Παίρνω ταξί απ' την Πλατεία Πλαστήρα για να πάω στη μάνα μου. Είναι μεσημέρι, κάνει ζέστη πολλή 380, ο ταξιτζής κοντά εξήντα πέντε, νευρώδης και σιωπηλός. Ένας Έλληνας Roy Bean. Είχαμε σχεδόν φτάσει και δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε λέξη οπότε αυτός, γυρνάει ξαφνικά και μου λέει:
«Εγώ μένω στον Πειραιά, κύριε. Η γυναίκα μου όμως είναι από τη Ρούμελη. Θα σας διηγηθώ κάτι που συνέβηκε προχτές στους δικούς της. Ο τάδε θείος της καβαλάει τις προάλλες το γάιδαρό του για να πάει στην εκκλησία. Αυτά συμβαίνουν σ' ένα χωριό της Ευρυτανίας κι ο άνθρωπος είναι 74 χρονων. Εκεί που προσπαθεί να τον καβαλήσει σωριάζεται σέκος. Καρδιακή συγκοπή, λέει ό γιατρός. Κλάμα η γριά του, κλάμα κι οι κόρες του, τα συνηθισμένα. Η μια του κόρη, η μεγάλη, δεν παραδέχεται πως πέθανε από συγκοπή, έχει ιδέα πως τσακίστηκε».
Έχουμε φτασει στο μεταξύ στο πρατήριο βενζίνης και πρέπει να κατέβω. Σταματά το αυτοκίνητο στην άκρια του δρόμου και συνεχίζει.
« Ο γιός του γέρου μένει στην Αθήνα. Του τηλεγραφούν λοιπόν πως ο πατέρας πέθανε. Παίρνει κι αυτός τ' αυτοκίνητό του και φουλ για το χωριό. Φτάνει και δεν προλαβαίνει την κηδεία. Τρέχει στο σπίτι, τους βρίσκει να τρώνε παξιμαδάκια, ρωτάει πώς πέθανε ο γέρος, του λένε, σκοτεινιάζει, βγάζει ένα κουμπούρι και σφίγγoντας τις μασέλες τραβάει στο περιβόλι και πυροβολεί τον γάιδαρο που βόσκει πιο κάτω ανύποπτος.
»Άγριο να πυροβολείς εξ επαφής το γάιδαρό σου. Δεν είναι δα και κανένα πετειναράκι να το βάζεις στο τσιμέντο και να το σφάζεις. Εκτός όμως απ' αυτήν την αγριότητα την οποία δεν έχω το δικαίωμα να κατακρίνω, μιας και μεταξύ των ανθρώπων υπάρχει πολύ μεγαλύτερη, το μυαλό τού ανθρώπου, κύριε, μπορείτε να μου πείτε πώς λειτουργεί;»
Τον χαιρέτησα και κατέβηκα ενώ ακούστηκε το φαρδύ του γέλιο.
Θέλω να πω κι εγώ μια ιστορία με τη σειρά μου. Για ένα πρόσωπο υπαρκτό που πριν τριάνα χρόνια ζωντάνεψε μια γειτονιά με την παρουσία του, κέρδισε, αν όχι τον σεβασμό –γιατί ποτέ δεν αναζήτησε κάτι τέτοιο–, την αγάπη όσων τον γνώρισαν κι ακόμα κατάφερε, τις κοροϊδίες των άλλων για το σακατεμένο του πόδι να τις μετατρέψει σε περιέργεια πρώτα κι ύστερα σε θαυμασμό ανεπιφύλακτο.
Ο Γιωργοθανάσης ήταν από κείνα τα πλάσματα που σου δίνουν την υποψία πως το καλό και το κακό είναι δύο έννοιες αξεδιάλυτες, συνυπάρχουσες και συμπλεκόμενες. Ήταν, λοιπόν, αυτός, ο Γιωργοθανάσης, ένα παιδί 6 χρονώ που φαινόταν τεσσάρων, φαινόμενο άλλωστε συνηθισμένο για τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όπου λίγο πολύ τα παιδιά δείχναν τα σημάδια της στέρησης, αποτέλεσμα του φριχτού πολέμου.
Ο Γιωργοθανάσης περνούσε τη μισή του ζωή στο σπίτι και την υπόλοιπη στο στενό. Ήταν όμως άλλα χρόνια κι η γειτονιά έχει μεταμορφωθεί. Σήμερα οι Αμπελόκηποι είναι μια κοινή, κοινότατη συνοικία των Αθηνών, κεντρική μπορεί να πει κανείς. Τότε, έξω απ' τις μονοκατοικίες των ευπόρων, [υπήρχαν] κήποι με τριανταφυλλιές που κάποιος τις πότιζε τ' απόγευμα κι άδεια οικόπεδα με τσουκνίδες και κανένα ξεροπήγαδο πού και πού στομωμένο από μεγάλες πέτρες.
Μέσα στη γειτονιά, ο συνοικισμός του Κουντουριώτη κι η προέκτασή του οι παράγκες που πιάναν και τα δύο πεζοδρόμια της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, από τη μεριά του Παναθηναϊκού δηλαδή, κι απέναντι, μέσα στη λαϊκή αγορά.
Το στενό ήταν ένα αδίέξοδο, μακρύ κάπου 60 μέτρα της οδού Βουρνάζου καθώς την κατεβαίνεις απ' τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας προς το Μαιευτήριο της Έλενας. Εκεί μέσα, τέλη του 1944, λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί, ήρθε και κατοίκησε η οικογένεια Ασλάνη, κι η παρουσία των νεοφερμένων έγινε γρήγορα αισθητή. Ήταν έξη άτομα και πιάσαν το δεύτερο σπίτι τού στενού, εκεί που, παλιότερα, έμενε η κυρία Καψιμάλη απ' τη Ναύπακτο, που καλογέρευε στο σπίτι της χωρίς ν’ ανήκει σε μοναστήρι.
Περίεργη οικογένεια. Είχαν κατέβει απ' το Καρπενήσι, η μάνα, τα τρία παιδιά και η θείτσα. Μέτριος στο ανάστημα και μετρημένος ο πατέρας. Μικρό μουστάκι. Ολόκληρο το σουλούπι Σαρλώ ή Γάλλος μικροαστός του 1939. Ακροδεξιός· σαρανταπεντάρης. Η μάνα νεότερη αρκετά. Ίσως 34. Μεγαλόσωμη, γλυκιά και λίγο μαραμένη. Η Ηρώ, το μεγαλύτερο απ' τα παιδιά, 7 χρονώ, καστανή και μεγαλόσωμη. Αμέσως μετά, ερχόταν το αγόρι, γύρω στα 6, κι η μύτη του έσταζε νερό. Νεράκι καθαρό που κόλλαγε μεταξύ μύτης και πάνω χειλιού. Το πόδι του το δεξί ήταν καχεκτικό και λίγο στρεβλωμένο. Του φόραγαν σίδερα. Τέλος, η μικρή: ξανθιά, πολύ χλωμή, άσπρη πες. Την έλεγαν Δανάη.
Ύστερα ήταν κι η θείτσα: ακαθόριστη ηλικία, μπορεί 45, μπορεί και λιγότερο. Στο πρόσωπο άσχημη, όχι αντιπαθητική. Κακοτράχαλη, είναι η λέξη. Τρομερή ενεργητικότητα, ευκίνητη, τριγυρνάει ξυπόλητη μες στο χειμώνα, φροντίζει για όλα. Μαζεύει τα παιδιά, μιλάει με τους γείτονες, ψωνίζει στη λαϊκή αγορά, κι όπως μαθεύτηκε αργότερα, ξενόπλενε, όχι όμως σε σπίτια της γειτονιάς, κάπως μακρύτερα. Ήταν αδελφή τού πατέρα, την έλεγαν Ευριδίκη κι έπρεπε να ισορροπήσει την αδράνεια τής μάνας που καμιά φορά, αργά τ' απόγευμα, την έβλεπαν ακίνητη πίσω απ’ το τζάμι, που συνήθως έμενε κλειστό, να ρεμβάζει με ανείπωτη γλύκα.
Ο νεαρός Ασλάνης έστεκε σχεδόν μόνιμα στην ξύλινη πόρτα του νέου σπιτιού τους. Τον πρώτο καιρό εξαφανιζόταν μόλις ξεμύτιζαν άλλα παιδιά. Αργότερα έμενε. Παρατηρούσε το παιχνίδι τους με ενδιαφέρον, δε φαινόταν όμως να συμμετέχει. Για να πούμε την αλήθεια, κανένας μέχρι τότε δεν του φέρθηκε με κάποια λεπτότητα και καλοσύνη.
Ένα άπ' τα συνηθισμένα γεγονότα ήταν και τούτο: Παίζουν δίτερμα κι ο Μάκης ο Γουζούασης, ντριπλάροντας δύο αντιπάλους και φτάνοντας στο ύψος εκείνο του στενού όπου ο μικρός Ασλάνης, σαν στρατηγός μέσα στα σίδερα, στημένος στο πεζοδρόμιο κι ακουμπώντας με το χέρι του στον τοίχο για να ισορροπήσει, του πετάει τη μπάλα στο στήθος με φάλτσο κι επί τόπου βγάζει επιφωνήματα όπως ετούτα:
– Έι, ρε στούρνε.
– Όι, μανούλα μου!
Ταυτόχρονα, και σαν να τον είχαν κουρδίσει, ο δίδυμος αδελφός του Μάκη, ο Κούλης Γουζούασης, έριχνε ένα τσιριχτό γέλιο κι όχι τόσο για το περιεχόμενο αυτών των επιφωνημάτων τού αδελφού του, όσο γιατί επικύρωνε την τελειότητα τής μιμικής του. Στην πραγματικότητα, τα επιφωνήματα κρύβαν ένα μικρό δράμα, όπως θα δούμε.
Μέσα στη χρονιά δύο άτομα ακόμη προστέθηκαν στην οικογένεια: ο Μένιος, 25 χρονών κι η αδελφή του, η Μάχη, έναν χρόνο μεγαλύτερη. Κι οι δύο αδέρφια μικρότερα της μάνας. Ο Μένιος, κάπου 1,84 ψηλός, μεγάλο κεφάλι, βαρύ πηγούνι, περπάτημα μονοκόμματο. Σοβαρός. Φοιτητής της Νομικής. Εκείνη φοιτήτρια της Φιλολογίας. Επίσης πολύ ψηλή. Η ομιλία της αδέξια χαϊδευτική και τραχιά. Την εντύπωση την αποκόμισα απ' την προφορά της, τον τόνο της φωνής της και την καθαρεύουσα που μιλούσε. Το γενικό αποτέλεσμα της κουβέντας της ήταν αρνητικό. Φωνή και ομιλία ήταν το αδύνατο σημείο της. Έμοιαζε με γυναίκα που λικνίζει τις κοκάλες της με μεγάλη θηλυκότητα. Η γοητεία της Μάχης βρισκόταν ακριβώς εκεί, στον τρόπο πού περπάταγε. Λικνίζοντας τους γοφούς. Κι η κίνηση αργόσυρτη κυκλική, καθώς μάλιστα έσερνε κάπως τις τορνευτές γάμπες της μέσα σε άψογες για την εποχή νάυλον κάλτσες. Φορούσε συνήθως παπούτσια κρεπ. Χωρίς τακούνι.
Ο Μένιος, δίχως να επεμβαίνει στα καθήκοντα της θείτσας που, με μανία στον τρόπο και αφοσίωση στην επιτέλεση τού σκοπού, συνέχιζε να κυνηγάει τον μικρό μόλις έκανε δειλά δειλά καμιά προσπάθεια να κατέβει το πεζοδρόμιο και ν’ απομακρυνθεί λιγάκι, ο Μένιος, λοιπόν, προστέθηκε κι αυτός στον μηχανισμό τής καταπίεσης. Ποτέ βέβαια δε θα καταδεχόταν να βγει στον δρόμο και να τον φωνάξει. Η θείτσα έκανε τη δουλειά, εκείνη μάλιστα τράβαγε και με σπρωξιές τον έμπαζε μέσα. Σε 3 λεπτά ακουγόντουσαν οι οιμωγές τού μικρού Ασλάνη την ώρα πού τις έτρωγε απ' το βαρύ χέρι του θείου Μένιου.
–Όι μανούλα μου!
Κι ήταν ακριβώς αυτές που μιμόταν ο Γουζούασης. Κάποτε έσπασε ο πάγος, ο Ασλάνης ξεθάρρεψε κι άποφάσισε να κατέβει το πεζοδρόμιο και να μπλέξει με τ’ άλλα παιδιά. Ήμουν ο πρώτος που μίλησε μαζί του. Όταν τον ρώτησα πώς τον λένε, μου είπε με σοβαρότητα και τονική ακρίβεια.
– Είμαι αβάπτιστο.
Ένιωσα μια λύπη ολοκληρωτική σα να ’χε κατέβει ομίχλη και να ’χε κρύψει και σπίτια και δέντρα κι ανθρώπους. Το οπτικό μου πεδίο θόλωσε γι’ αυτό το ουδέτερο που υπήρχε στη φράση του: «Είμαι αβάπτιστο». Εκείνος μάλλον εννοούσε «είμαι αβάπτιστο παιδί» συμφωνούσε λοιπόν η μετοχή του με το ουσιαστικό, ενώ εγώ το αβάπτιστο το σύνδεσα με το αβοήθητο και αμετάκλητο.
Έβγαινε κάθε μέρα. Έπαιρνε μια μπάλα κι έτρεχε πίσω της σαν μεθυσμένος με το καχεκτικό του πόδι να διαγράφει τροχιές, πολλές φορές κλότσαγε τον αέρα και γέλαγε δυνατά. Τα παιδιά τον φώναζαν Γιωργοθανάση γιατί τους είχε πει πως όταν βαφτιστεί θα τον βγάλουν ή Γιώργο ή Θανάση – με περισσότερες πιθανότητες τo Γιώργος.
Στo τέλος του χρόνου η οικογένεια μεγάλωσε κι άλλο. Αυτή τη φορά ο καινούριος δεν ήρθε απ' το Καρπενήσι αλλά βγήκε απ' την κοιλιά της μάνας. Ήταν έγκυος, λοιπόν, γι' αυτό δεν έβγαινε έξω καθόλου.
Μάθαμε πως τη μάνα την έλεγαν Αφροδίτη. Όλη η ελληνική μυθολογία μαζεύτηκε στην οικογένεια. Αφροδίτη-Hρώ-Δανάη-Ανδρομάχη-Ευρυδίκη και το αβάπτιστο. Παγανιστές Δωριείς κατέβηκαν κι επίταξαν το σπίτι της κυρίας Καψιμάλη, το άντρο αυτό της Ορθοδοξίας.
Κι ο καιρός περνούσε. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να φάνε να ντυθούν και να ζεσταθούν, όσα στερήθηκαν τόσα χρόνια. Το κίνημα άφησε τρύπες στους τοίχους, δεν άφησε όμως πολιτικά μίση στη γειτονιά που, πιο δυνατή απ' τις ιδεολογίες, σκέπαζε τους δικούς της μ’ έναν προστατευτικό κλοιό.
Ο αστυφύλακας Διονυσόπουλος λ.χ., έμενε με τη γυναίκα του στο πρώτο σπίτι τού στενού που ανήκε στον Κιτσικόπουλο. Συγκεκριμένα κατοικούσε στο πίσω δωμάτιο. Τους χώριζε η αυλή και στο κυρίως σπίτι έμενε ο Κιτσικόπουλος. Συνταγματάρχης του ΕΛΑΣ Χαλκίδας. Αρχές του 1945 ο αστυφύλακας Διονυσόπουλος κατάθεσε πως σ' όλη τη διάρκεια του κινήματος ο Κιτσικόπουλος δεν είχε ξεμυτίσει απ' το σπίτι του κι έτσι κανένας δεν τον ενόχλησε.
H οικογένεια Ασλάνη όμως ήταν μικρογραφία της διχασμένης Ελλάδας. Ο θείος κι η θεία του Γιωργοθανάση, ο Μένιος κι η Ανδρομάχη, ήταν αριστεροί. Όχι κομμουνιστές. Σοσιαλιστές. Αρχηγός ο Σβώλος. Ο Μένιος μάλιστα έγραφε στην εφημερίδα τους τη Μάχη.
Εθνικόφρων παράταξη στην οικογένεια ήταν ο Σεραφείμ. Δεν τον αναφέραμε πρωτύτερα γιατί δεν έμενε με την οικογένεια. Ήταν αρχηγός και προστάτης, νομοθέτης και δικαστής της. Θείος κι αυτός απ' τη μεριά της μάνας, όπως κι ο Μένιος κι η Ανδρομάχη.
Ερχόταν συνήθως Κυριακή, στις 5 τ' απόγεμα. Πανύψηλος, 1,87, περπάταγε σαν να ’χε καταπιεί μπαστούνι· ευθυτενής, κοιτάζοντας, λες, τη στέγη τού μικρού σπιτιού στο τέρμα τού στενού, κάνοντας θεόρατα βήματα και κουνώντας αλύγιστα τα πολύ μακριά χέρια του καθώς περπατούσε, μού θύμιζε τον στρατάρχη Γουέιβελ που τον είχα δει στα επίκαιρα του κινηματογράφου να παρακολουθεί με τα κυάλια του τις κυκλωτικές κινήσεις που κάναν τα γερμανικά τανκς οδηγημένα απ’ την Αλεπού της Ερήμoυ, τον άτυχο Ρόμελ.
Ήταν η εξουσία κι όταν πέρναγε το στενό η μισή γειτονιά κράταγε την αναπνοή της παρακολουθώντας πίσω απ’ τα στορ. Μια μαύρη Pontiac σταμάταγε στην είσοδο τού στενού χωρίς ποτέ να μπαίνει μέσα και κατέβαινε ο θείος Σεραφείμ κι ύστερα η γυναίκα του κι η κόρη του, ωραία ντυμένες κι οι δυο, που ακολουθούσαν σε σεβαστή απόσταση κι ύστερα χανόντουσαν μέσα στο σπίτι του Ασλάνη όπου πήγαιναν να επισκεφθούν τη φτωχιά συγγενική οικογένεια.
Ρώτησα τον Γιωργοθανάση γι’ αυτόνε.
–Όχι, δε με δέρνει, μου λέει. Είναι κακός και κάνει τους άλλους να με δέρνουν.
Κακός ήτανε αλλά ήταν και πλούσιος και συντηρούσε την οικογένεια που ο μικρός μισθός τού πατέρα δεν έφτανε ούτε για ζήτω, και μάλλον αυτός βοηθούσε τις σπουδές τής Μάχης και του Μένιου. Έτσι, εθνικόφρονες και σοσιαλιστές τρομοκρατούσαν κι έδερναν τον Γιωργοθανάση, ενώ ο εμφύλιος είχε φουντώσει στα βόρεια διαμερίσματα της χώρας.
Η Αθήνα ζούσε έξω από τον πόλεμο. Πεινασμένη και βουτηγμένη στο πένθος, μιας και σήκωσε πάνω της κατοχή και Δεκέμβρη, είναι τώρα βετεράνος με χιλιάδες πληγές στους τοίχους και τα στηθαία των σπιτιών της. Παρακολουθεί λοιπόν τον πόλεμο απ' τις εφημερίδες κι αυτές μεγαλώνουν το χάσμα στο λαό φανατίζοντάς τον για μια τουλάχιστον εικοσαετία. Ο φανατισμός πλήττει βασικά την ηττημένη παράταξη, γιατί στο κράτος που οι εθνικόφρονες δημιουργούν, οι αριστεροί είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Μοναδική παρουσία τού πολέμου στην πρωτεύουσα τα καροτσάκια των αναπήρων αξιωματικών και οπλιτών που πιάνουν προνομιούχες θέσεις στις ποδοσφαιρικές συναντήσεις στο γήπεδο του Παναθηναϊκού.
Εκείνη τη χρονιά βαφτίσαν τον Γιωργοθανάση. Κανείς μας δεν ξέρει ποιά μέρα και σε ποιάν εκκλησιά έγινε, γιατί κανένας φίλος δεν προσκλήθηκε. Φαντάζομαι πως το θέμα ανάλαβε ο θείος Σεραφείμ με τις γνωριμίες που θα πρέπει να είχε, γιατί ήταν κάποιος με ισχύ, το έβλεπες καθαρά στο ντύσιμο, στο ύφος και στο περπάτημά του. Πρέπει, λοιπόν, ο Σεραφείμ να είχε αποφασίσει για τα βαφτίσια όταν έκρινε πως ήταν πια καιρός να διορθωθεί ένα κακώς κείμενο.
Το νέο κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα. Η κυρία Κρητικού, ένα βραδάκι, πριν κλείσει τα πατζούρια, του φώναξε:
– Μπράβο, μπέμπη μου. Μάθαμε πως βαφτίστηκες, να δεις που τώρα θα γίνεις και καλό παιδί.
Όμως ο Γιωργοθανάσης δεν έγινε καλό παιδί. Ένα μεσημέρι τον έπιασε ο πατέρας μου την ώρα που είχε στριμώξει μια γάτα μέσα στο οικόπεδο της Μαίρης κι ήταν έτοιμος να την παλουκώσει. Το ζώο, παγιδευμένο ανάμεσα σε καυσόξυλα και μην μπορώντας να διαφύγει, είχε μείνει στο έλεος, όταν το στιβαρό χέρι του πατέρα μου, που έτυχε να περνάει εκείνη την ώρα από κει, γιατί ήθελε να συζητήσει με τοv αδερφό της Μαίρης τον Στράτο για κάτι ηλεκτρικά, τον άδραξε και τον σήκωσε στον αέρα. Το ζώο έμεινε εκει που ήταν για 3 δευτερόλεπτα, σα να μην πίστευε στην ανέλπιστη σωτηρία του και, μετά, εδωσε μια και χάθηκε σαν σαîτα μέσ' από το άνοιγμα που άφηναν οι ανασηκωμένες λαμαρίνες της πόρτας του οικοπέδου τής Μαίρης. Ο Γιωργοθανάσης, έντρομος, άρχισε να λέει πως είχε εντολή να σκοτώσει τη γάτα γιατί ήταν λυσσασμένη κι είχε μάλιστα δαγκώσει την αδερφή του τη Δανάη.
– Εσύ ’σαι, μωρέ, λυσσασμένο, του λέει ο πατέρας μου, κι άμα σε ξαναδώ να τυραννάς ζωντανό θα σου πάρει ο διάολος τον πατέρα.
Πέρασαν ακόμη τέσσερα χρόνια. Εγώ άρχισα v’ αραιώνω απ’ το στενό. Η διαφορά ηλικίας που είχα με τα σχετικώς μικρότερα παιδιά τού στενού φαινόταν μεγαλύτερη τώρα που εγώ ήμουν 17. Κάθε απόγευμα, γυρνώντας απ’ το γυμνάσιο, έτρεχα στο μεγάλο γήπεδο, πίσω στην οδό Μανουτίου, κοντά στη μάντρα τού Παναθηναϊκού όπου γινόντουσαν ματς με τα παιδιά τού συνοικισμού. Ο Γιωργοθανάσης δέσποζε πια στο στενό με τις φοβερές του τρεχάλες, μ’ εκείνο το ορθοπεδικό χοντροπάπουτσο και τα τρομερά του επιφωνήματα. Η μύτη, τους χειμώνες, συνέχιζε να τρέχει νεράκι κι η μπάλα του όλο και πιο συχνά τράνταζε τα τζάμια της τραπεζαρίας μας. Ξέχασα να πω ότι απ’ το 1949 του έβγαλαν τα σίδερα απ’ το πόδι και φορούσε τώρα ένα ορθοπεδικό παπούτσι.
Το 1954 έπιασε δουλειά σ’ έναν κλειδαρά, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ο κλειδαράς είχε μια τρύπα για μαγαζί. Τρύπες, άλλωστε, φρόντιζε, ενισχυμένες με σιδερικά. Ζώνες αγνότητας για τις πόρτες όταν τ' αφεντικά κοιμούνται ή λείπουν.
Τον συνάντησα στην πόρτα τού μικρού μαγαζιού να φουμαίρνει ένα τσιγάρο. Μόλις με είδε, το γνώριμο χαμόγελο έλαμψε φαρδιά στο πρόσωπό του.
– Τι κάνεις εδώ, Γιώργο; τού λέω.
– Έπιασα δουλειά. Είμαι βοηθός τού κυρ Μίμη. Έχω και πολλά τυχερά, μού λέει και το βλέμμα του γίνεται πρόστυχο. Προχτές είχαμε πάει με τον κυρ Μίμη στου Λορεντζάτου να βάλουμε κλειδαριά.
– Καλά, αυτός δεν έχει πεθάνει εδώ και δυο χρόνια; του λέω.
– Ναί, έχει πεθάνει. Αλλά στο ισόγειο μένει μια Αγγλίδα. Μεγάλη γυναίκα, χήρα. Η κυρία Κάφρεϋ. Στις 2 το μεσημέρι, φεύγει ο κυρ Μίμης για φαϊ και μένω εγώ για να συνεχίσω τη δουλειά. Έρχεται κι η υπηρέτρια και μού λέει να πάω στην κουζίνα και πως η κυρία τής παράγγειλε να φάω καλά και να πιω κρασί.
– Κατάλαβα, του λέω, Γιώργο, τα 'φτιαξες με την υπηρέτρια κι έχεις τώρα γκόμενα στη γειτονιά.
– Κι όχι μονάχα αυτό, αλλά ...
Έπρεπε όμως να φύγω κι έτσι δεν άκουσα τις άλλες ιστορίες που τού συνέβησαν όσον καιρό ασκούσε το τυχερό επάγγελμα [του] βοηθού κλειδαρά.
Εκείνο τον καιρό δυο αδέρφια ήρθαν και πιάσανε το τρίτο σπίτι τού στενού. Ήταν Κρητικοί· ο Κώστας, που σπούδαζε δικηγόρος κι ο Γιώργος που σπούδαζε γιατρός. Ο Κώστας με μουστάκι, ο Γιώργος ξυρισμένος. Ψηλοί, σεμνοί, καλοντυμένοι και γελαστοί. Η γειτονιά τους αγαπούσε και, γενικά, όταν κανείς ήθελε ν’ αναφερθεί σε δαύτους, τοτς αποκαλούσαν «οι Κρητικοί». Πανεπιστήμιο και διάβασμα ήταν η ζωή τους στο τρίτο σπίτι τού στενου γνωστό σαν «της Σούζυ της Αρμένισσας». Προπολεμικά είχε πολύ όμορφο κήπο με τριανταφυλλιές. Στην κατοχή έβγαλαν τα λουλούδια και φύτεψαν ντομάτες.
Η Μπέμπα η Κρητικού γρήγορα έδειξε το ενδιαφέρον της γι’ αυτούς. Στην αρχή γενικό, αργότερα εντοπίστηκε στον δικηγόρο. Προχωρημένη ώρα τους είδαμε, αυτήν στο παράθυρο σκυμμένη, τα μαλλιά της, τα πιο καστανά που υπήρχαν, να χύνονται μπροστά και να γελάει σαν καταρράχτης κι αυτόν δίβουλο στην αρχή να μην ξέρει πώς ν’ αντιδράσει [και] μετά να κομπάζει. Ίσως και να πιστεύει πως είναι ο πρώτος που τού ’λαχε τέτοια τιμή.
Ο Γιωργοθανάσης μπλέχτηκε σ’ αυτή την υπόθεση.
Ο πατέρας της Μπέμπας, περιβολάρης στο μεγάλο κτήμα του Στούκα, που άρχιζε από τη Σούτσου κι η μάντρα του έφτανε στο Ινστιτούτο Παστέρ, είχε κρίση ρευματισμών εκείνες τις μέρες, οπότε αναγκάστηκε να μείνει σπίτι. Η Μπέμπα δεν τολμούσε να ξεμυτίσει! Μόνο ο Γιωργοθανάσης μπορούσε να βοηθήσει γιατί μπαινόβγαινε στο σπίτι της ελεύθερα και μάλιστα η κυρία Κρητικού εξακολουθούσε να τον φωνάζει Μπέμπη – κι ας ήταν 16 χρονώ.
Βοήθησε λοιπόν κι η καρδιά του σπάραζε γιατί ήταν ερωτευμένος μαζί της, όπως αλλωστε κι όλοι μας εκείνον τον καιρό. Το αποτέλεσμα ήταν να τον πουν ρουφιάνο κι η κυρία Σοφία η γυναίκα τού Διονυσόπουλου, του αστυφύλακα, τον είπε έκφυλο. Μετά πάλι τον έχασα για πέντε χρόνια, ώσπου ...
Ήταν νύχτα βαθιά, χειμώνας, τρεις και μισή κι η γειτονιά ξύπνησε από φωνές ξαφνικές που ερχόντουσαν απ’ το στενό. Σηκώθηκα, πλησίασα το πατζούρι κι έπιασα τον παρακάτω διάλογο:
– Μα δε βλέπεις, χριστιανέ μου, που το παιδί είναι ζαβό;
– Ζαβό, ξεζαβό, εγώ θέλω τα λεφτά μου.
– Ποιά λεφτά, δεν καταλαβαίνεις τι σού λέω;
– 300 δραχμές, κυρά μου, όσα έγραψε το ρολόι.
– Ψέμματα λέει, είναι απατεώνας, είπε μια τρίτη φωνή, που δεν είχε ακουστεί μέχρι τότε. Γνώρισα τη φωνή τού Γιωργοθανάση.
– Εσύ σκάσε, παλιομούλε, γιατί θα σε σφάξω.
– Για κάνε πως σφάζεις, κακομοίρη μου. Φυλακή θα σε χώσουνε που πας να εκμεταλλευτείς άρρωστο παιδί.
Δεν είχα πια καμιά αμφιβολία για τα πρόσωπα του περίεργου διαλόγου μες στη νύχτα. Άνοιξαν κάτι παράθυρα και στο φως που χύθηκε απ’ τη σάλα τής κυρίας Κρητικού φάνηκαν, στη μέση τού στενού, ο Γιωργοθανάσης, η θείτσα του κι ένας άγνωστος μεσήλικας που χειρονομουσε, δείχνοντας κάθε τόσο διαθέσεις να ορμήσει στον Γιωργοθανάση πού, πίσω από τη θείτσα του και πιο κοντά στην ξύλινη πόρτα του σπιτιού του –για να μπορεί να το σκάσει, όταν χρειαστεί– με το κεφάλι κάτω («ίσως και να χαμογελάει», σκέφτηκα), το φως έπεφτε τώρα στον μεσήλικα και δεν άφηνε να δεις το πρόσωπό του, κι αυτός, σκυμμένος καθώς ήταν, σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε πρώτα τη θείτσα του, σαν για να σιγουρευτεί, μετά κοίταξε τον άλλον και ρούφηξε τη μύτη λες και έκλειvε μια τελετή – έτσι όπως έκανε όταν τον πρωτογνώρισα.
– Θέλω τις 300 δραχμές. Σ' όλη την Αθήνα με γύρναγε αυτός ο κακοποιός (κι έδειξε με μια πλατειά χειρονομία τον Γιωργοθάνάση που, στα άκουσμα της λέξης «κακοποιός» χαμογέλασε, φουσκώνοντας μάλιστα ελαφρά το στέρνο του), και μετά Πάρνηθα κι επιστροφή.
– Στο δικαστή, παλιοκερατά, θα δώσεις λόγο που τράβαγες το παιδί στην Πάρνηθα, νυχτιάτικα.
Ήταν η θείτσα τώρα που αγρίευε, η φωνή της πρώτα, ύστερα οι κινήσεις της καθώς έριχνε το σώμα μπροστά όπως στη λογχομαχία ή σαν πολεμικός χορός κι ο Γιωργοθανάσης να επιχαίρει, να παίρνει θάρρος κι απότομα να καγχάζει. Ο ταξιτζής μετακινήθηκε λίγο, μπήκε τώρα στο φως κι είδα την έκφραση στο πρόσωπό του, κι ήταν σαν να μην πίστευε στα μάτια του, η ραγδαία φωνή τής θείτσας σέ νότες στριγκές μοιάζαν κατηφόρες με χαλίκια που μόνο πέρδικες τις κατοικούν για ελάχιστο χρονικό διάστημα, όσο για να ερευνήσουν τον καιρό με το ράμφος. Πανάρχαιη φωνή σκλάβας που καθόλου πια δε φοβάται, η φωνή της θείας Ευρυδίκης. Ο Γιωργοθανάσης, ο απατημένος από γέννα, μ' ένα πόδι καμπύλο, γελάει τώρα κι ο ταξιτζής φεύγει απ' το στενό με το κεφάλι κάτω. Η θείτσα κοίταξε τον Γιωργοθανάση με θρίαμβο για ένα μοναχά δευτερόλεπτο· αστραπιαία, το βλέμμα της θόλωσε, τοv άρπαξε απ' τους ώμους απότομα, τον έσπρωξε μέσα στο σπίτι κι έκλεισε πίσω της την πόρτα.
Σαν αστραπή κυκλοφόρησε το νέο πως ο Γιωργοθανάσης, καιρό τώρα, παίζει στις λέσχες χαρτιά όλη νύχτα.
– Τι έγινε Γιώργο εκείνη τη νύχτα που σηκώθηκε στο πόδι η γειτονιά;
Τον έλεγα πια Γιώργο και του άρεσε, γιατί εκείνο το Γιωργοθανάσης ήτανε στίγμα όλα του τα παιδικά χρόνια μέσα στην κοροϊδία.
Άρχισε, λοιπόν, να μου διηγείται, όχι χωρίς κομπασμό, την ιστορία, αφού μου πρόσφερε κι ένα τσιγαράκι «Έθνος εξαιρετικά», λέγοντάς μου:
– Πάρε ένα. Είναι ελαφρά.
«Πάει καιρός», μου λέει, «που σχεδόν κάθε βράδυ πηγαίνω με τον Μάνο τον Κιτσικόπουλο στο μεγάλο καφενείο, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο τέρμα. Εγώ δεν παίζω, αλλά μ' αρέσει να βλέπω. Παρακολουθώ το παιχνίδι του Μάνου που είναι σαϊνι.
– Τί παιγνίδια παίζουν συνήθως;
– Πρέφα και κουμκάν.
– Καλά δεν τον πειράζει το Μάνο να κάθεσαι συνέχεια πλάι του ενώ παίζει;
– Αστειεύεσαι. Αυτός με παρακίνησε να κάθομαι εκεί γιατί με θεωρεί γούρικο.
Ένα βράδυ, ο Μάνος έχανε συνέχεια στο κουμκάν. Δεν είχε καθόλου ρέντα. Ήταν 12 και μισή κι είχε ρεφάρει. Ήξερε καλά πως άμα εύρισκε λεφτά να παίξει μία ωρίτσα ακόμη θα τον έκανε τον άλλο με τα κρεμμυδάκια. Μου δίνει λοιπόν δύο διευθύνσεις φίλων του και μου λέει να πάρω ταξί και να κάνω γρήγορα. Το ταξί θα το πλήρωνα στο τέλος με τα λεφτά που θα έβρισκα. Πρώτα πάω στη λέσχη.
– Ποιά λέσχη;
– Στην Ομόνοια, να βρω τον φίλο του που συχνάζει εκεί κάθε βράδυ.
– Καλά, πώς σ’ άφησαν να μπεις μέσα;
– Τους γνωρίζω όλους. Ο Λεωνίδας όμως δεν είχε πατήσει στη λέσχη.
– Ποιός είναι ο Λεωνίδας;
– Ο φίλος του Μάνου που θα μου 'δινε το χιλιάρικο.
– Και μετά τι έγινε;
– Τι θες να γίνει. Πήγα στη δεύτερη διεύθυνση, στην Κυψέλη, στην οδό Κερκύρας. Ψηλά, τέρμα Θεού. Κατεβαίνω, χτυπάω το κουδούνι, ξαναχτυπάω, να μη στα πολυλογώ βγαίνει αυτός ο φίλος του Μάνου στο παράθυρο, του λέω πως με στέλνει ο Μάνος γιατί θέλει ένα χιλιάρικο, μου λέει «μη φωνάζεις, θα ξυπνήσει η γυναίκα μου» κι ύστερα αρχίζει αυτός να φωνάζει:
– Ρε, μαλακισμένο, αν είχα ένα χιλιάρικο δε θα μ’ έβρισκες σπίτι μου. Απ’ τις φωνές ξυπνάει η γυναίκα του, βγαίνει σ’ άλλο παράθυρο κι αρχίζει να γαβγίζει.
– Φύγε από ’δω, μπάσταρδο, γιατί θα σου χύσω καφτό λάδι.
Ξαναμπαίνω, λοιπόν, στο ταξί και γυρνάω στο καφενείο. Ο Μάνος έχει φύγει, οπότε επιστρέφω σπίτι, λέω στον ταξιτζή «τώρα έρχομαι αμέσως με τα λεφτά». Χώνομαι στο κρεβάτι χωρίς να με πάρει είδηση κανείς και λέω με το μυαλό μου πως θα βαρεθεί και θα φύγει μιας και δε βλέπει κανέναν.
– Καλά, δεν πρόσεξε σε ποιά πόρτα μπήκες; Ρωτάω.
– Εκεί την πάτησα. Νόμιζα πως δεν είδε, γιατί ήταν θεοσκότεινα. Αυτός όμως αφού περίμενε κάνα δεκάλεπτο, άρχισε να βροντάει την εξώπορτα μέχρι που βγήκε η θείτσα μου ... Τα υπόλοιπα τα ξέρεις.
– Τά υπόλοιπα τα ξέρω, του λέω, όμως αυτό που δεν κατάλαβα είναι γιατί ζητούσε 300 δραχμές κι έλεγε πως σε πηγε στην Πάρνηθα.
– Γιατί ήταν απατεώνας, μου λέει, κι ήθελε να κονομήσει.
Συναντήθηκα μια νύχτα, 2 η ώρα, στην εξώπορτα του σπιτιού μου, με τον Μάνο, που γύρναγε απ' το καφενείο. Του ’πα για την ιστορία που μου ξεφούρνισε ο Γιωργoθανάσης σχετικά με το ταξί. Μ’ άκουσε χωρίς να διακόπτει, καπνίζοντας. Μετά έφτυσε με δύναμη, κάτι που συνήθιζε πριν αρχίσει να μιλάει.
– Το μπάσταρδο, λέει. Είναι όμως καλό παιδί κι έχει και πλάκα.
– Δηλαδή δεν είναι έτσι η ιστορία, Μάνο;
– Καλά, μου λέει, εσύ είσαι έξυπνος άνθρωπος. Είναι δυνατό να έστελνα τον Γιώργο μες στη μέση της νύχτας να μου βρει λεφτά;
Κι ύστερα, σκύβοντας προς το μέρος μου, και με χαμηλή φωνή:
– Ο Γιώργος έχει μια γκομενίτσα. Στο Μενίδι. Πήγε λοιπόν με ταξί και του ‘πε να, περιμένει. Στο μεταξύ τον έστησε τον ταξιτζή κανένα τρίωρο κι αυτός έκανε το κομμάτι του. Τη ζήτησε μάλιστα σε γάμο απ’ τον πατέρα της, ο αθεόφοβος!
Έφτυσε πάλι και με καληνύχτισε.
Τον Γιωργοθανάση δεν τον ξαναείδα. Άλλαξε γειτονιά.
[ (30 Δεκεμβρίου 1977) Δημοσιεύτηκε στο περ. Τραμ/9, Μάιο 1978 ]