————————————————————————————
Περιδιάβαση στην ποίηση του Τάσου Δενέγρη
————————————————————————————
Τα κεφάλια των αργυραμοιβών
Φειδωλό, αλλά εξαιρετικά πυκνό και σταθερό, χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις στον χρόνο, με εξ αρχής κατακτημένη την τεχνική του ωριμότητα και τη συναισθηματική του ισορροπία, το ποιητικό έργο του Τάσου Δενέγρη αποτελείται από επτά όλες κι όλες συλλογές, υπό τους τίτλους Θάνατος στην Πλατεία Κάνιγγος (1975), Το αίμα του λύκου (1978), Θειάφι και αποθέωση (1982), Ακέραια (1985), Η κατάσταση των πραγμάτων (1989), Το πνεύμα της άμυνας (1999) και Μιλάει ο αγριόχοιρος (2008). Γεννημένος το 1934, και παρά το ότι εμφανίζεται στην ποίηση ήδη από τη δεκαετία του 1950, ο Δενέγρης τυπώνει την πρώτη του συλλογή μόνο μετά τη μεταπολίτευση, βασισμένος ευθύς εξ αρχής σ’ έναν λόγο μεταιχμιακό και δίβουλο. Μολονότι δεν αποσπάται ποτέ καθ’ ολοκληρίαν από τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, στην οποία και τύποις ανήκει, κρατώντας, φερειπείν, από τα παραδεδεγμένα της το στοιχείο της σπασμένης ατομικότητας και της πικρής εξομολόγησης, ο Δενέγρης κοιτάζει εκ παραλλήλου προς μια λογοτεχνία η οποία από τη μια μεριά νιώθει σε θέση να συνομιλήσει ανοιχτά με την κοινωνική αντισυμβατικότητα και τη λατρεία των Αμερικανών beatniks για την περιπλάνηση ενώ από την άλλη δεν διστάζει να παίξει κάποια παιχνίδια με τον υπερρεαλισμό και το παράλογο, και να πιάσει επαφή με ένα ορισμένο κλίμα της γενιάς του 1970.
Από την αρχή μέχρι το τέλος της δουλειάς του, ακόμα κι αν υπολογίσουμε πως με την Κατάσταση των πραγμάτων αρχίζει κατά τόπους να προτιμά ενδεχομένως μετριοπαθέστερους και πιο οικείους ή εξημερωμένους τόνους, ο Δενέγρης θέλει να πυροβολήσει στην καρδιά την πραγματικότητα – αν όχι και να της βάλει φωτιά, τινάζοντας στον αέρα το σύμπαν. Και με πραγματικότητα θα πρέπει να εννοήσουμε εν προκειμένω οτιδήποτε εμπίπτει στη σφαίρα του κοινωνικού αισθητού (υλικού και διανοητικού, τοπικού ή υπερτοπικού και διαχρονικού): από την εξαντλημένη και αυτοεξοντωμένη φυλετική, πολιτική, πνευματική και καλλιτεχνική ευρωπαϊκή παράδοση, και τον αυταρχισμό ή την καταπίεση αιώνων, μέχρι την πλήρη διαφθορά της τρέχουσας, καθημερινής συμβίωσης, λόγω της κυριαρχίας των απατηλών αναγκών, της έλλειψης ζωογόνων αξιών, καθώς και της γενικότερης απόδρασης του νοήματος. Και επειδή μια τέτοια πραγματικότητα δεν πάσχει μόνο από ιστορική απαξίωση και εσωτερική παρακμή και διάλυση, αλλά και σπεύδει να προβάλει στον κόσμο με προτεταμένα τα όπλα της και ατσαλάκωτη την πανοπλία της, ο ποιητής θα καλέσει όσους μοιράζονται το μήνυμά του να οργανωθούν με κάποιον τρόπο απέναντί της και να της αντισταθούν έως εσχάτων. Κάθε, όμως, αποφασισμένη αντίσταση απαιτεί σαματά και σάλαγο και ο Δενέγρης δεν θα τσιγκουνευτεί τα λόγια τα οποία έχει να εκτοξεύσει εναντίον του ελέγχου και των αξιώσεων πάσης μορφής εξουσίας. Το όραμα μιας καθολικής κινητοποίησης δίνει εδώ ένα τρανταχτό παρών, μένοντας, ευτυχώς, από την πρώτη στιγμή, μακριά (παρά το επιτακτικό και χάριν παιδιάς ηγεμονικό στυλ τού ποιητικού αφηγητή) από οιαδήποτε έννοια στράτευσης:
Πότε λοιπόν θα
Καλπάσουμε
Τα κεφάλια παίρνοντας των αργυραμοιβών
Σα να ‘ταν μαργαρίτες;
Σου μιλάω
Ή
Είμαι κάτι ασύλληπτο
Για του ανθρώπου το μάτι
Καιροφυλακτώ
Όπως είπα κι αλλού
Στις μεγάλες διαβάσεις
Ή με μία μονάχα ματιά
Εξαφανίζω
Φόβους και ολέθριους δισταγμούς.
Γνωρίζω το μοναδικόν
Της αποστολής μου
Βοηθώ τον πλησίον
Ξεσκεπάζω την πλάνη
Πολεμώ τον θρασύ και τον δίβουλο
Η ατμόσφαιρα αμφισβήτησης και άρνησης των καθιερωμένων, στην οποία κινήθηκαν η Ευρώπη και η Αμερική κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και του 1970, είναι, φαντάζομαι, ορατή δια γυμνού οφθαλμού: το οργίλο ύφος, η ανέστια αστικότητα (ο πλάνης βίος του παρατηρητή, ο οποίος περνά από τα πλέον διαφορετικά σημεία της πόλης, αλλά δεν σταματά πουθενά, για να απορροφηθεί εν κατακλείδι από το χάος και το βουητό της), η ειρωνεία και ο καγχασμός, που αγγίζουν συχνά τα όρια του εμπαιγμού, για να καταλήξουν σε ένα είδος συμπαντικής καταγγελίας, η ανύψωση της φωνής μέχρι τα ουράνια, η βίωση του παρόντος ως επικίνδυνα αναβράζοντος δισκίου, αλλά και ως θανάσιμης, αποπνικτικής ανίας, καθώς και το σάλπισμα της σάρωσης όλων των μαζικών παραδοχών - από τα υπερπροβεβλημένα και υπερκαταναλωμένα εμβλήματα της πολιτικής και της τέχνης μέχρι τη σωρεία των κοινωνικών φόβων από τους οποίους βασανίζεται ο μεταβιομηχανικός άνθρωπος. Ο κύκλος ολοκληρώνεται αν προσέξουμε την αγαστή σύμπνοια ανάμεσα στη μεταϋπερρεαλιστική (υπό μια έννοια και προϋπερρεαλιστική) σκηνογραφία και γλώσσα του Δενέγρη (μια σαφής παραπομπή στους πειραματισμούς των νεωτέρων) και στο θέατρο του παραλόγου το οποίο εισβάλλει κατά καιρούς στη στιχουργική του για να την κάνει κομμάτια. Όλα είναι πολύ φανερά και πάλι – από τον ρόλο της τρέλας ως ιερατικής μανίας, αλλά και ως καταλυτικού διεγερτικού και την παράνοια των ποιητικών καταστάσεων, που ξεκινούν από ένα σχετικά απλό και σε κάθε περίπτωση ασχολίαστο γεγονός και καταλήγουν στον συγκερασμό και στη σύγχυση των πάντων, μέχρι την ασύνδετη συναρμογή των λέξεων (με βάση μόνο την οπτική ή την ακουστική τους σύμπτωση) και την ηδονή της εικονοποιητικής αυθαιρεσίας.
Aν, όμως, ο ποιητής κυβερνά το άρμα της επίθεσης εναντίον της κατεστημένης τυραννίας, δεν παύει να σέρνει πίσω του (και κάποτε να τον θρονιάζει στο πλάι του) τον θρήνο για την αυτοκαταστροφή την οποία συνεπάγεται η αδιάκοπη εναντίωσή του στα πράγματα. Στερημένος από τον ήλιο και το φως, ξυλοκοπημένος και λοιδορημένος έως θανάτου, πνιγμένος από τον φόβο για όσα ακόμη του επιφυλάσσονται , σηκώνοντας κάθε τόσο τα χέρια ψηλά για να προφυλαχτεί από ατέλειωτα χτυπήματα, ο ποιητής θα πληρώσει πανάκριβα το θράσος του να βγάλει κοροϊδευτικά τη γλώσσα στον περίγυρό του και να κοντράρει με τόση αναίδεια την αξιοπιστία του:
Συνέχεια ζεις στα σκοτεινά
Και του σπιτιού τα έπιπλα
Σα γάτες στο σκοτάδι
Παραμονεύουν
Κι εσύ στο ψέμα μέσα
Όλο τις ίδιες ιστορίες
Όπως
Να δείχνεις
Φωτογραφίες γυναικών που χρόνια τώρα
Την οικογένεια, τη φυλή
Ψηλά την κράτησαν σα λάβαρο
Ενώ τριγύρω
Ξένοι σκαρώναν εισβολές
Λαλιές περίεργες
Λαβώναν τον αέρα.
Σου άρεσαν τα φώτα
Τα ηλεχτρικά μεγάφωνα μέχρι το τέλος
Κι η παρωδία,
Στων άλλων την αδυναμία
Είχες στηρίξει
Την δύναμή σου την αλλόκοτη
Που άπλωνε τα δίχτυα της αράχνης.
Ώσπου
Μηχανισμός ολόκληρος
Έπεσε πάνω σου σα λαιμητόμος
Και το κεφάλι σού το σκόρπισε
Ο Δενέγρης επιστρέφει τώρα στην εσωστρέφεια και στο έντονο αίσθημα παραίτησης και ήττας της γενιάς του, που θορυβημένη τα μάλα από τους αποήχους του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της εμφύλιας σύρραξης, αλλά εντελώς ανίκανη να παρακολουθήσει κατά τον οιονδήποτε τρόπο τις εξελίξεις της πολιτικής και της Ιστορίας (οι συνθήκες την έχουν ξεβράσει οριστικά), όπως το έκαναν, έστω και με τεράστιες απώλειες, οι προκάτοχοί της, δεν μπορεί παρά να οδηγηθεί σε ένα χαμηλόφωνο (μακριά πια από αρνητικές ανατάσεις και ονειρικές στρατεύσεις) δράμα, που όχι μόνο θα μείνει άλυτο, αλλά σύντομα θα μετασχηματιστεί και σε δράμα της ίδιας της ποίησης. Παρά τη δεδομένη φλόγα και το απαράγραπτο πάθος του, ο ποιητής δεν θα καταφέρει εντέλει να εισφέρει στο ταμείο το παραμικρό και το μόνο το οποίο θα του μείνει με σιγουριά στα χέρια στο κλείσιμο θα είναι η λυσσωδώς ποδοπατημένη λύρα της τέχνης του.
Όμως, τίποτε δεν είναι ακριβώς χαμένο. Αντί να επιτρέψει στη ζυγαριά να γύρει είτε προς την επαναστατική επέλαση είτε προς την υπαρξιακή ηττοπάθεια, ο Δενέγρης θα ψάξει το καταφύγιό του στον χώρο της ποιητικής ουτοπίας, που θα ζυμωθεί με τα υλικά των μνημονικών εικόνων της παιδικής ηλικίας και των υποσχέσεων του μέλλοντος. Συναιρώντας τις μορφές οι οποίες βγαίνουν απ’ τη στάχτη του χρόνου με τη σφοδρή επιθυμία του φαντασιακού, η οποία μπορεί στο κάτω κάτω να κατατροπώσει την οποιαδήποτε πραγματικότητα (με ένα πνευστό που αναφέρεται στο σύμπαν, με υπερουράνια πολύτιμα δώρα που επιστρέφουν στη γη, αλλά και με πέλαγα που λάμπουν στα πέρατα της οικουμένης, ταξιδεύοντας προς μια μυθική Κολομβία), ο Δενέγρης θα σφραγίσει την ποίησή του με το ήθος μιας σπάνιας υπέρβασης – και θα της εξασφαλίσει χωρίς καμία βεβιασμένη κίνηση το μέρος της αθανασίας που της αναλογεί.