκλήρωτη σύνθεση του Διονυσίου Σολωμού Ο Λάμπρος, που «συντελεί στη δημιουργία πατριωτικής ατμόσφαιρας πριν το τέλος του έργου» (σ. 106), στην έκφραση μιας προχωρημένης για τα δεδομένα εκείνης της εποχής αντίληψης αναφορικά με την πρόσληψη του αρχαίου παρελθόντος και την αξιοποίηση των υλικών καταλοίπων του αρχαίου πολιτισμού και στον έντονο στιγματισμό της αρχαιοκαπηλίας.
Ο Μαστραπάς διανθίζει τη μελέτη του με εκτενή παραθέματα από το μυθιστόρημα, βιογραφικές πληροφορίες, αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Δροσίνη και προσεκτικά επιλεγμένα ποιήματά του («Σε μια κόρη της Ακροπόλεως», «Για ένα μάρμαρο», «Δύο νίκες», «Το δέντρο των Εριννύων»), στοιχεία που πιστοποιούν την αρχαιογνωσία του, καθώς και επιστολή της Noemi Renan, κόρης του Ernest Renan, προς τον Δροσίνη. Επιπλέον, υπογραμμίζει το γεγονός ότι το μυθιστόρημα του Δροσίνη αποτελεί βασική πηγή έμπνευσης για το νεότερο μυθιστόρημα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης (1966) και σχολιάζει το ιστορικό πλαίσιο της έκδοσης (1922), εκφέροντας την άποψη ότι ο Δροσίνης ενδεχομένως επιχειρεί να δημιουργήσει μιαν αισιόδοξη «πραγματικότητα» για τον Ελληνισμό, προ της αναμενόμενης ήττας. Έτσι, η Έρση μπορεί να διαβαστεί τόσο ως ένας φόρος τιμής του συγγραφέα της στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, αλλά και ως «το λογοτεχνικό έργο ενός πατριώτη που ζει στον αστερισμό ενός ανεκπλήρωτου εθνικού οράματος» (σ. 141).
Η μονογραφία του Αντώνη Μαστραπά αποτελεί ένα συναρπαστικό, άρτια δομημένο και τεκμηριωμένο βιβλίο που εισάγει τον αναγνώστη όχι μόνο στον γοητευτικό μικρόκοσμο του μυθιστορήματος του Δροσίνη αλλά και στο εργαστήρι του σημαντικού αυτού εκπροσώπου της λογοτεχνικής γενιάς του 1880, συγχρόνου και φίλου του Παλαμά, που άφησε το στίγμα του και ως ποιητής και ως πεζογράφος. Ο Μαστραπάς προσεγγίζει το θέμα του με πάθος, συνέπεια και επιστημονική επάρκεια, αξιοποιώντας τα μεθοδολογικά εργαλεία τριών διαφορετικών χώρων, ανοίγοντας γόνιμο διάλογο με την υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία, υπομνηματίζοντας προσεκτικά και ευφάνταστα το κείμενο του Δροσίνη και αναδεικνύοντας ανεξερεύνητες πτυχές ενός ξεχωριστού πεζογραφήματος που αξίζει να ανακαλύψουν και οι νεότερες γενιές. Η πολύ επιμελημένη έκδοση, με την υψηλή αισθητική που χαρακτηρίζει τις εκδόσεις Μανδραγόρας, πλαισιώνεται από λειτουργικά φωτογράμματα, βιβλιογραφία και χρησιμότατο ευρετήριο ονομάτων.