Ήταν ένας απ’ αυτούς που ζουν εκτός τόπου και, ίσως, εκτός χρόνου. Δεν ανήκε στην εργατική τάξη, δεν δούλευε για το κράτος, ούτε υπάλληλος σ’ εταιρία ήταν, ούτε κοσμικός ήταν, δεν είχε καν φίλους να πηγαίνει τα βράδια στην ταβέρνα. Πολλά πράγματα δεν ήταν.
Ήταν ένας μοναχικός άνθρωπος; Ήταν συλλέκτης, ήταν μπανιστηρτζής, ήταν τουλάχιστον φίλαθλος, να πηγαίνει στο Καραϊσκάκη τις Κυριακές να βλέπει τον απαράμιλλο Ολυμπιακό και να χτικιάζει μ’ αυτούς τους ασυνείδητους που φοράνε τη δοξασμένη φανέλα του ιστορικού συλλόγου; Όχι, δεν ήταν συλλέκτης. Δεν ήταν ούτε φίλαθλος. Αγνοούσε και αυτή την ύπαρξη του Ολυμπιακού.
Τι ήταν;
Ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά τους: Έμενε σ’ ένα παλιό τριόροφο στην Κυψέλη. Όχι στον κεντρικό δρόμο, αλλά σε μια από αυτές τις καθέτους που έχουν διώροφα και τριώροφα. Το τριώροφο ήταν δικό του· το ’χε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Ήταν εδώ και έντεκα χρόνια παντρεμένος κι είχε και δύο κόρες: 10 χρονών και 8.
Δεν είχε κανονική δουλειά. Νοίκιαζε τους άλλους δύο ορόφους κι εβγαζε 6 χιλιάρικα. Ο ίδιος νοίκι δεν πλήρωνε, κοινόχρηστα δεν είχε, κι όσο για τηλέφωνο, δεν είχε βάλει ποτέ του – γιατί σιχαινόταν τον ήχο του.
Η ζωή του ήταν μετρημένη. Για τους άλλους όμως. Γι’ αυτούς που τον έβλεπαν πώς ζούσε. Μπορεί ποτέ οι άλλοι να ξέρουν πώς ζεις; Μόνο εσύ ο ίδιος ξέρεις τη ζωή σου, που ΄ναι κάτι πολύ παραπάνω απ΄το να ΄χεις την τάδε δουλειά ή την τάδε γυναίκα.
Η δική του ζωή ήταν περίεργη. Ήταν όμως μια ζωή που άξιζε να την ζήσει, τον γέμιζε περιπέτεια, αγωνία και... Δεν την ήξερε τη λέξη. Μακαριότητα θα ’θελε να πει, αν μπορούσε.
Ήξερε όμως να παίζει πιάνο με τις ώρες και ν΄ακούει τους ήχους, ενώ συνήθως έψαχνε για καινούριους. Αυτή η συνεχής σειρά ήχων ήταν κάτι περισσότερο από μελωδία· ήταν το ίδιο το μυαλό ή κάποια επιτυχής έκδραση όχι μόνο εκείνης της στιγμής αλλά και πολλών άλλων, όπως όταν ανάσκελα στο μεγάλο κρεβάτι κοιτάζει το γαλάζιο ταβάνι με τους χάρτες της καπνιάς, που ξεφτίζει.
Αργά κάθε πρωί, στις 10 παρά τέταρτο, ξεκινούσε για το κέντρο, με προορισμό τα γραφεία μιας αντιπροσωπείας που είχε ο θείος του. Του είχαν δώσει ένα γραφείο, σήκωνε το τηλέφωνο και κρατούσε σημειώσεις σ΄αυτά που του ΄λεγαν και θα 'πρεπε, φεύγοντας, να τα αφήνει στο γραφείο του θείου του,που ερχόταν μεσημέρι κι έμενε μέχρι αργά. Εκείνος δεν καθόταν ποτέ πάνω από 3 ώρες. Προτού η ώρα γίνει μία σηκωνόταν να φύγει. Κι αυτό, όχι επειδή βαριόταν, αλλά [επειδή] δεν ήθελε να μπλέξει με το λεφούσι των ανθρώπων που συνοστιζόταν στις αφετηρίες.
Γύρω στη 1 παρά 10΄ περνούσε στο αριστερό πεζοδρόμιο της Σανταρόζα, έβγαινε στην Πανεπιστημίου, τη διέσχιζε και [έφτανε] κατευθείαν στο Rex όπου άρχιζε να βλέπει φωτογραφίες. Από εκεί ανέβαινε λίγο πιο πάνω, στο Ideal, έβλεπε κι εκεί, ξανακατέβαινε, μετά, την Πανεπιστημίου (περνώντας από το Rex, όπου είχε ήδη κοιτάξει), στην Titania. Πάντοτε γινόταν με την ίδια σειρά: Rex-Ideal-Titania. Δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αλλάξει γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να το ξεχάσει. Το γιατί δεν το ξεχνούσε ήταν απλό: Αυτός είχε δημιουργήσει τη σειρά στο μυαλό του.
Στις φωτογραφίες έβλεπε πολύ περισσότερα απ’ ό,τι έβλεπαν οι άλλοι. Ο ίδιος, βέβαια, δεν τό ΄ξερε γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει πώς και πόσο σκέφτονται οι άλλοι.
Υπήρχαν ώρες που νόμιζε πως όλοι ήταν τρελοί. Ακόμη κι η γυναίκα του, η Ανθή, που ΄χε χοντρύνει και τον κοίταζε περίεργα – έτσι που την φοβόταν. Κι ο φόβος του προερχόταν ακριβώς από το γεγονός ότι δεν ήξερε τι σκεφτόταν.
Πάνε χρόνια δεκατρία που τη γνώρισε. Ήταν τέλος καλοκαιριού του 1958. Στα λουτρά της ΟΥΛΕΝ, στην αρχή του Παλαιού Φαλήρου, εκεί, μετά τις εγκαταστάσεις της Αεροπορίας, στο στρίψιμο του παραλιακού δρόμου.
Συνήθιζε να πηγαίνει μόνος του για μπάνιο. Και πήγαινε πάντα στο ίδιο μέρος. Το ’χε βρει από παλιότερα, του άρεσε, κι έτσι έπαιρνε το λεωφορείο [και] το μαγιό του τυλιγμένο σε μιαν εφημερίδα.
Ήταν του Σταυρού. Η Ανθή βρέθηκε στις καμπίνες της ΟΥΛΕΝ με δυο φίλες, δυο γειτονοπούλες. Λιγοστός ήταν ο κόσμος στην παραλία, δύο σύννεφα σκέπαζαν τον ήλιο και μια γλυκειά μελαγχολία ξεκινούσε απ’ τον φυσικό περίγυρο κι απλωνόταν στα έμψυχα. Έτσι, τα γέλια των τριών κοριτσιών, ή μάλλον των δύο –η Ανθή σπανίως γελούσε– έκαναν τον ήρωά μας που καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη σ’ ένα τσιμέντο, να στρέψει το κεφάλι του προς το μέρος τους.
Για την κοινή μας διευκόλυνση, συγγραφέα και αναγνωστών, θα πρέπει να δώσουσε κι ένα όνομα στον ήρωα κι έτσι απερίσπαστοι να παρακολουθήσουμε από κοντά μια μοιραία ιστορία που άρχισε το μελαγχολικό εκείνο πρωινό του Σεπτεμβρίου στη μίζερη παραλία της ΟΥΛΕΝ για να καταλήξει, έντεκα χρόνια αργότερα, στην απελπσία και στην καταστροφή.
Είναι σίγουρο πως οι 3-4 λουόμενοι της παραλίας δεν κατάλαβαν πως η μοίρα έπεσε ανάμεσά τους και σημάδεψε δυο ανύποπτους ανθρώπους που ’χαν έρθει να κάνουν το μπάνιο τους.
Οι ήρωες όμως κατάλαβαν. Κι ο μεν Φίλιππος έχασε τη νηφαλιότητά του, σηκώθηκε κι άρχισε να κόβει βόλτες έξω από τις καμπίνες, ενώ η Ανθή, σπρωγμένη από μια μυστηριώδη δύναμη, παράταγε το μπάνιο και τις φίλες της κι έβγαινε έξω.
Ήλθε προς το μέρος του, τουρτουρίζοντας. Εκείνος σταμάτησε να βολτάρει κι έμεινε ακίνητος. Έτσι μεγαλόσωμος που είναι, με τις φαρδιές του πλάτες, της κρύβει τη θέα. Αστραπιαία, απ’ το μυαλό της Ανθής περνάει η εικόνα του πατέρα της, νεότερος, πριν δεκαπέντε χρόνια, στο σπίτι της νουνάς της, να την έχει στους ώμους –όχι στην πλάτη, στους ώμους–, κι εκείνη να προσπαθεί με τα χεράκια της να φτάσει έναν πολυέλαιο. Μπροστά της ήταν κόσμος, συγγενείς που χειρονομούσαν, μπουκάλια. Τώρα μπροστά της ήταν αυτός ο άγνωστος που της θύμιζε τον Ηenri Vidal, τον ηθοποιό που της αρέσει.
Όλα αυτά γίναν μέσα της σε μερικά δευτερόλεπτα και σ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα ο Φίλιππος δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Το οποίο σημαίνει πως τα πράγματα μείναν μετέωρα στο μυαλό της και δεν δόθηκε καμιά συνέχεια.
Μην ξεχνάμε πως είμαστε στο 1958 κι ακόμα υπάρχουν οι παραδοσιακές σχέσεις. Ο άντρας είναι δράση, κι ο άντρας εδώ έδειξε αδράνεια. Η Ανθή απομακρύνθηκε και πήγε στις φίλες της. Κι αυτός, μ’ ένα αίσθημα φόβου, ντύθηκε βιαστικά κι έφυγε.
Την άλλη μέρα ξαναπήγε. Είχε ήλιο κι ήταν πολύ περισσότερος κόσμος. Κάθησε τρεις ολόκληρες ώρες, κι όταν πια έφυγε μεσημέρι, ανακάλυψε πως δεν είχε έρθει για να κάνει μπάνιο, όπως συνήθως, αλλά για να συναντήσει εκείνη την κοπέλα.
Η κοπέλα είχε κιόλας στήσει τη μηχανή της. Το θηλυκό είχε αρχίσει να υφαίνει στο μυαλό του το ΣΧΕΔΙΟ. Το αρσενικό μοιραία θα υποτασσόταν. Πώς να τα βάλει με μια γυναίκα που μεγάλωσε με τις συμβουλές της μάνας της, με τις εξομολογήσεις των συμμαθητριών της και μ’ αυτές τις φαντασιώσεις για το τι μπορεί να κάνει ένας άντρας και μια γυναίκα, που τους έχει ευλογήσει ο ιερέας, σε μια σκοτεινή, δρύινη κρεβατοκάμαρα; Κι ύστερα εκείνη θα ΄ριχνε όλες της τις δυνάμεις στην εκτέλεση του ΣΧΕΔΙΟΥ, ενώ αυτός, υπνωτισμένος, είχε ήδη υποταχτεί απ’ την πρώτη στγμή, απ’ την πρώτη ματιά· ήταν η πρώτη γυναίκα που τον είχε κοιτάξει έτσι.
Την παράλλη ξαναπήγε και τη συνάντησε. Σ΄έναν χρόνο παντρεύτηκαν, στήσαν το σπιτικό τους στην Κυψέλη κι άρχισαν να περνούν ζωή χαρισάμενη.
Είχε πολλή τρυφερότητα μέσα του αυτός ο ανοικονόμητος και, το κυριότερο, την είχε διαφυλάξει. Η Ανθή πήρε το πλούσιο μερίδιό της σαν κάτι που το άξιζε. Κάναν έρωτα κάθε βράδυ κι αν είχε δοκιμάσει κι άλλους άντρες πριν απ’ τον Φίλιππο, θα ΄ταν πολύ ευχαριστημένη που τον είχε «χτυπήσει».
Ο κόσμος τους ήταν πολύ κλειστός. Εκείνος δε δούλευε κι έμενε όλη την ώρα μέσα. Το γιατί δε δούλευε ήταν ένα μυστικό που δεν είχε δικαίωμα κανείς –ούτε κι αυτή η γυναίκα του, η Ανθή– να το θίξει. Ήταν σαν μια μυστική συμφωνία που κάναν οι γονείς του με τους γονείς της, λίγες μέρες πριν παντρευτούν. Πάντως χρήματα είχαν, τους έδιναν οι γονείς του κι έτσι, μιας και υπήρχε το ψιλό, δεν υπήρχε λόγος να γίνει και ζήτημα το γεγονός ότι δεν δούλευε.
Το βράδυ έκλειναν τα φώτα κι έμεναν με τις ώρες ξύπνιοι πάνω στο κρεβάτι. Οι γυμνασιακές φαντασιώσεις της Ανθής παίρναν σάρκα και οστά και ο σκοτεινός όγκος του, αφού την χάιδευε με μιαν ανείπωτη τρυφερότητα, έπεφτε απάνω της και της άλλαζε τα φώτα. Βέβαια, δεν της έκανε όλες αυτές τις βρωμιές που κάναν μερικοί άντρες στις φίλες της, όπως εκείνος ο λεχρίτης ο κουρέας, ο άντρας της Παρασκευής, που της το έκανε την ώρα που η Παρασκευή έριχνε το αλάτι στην κατσαρόλα.
Στα δύο χρόνια γεννήθηκε το πρώτο παιδί: κορίτσι. Μέσα σε δυο βδομάδες ο Φίλιππος κατάλαβε πως κάτι άλλαξε ριζικά και αμετάκλητα. Δεν ήταν πια οι δυο τους, εκείνος και η Ανθή. Το μωρό, και οι φροντίδες που δικαιωματικά απαιτούσε, έμπαιναν ανάμεσά τους. Και για την Ανθή, καλά· σαν θηλυκό θα συνήθιζε – κι όπως, τελικά, συνήθισε. Για κείνον όμως έσπασε ο κόσμος του, έσπασε η σχέση του.
Τον επόμενο χρόνο, ένα γεγονός, διαφορετικό αυτή τη φορά, ήρθε να ταράξει και πάλι τα νερά. Είχαν ανέβει στο πάνω πάτωμα, στους γονείς του. Είχαν καθίσει στο τραπέζι να φάνε κι εκεί, ξαφνικά, η μάνα του, καθώς έφερνε το κουτάλι στα χείλη της, έπεσε σαν κεραυνόπληκτη με το κεφάλι στη σούπα. Το κουτάλι τής έφυγε απ’ τα χέρια και, σε λίγο, το πιάτο και το πρόσωπο τής σχετικά νέας ακόμη κυρίας, είχαν το ίδιο χρώμα.
Αυτά τα αναθεματισμένα βιβλία, τα ρομάντσα, ακόμη και τ΄αναγνωστικά του σχολείου που με φράσεις σατανικές όπως τούτη: «κι έγειρε ήσυχα το κεφάλι στο πλάι και ξεψύχησε σαν το πουλάκι», σου δίνουν λανθασμένες εικόνες...
Κάτι τέτοιο θα σκεφτόταν ο Φίλιππος κι η ζωή του άλλαξε απ’ την ώρα που το κεφάλι της μάνας του κύλησε στο πιάτο.
Μια δεύτερη γέννηση ήρθε σαν ισορροπία –πάλι κορίτσι– κι ο καημένος χάρηκε αυτή τη φορά. Το πρώτο παιδί τούς χάλασε τη σχέση, το δεύτερο θα τους έφτιαχνε την οικογένεια.
Ήταν Νοέμβρης του 1963, Κυριακή, κι ο Φϊλιππος βγήκε να ψηφίσει, όπως όλοι οι Έλληνες. Ήταν πολύς κόσμος, είχαν κάνει ουρά εκατό μέτρων, οι στρατιώτες με τα κράνη και τις ξιφολόγχες, τα πατημένα ψηφοδέλτια, ο γκρίζος ουρανός, κάποιος τον πρόσβαλλε κι αυτός ένοιωσε σκοτοδίνη.
Αν είμασταν μες στο μυαλό του θα βλέπαμε πως θυμήθηκε παλιά πράγματα δυσάρεστα, στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων Τριπόλεως, μεγάλη ουρά τότε οι νεοσύλλεκτοι, τσίτσιδοι, κι οι γιατροί εξέταζαν αράδα.
– Ρε, αρκούδα, ντρέπεσαι να δείξεις τ’ αρχίδια σου; Είχε φωνάξει ξαφνικά ένας μαυριδερός επιλοχίας, κι ο Φίλιππος, 1,86 ανάστημα, με δύναμη βοδιού, ένοιωσε σα σκόρος.
Σηκώθηκε κι έφυγε· γύρισε σπίτι, κλειδώθηκε, ανησύχησαν όλοι, αυτός δεν έτρωγε, έκανε δυο μέρες να βγει κι όταν βγήκε ήταν αλλιώτικος.
Δεν ξανάκανε έρωτα στην Ανθή, μιλούσε σπανίως στην Ανθή, έπιασε δουλειά στο θείο του κι άρχισε αυτόν τον γύρο των κινηματογράφων με τη σειρά, όπως είπαμε στην αρχή της ιστορία μας.
Το περίεργο είναι ότι όλοι, και μέσα σε ελάχιστο διάστημα, συνήθησαν και δέχτηκαν την καινούρια κατάσταση.
– Μα, τι; θα πείτε. Η ανάμνηση ενός δυσάρεστου γεγονότος ή, αν το θέλετε, μπορεί ποτέ η προσβολή ενός λοχία σ΄έναν νεοσύλλεκτο, να του κάνει τη ζωή ποδήλατο και μάλιστα μετά την πάροδο δέκα ολόκληρων χρόνων; Βέβαια όχι. Πρέπει όμως, από δω και πέρα, να δεχθούμε πως ο ήρωάς μας είναι σχιζοφρενής κι έτσι, μια ασήμαντη για μας αιτία, αποτελεί για κείνον την αφορμή για το ξέσπασμα της ύπουλης αρρώστιας.
Καημένοι γονείς, που πήγατε να προφυλάξετε το παιδί σας από τη φρίκη του ψυχιατρείου. Γι’ αυτό και κάνατε το μυστικό εκείνο πρωτόκολλο με τους γονείς της Ανθής και σιωπηλά συμφωνήσατε να μη δουλεύει.
Κι η Ανθή; Τι να σου κάνει η Ανθή. Η Ανθή που ’φαγε τα χρόνια της σχεδιάζοντας πώς θα κατακτήσει τον άντρα, δεν είχε τώρα τα μέσα, ούτε την εξελιγμένη θηλυκότητα για να μπει στον κόσμο του, στον κόσμο ενός τρελού.
Έτσι χωρίσαν οι δρόμοι τους. Συναντιόντουσαν στο τραπέζι, όπου δε μίλαγαν, και στο κρεβάτι, για ύπνο. Τις υπόλοιπες ώρες εκείνος ή έπαιζε πιάνο ή κοίταζε το ταβάνι καθισμένος στο κρεβάτι ή –κι αυτό το βεβαιώνουν οι γείτονες που τους είδαν πολλές φορές– μιλούσε με το [μικρό] κοριτσάκι του τ΄απογεύματα, στον κήπο, κοντά στον φοίνικα.
Θα πρέπει, λοιπόν, να ρωτήσουμε το κοριτσάκι του, τη δευτερότοκη, για να μας πει τι της έλεγε τέλος πάντων.
Ήταν ένα πρωί του φθινοπώρου, η βροχή κρεμόταν και στα μπαλκόνια των σπιτιών της παρόδου συνωστιζόταν κόσμος, παιδιά και γυναίκες. Στο δρόμο δύο περιπολικά κι ένα ασθενοφόρο. Αστυφύλακες εν στολή και άλλοι, με πολιτικά και χαρτοφύλακες και διάφορα εργαλεία ανέβαιναν βιαστικά τις σκάλες του σπιτιού.
Καλύτερα να φύγουμε. Η καταστροφή χτύπησε το σπίτι του Φίλιππου και της Ανθής κι εμείς που πήγαμε να ρωτήσαμε το κοριτσάκι του, θα φύγουμε άπρακτοι γιατί το κοριτσάκι είναι σφαγμένο κι εκείνος άλαλος σα να ΄χει δει ξωτικό.
Ο κόσμος σπρώχνεται για να δει τον φονιά. Ακούγονται κιόλας οι πρώτες γυναικείες κατάρες. Φωνές σαν στυμμένα σφουγγαρόπανα.
– Κακούργε! Σκοτώστε τον! Απ’ το Θεό να το ’βρεις.
( 29 Μαϊου 1975 )