Ο Τάσος Δενέγρης γεννήθηκε το 1934, αλλά στα βιογραφικά σημειώματα ανέφερε ως έτος γεννήσεώς του το 1935 – όσοι τον έζησαν, καταλαβαίνουν μάλλον τους λόγους της πλαστογραφίας. Έχοντας σπουδάσει σινεμά στο Centro Sperimentale di Cinematografia στη Ρώμη, τη δεκαετία του ’50, δούλεψε τη δεκαετία του ’60 ως βοηθός σκηνοθέτης σε διεθνείς και ελληνικές κινηματογραφικές παραγωγές, χαμηλού κόστους, ως επί το πλείστον, σε μερικές από τις οποίες πήρε μέρος και ως κομπάρσος. Ουδέποτε είχε νοσταλγίες και, ως εκ τούτου, ποτέ δεν καθηλώθηκε στο παρελθόν. Σπανίως μιλούσε για το Πάλι – και μόνο αν τον ρωτούσες. Εκτός από τον Αλέξη Ακριθάκη με τον οποίο ήσαν φίλοι από την εφηβεία τους, αγαπούσε πολύ τον μακαρίτη Γιώργο Μακρή και τη Μαρία Μήτσορα. Μου διηγήθηκε πολλές ιστορίες με τον Μακρή. «Έχω την ελευθερία της πτώσεως / Αυτή η πτώσις / Είναι δική μου / Και μου ανήκει». Την περίοδο της δικτατορίας, γνωστή και ως Επταετία, το καθεστώς τον απολύει από το Υπουργείο Προεδρίας όπου εργαζόταν και θα εργαστεί στον Παναθηναϊκό ως διερμηνέας του Φέρεντς Πούσκας. Ο Τάσος, ως γνωστόν, ήταν πολύ κομψός και ξόδευε πολλά χρήματα για να ντυθεί. Έδινε μεγαλύτερη σημασία στο πάνω μέρος του σώματος από το κάτω, πλην των υποδημάτων – τα παντελόνια δεν τον απασχολούσαν ιδιαίτερα, γεγονός για το οποίο του είχα εκφράσει πολλές φορές την δυσαρέσκειά μου. Το πρώτο ποίημα που έγραψε ήταν το «Ψυχρός πόλεμος» το Νοέμβρη του 1952, το οποίο θα συμπεριληφθεί ως εναρκτήριο ποίημα στην πρώτη του συλλογή Θάνατος στην πλατεία Κάνιγγος, το 1975. «Εμείς θα φάμε ψάρι με τα λέπια». Απέφευγε τις εντάσεις και ήταν ανεκτικός. Μιλούσε απταίστως τέσσερις ξένες γλώσσες: γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά και ιταλικά. Μετέφρασε λογοτεχνία και από τις τέσσερις.
Λεπτομέρειες για τον Τάσο Δενέγρη
Κάποια στιγμή μας εκμυστηρεύτηκε ότι ακόμα δεν είχε διαβάσει καλά τον Καβάφη. «Μάλλον δεν τον έχω διαβάσει καθόλου», διόρθωσε.
Τον συνάντησα για πρώτη φορά τον χειμώνα του 1986, στο σπίτι του, στην οδό Χρυσοστόμου Σμύρνης, στο Νέο Ψυχικό, μια μονοκατοικία που σήμερα είναι πολυκατοικία, όπου συμβίωνε με την τότε σύντροφό του Μαργαρίτα Βασιλά και την κόρη της Ζουλί. «Ωραίος ο δρόμος του σπιτιού μου». Συνδετικός κρίκος γι’ αυτή την ευτυχή συνάντηση ήταν ο κοινός μας φίλος, ποιητής Γιάννης Τζώρτζης. Έως τότε ήξερα πολύ καλά την ποίησή του [ο πρώτος που μου μίλησε για τον Δενέγρη με ανυποχώρητο θαυμασμό ήταν ο Γ.-Ι.Μ.]. Ο Τάσος εκείνο το βράδυ, που έμελλε να εξελιχθεί σε μαραθώνιο, δηλαδή να γίνει νύχτα και ξημέρωμα, ήταν εκνευρισμένος και δύσθυμος. Οι παρατεταμένες περιπέτειες της υγείας της μητέρας του στα νοσοκομεία τον είχαν καταβάλει. Σιγά σιγά συνήλθε. Ήπιαμε πολύ μπέρμπον εκείνη τη νύχτα και καπνίσαμε χασίς μιλώντας σχεδόν για τα πάντα. Για τον Μπόρχες, τον Κορτάσαρ, του οποίου είχε πάντα μια φωτογραφία στον μπουφέ, τον Οκτάβιο Παθ (όπως επέμενε να προφέρει), τον Σάμπατο, τον Κόρσο, τον Φίλιπ Λαμαντία, τον Φρανκ Ο’ Χάρα, την arte povera, τη Λουμπλιάνα, το Ζάγκρεμπ, τον Φράνσις Μπέικον, τη Γενιά του ’30, τις γειτονιές της Αθήνας, τον Σικελιανό, την ΑΕΚ, τον Μπάγιεβιτς και τον συμμαθητή του απ’ το Κολλέγιο και μετέπειτα τερματοφύλακα του Ολυμπιακού Θεοδωρίδη. Κάποια στιγμή μας εκμυστηρεύτηκε ότι ακόμα δεν είχε διαβάσει καλά τον Καβάφη. «Μάλλον δεν τον έχω διαβάσει καθόλου», διόρθωσε. Την περίοδο εκείνη πρωταγωνιστεί στην ταινία του Σταύρου Τσιώλη Σχετικά με τον Βασίλη. Η εμπειρία δεν τον συναρπάζει. Βαριέται. Τα γυρίσματα τον κουράζουν. «Μα να μην έχω ούτε μία ερωτική σκηνή;» διαμαρτύρεται. Όταν η ταινία βγαίνει στις αίθουσες δίνει μια συνέντευξη στην εφ. Ελευθεροτυπία. «Για δες», μου λέει, «έφτασα 52 χρονών, έχω εκδώσει τέσσερα βιβλία και μόλις έδωσα την πρώτη συνέντευξη στη ζωή μου, αλλά ως “ηθοποιός”».
Συνδεθήκαμε με στενή φιλία για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Υπήρξε προτρεπτικός, αλληλέγγυος, τρυφερός, ευγενής, απρόβλεπτος, προστατευτικός, ένεκα της διαφοράς ηλικίας [είχα την ίδια ηλικία με τους δυο γιούς του, Γεράσιμο και Μανώλη], γενναιόδωρος, παρορμητικός, συμβουλευτικός (κυρίως ως προς τις οικονομικές μου ακρότητες, τον υφέρποντα αλκοολισμό μου –κι ας κάπνιζε, κι ας έπινε κι ο ίδιος– και τους ανήσυχους, υπερβολικούς έρωτές μου), διασκεδαστικός, ακριβός φίλος. Έτσι ήταν με όσους αγαπούσε.
[Στο Βερολίνο] τη γάτα την είδαμε μόνο μια φορά, την ημέρα της αφίξεώς μας.
Τον Ιούλιο του 1989 πετάξαμε στο Δυτικό Βερολίνο, όπου θα μέναμε για μεγάλο διάστημα. Ο Τάσος, αν και φαινομενικά υπερβολικά ήρεμος, είχε μεγάλες υποχονδρίες, άγχη και μονομανίες που εναλλάσσονταν. Μολονότι τον είχα διαβεβαιώσει ότι δεν συνέτρεχε κανένας λόγος ανησυχίας, ανησυχούσε συνεχώς για χίλια δυο πράγματα. Κάποια στιγμή ζήτησε από τον Αλέξη Ακριθάκη να του καταρτίσει μια λίστα με τα πιο ωραία καφέ, εστιατόρια και μπαρ του Βερολίνου. Πράγματι, ο Ακριθάκης ανταποκρίθηκε αυθωρεί και παραχρήμα. Του έγραψε ιδιοχείρως σε μια σελίδα Α6 από ένα μπλοκ ζωγραφικής τα καταστήματα, με τον εξαίσιο γραφικό χαρακτήρα του. Ο Τάσος μού χάρισε τη σελίδα. Δύο δεκαετίες αργότερα την κορνιζάρισα και ήμουν υπερήφανος που είχα αυτό το χειρόγραφο του Ακριθάκη. Ώσπου μια νύχτα του 2014, μια γυναίκα, σ’ έναν άγριο καυγά μεταξύ μας, το ξεκρέμασε απ’ τον τοίχο και το κατέστρεψε με τα τακούνια της.
Στο Βερολίνο, με τη μεσολάβηση της φίλης μου Μαρίας Μινέτου, θα εγκατασταθούμε στο διαμέρισμα του συγγραφέα Τεό Ρόμβου και της γυναίκας του [στην Nieburstrasse], οι οποίοι βρίσκονται στην Ελλάδα και μας το έχουν παραχωρήσει με την υποχρέωση να ταΐζουμε τη γάτα τους. Τη γάτα την είδαμε μόνο μια φορά, την ημέρα της αφίξεώς μας. Από εκεί κι έπειτα κρυβόταν, δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά. Πρέπει να είχε φρικάρει, μάλλον. Βάζαμε κάθε βράδυ Friskies, πριν βγούμε έξω. Όταν γυρίζαμε, συνήθως ξημερώματα, βλέπαμε εάν η γάτα είχε φάει το φαγητό της και καταλαβαίναμε αν είναι καλά. Βρίσκαμε το πιάτο άδειο και πέφταμε για ύπνο ήσυχοι. Παράξενο για έναν ποιητή ο οποίος αγαπούσε πολύ τις γάτες –είχε δυο τρεις γάτες τότε στο σπίτι του– και, βεβαίως, είχε αποτυπώσει λογοτεχνικά τις αμέτρητες δολοφονίες τους από αυτοκίνητα και ασυνείδητους οδηγούς στους δρόμους. «Όμως το φταίξιμο / Πέφτει στην πόλη / Γιατί στο βάθος / Ποτέ της δεν αγάπησε / Τη γάτα πριν πεθάνει».
Θα περπατήσουμε πολλά χιλιόμετρα, ως τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του Δ. Βερολίνου. Δεν πήραμε ταξί ούτε μια φορά. Τα μεσημέρια πίνουμε πίσκο και βότκα στο «Paris Bar». Θα ξενυχτίσουμε κατά συρροή στο «Εστιατόριον». Ο Τάσος θα μεταφράσει την εναρκτήριο παράγραφο του διηγήματος «Γράμματα της μαμάς», από τη συλλογή διηγημάτων Τα μυστικά όπλα, του Χούλιο Κορτάσαρ, δέκα με δεκαπέντε φορές. Ζήσαμε πολλές ανοίξεις και καλοκαίρια στην Αίγινα. Μέναμε στα μπανγκαλόου της προσφάτως χαμένης Κατερίνας Αγγελάκη και του Ρόντνεϊ Ρουκ και σε δωμάτια ξενοδοχείων. Βλέπαμε τον φίλο μας, ποιητή Πέτρο Μοροζίνη. Κάθε φορά ανεβαίναμε στο Ναό της Αφαίας. Κάθε φορά μαγευόμαστε από τη συμμετρία και την ομορφιά και σχηματίζαμε το τρίγωνο των ναών. Ακρόπολη-Σούνιο-Αφαία. Πίναμε καφέ στην καντίνα περιμένοντας το λεωφορείο από την Αγία Μαρίνα να μας μεταφέρει στο λιμάνι.
Κάποτε του είχε κολλήσει ν’ αγοράσει ένα πιστόλι –όχι εννοείται για να σκοτώσει κάποιον, ούτε για προστασία– και με ρωτούσε συνεχώς εάν έχω καμιά άκρη.
Την ημέρα της κηδείας του Νίκου Καρούζου θα είμαστε μαζί. Επιστρέφοντας το βράδυ από το σπαρακτικό νεκροταφείο του Ναυπλίου θα κρυφτούμε στο «Μικρό μπαρ», πίνοντας «ως το φουκαριάρικο συκώτι μας». Η κριτική ή, αυτό που έχει απομείνει από την κριτική στις μέρες μας, δεν έχει ασχοληθεί ακόμα σοβαρά με το έργο του. Σε ζητήματα ερωτικής φύσεως δεν είχε καμία αναστολή. «Περιμένοντας την Αγία Ιωάννα / Ιωάννα πόρνη / Αγάπη μου Ιωάννα, το γνωστό βηματισμό σου περιμένοντας». Μου είχε αναφέρει ότι πριν τελέσει τον πρώτο, από τους τρεις γάμους του, είχε αρραβωνιαστεί πολλές φορές. Ίσως πέντ’ έξι, ίσως περισσότερες, δεν θυμάμαι ακριβώς. «Μαγική εικόνα / Υποτροφία στη στύση μου / Αλεπού που τριγυρνάς στα έλη».
Αντιπαθούσε την Ύδρα. Η κριτική ή, αυτό που έχει απομείνει από την κριτική στις μέρες μας, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να λάβει υπόψη της την επίδραση που άσκησαν στην ποίησή του τα b-movies και η ψυχεδέλεια, εάν και όταν αποφασίσει ν’ ασχοληθεί σοβαρά με το έργο του. Κάποτε του είχε κολλήσει ν’ αγοράσει ένα πιστόλι –όχι εννοείται για να σκοτώσει κάποιον, ούτε για προστασία– και με ρωτούσε συνεχώς εάν έχω καμιά άκρη. Του απαντούσα όχι, αλλά συμπλήρωνα ότι θα είχα το νου μου μήπως ακούσω κάτι. «Δεν ήθελα λοιπόν να του προσδώσω / Ρομαντική χροιά / Ούτε και να του δώσω / Στους παρανόμους θέση / Ή στην Ιστορία / Μονάχα μια στιγμή να μπω / Ήθελα στο μυαλό του».
Είχε αστραφτερό χιούμορ. Στο Βερολίνο, ένα απόγευμα που τρώγαμε στο Bleibtrau Café, του έλεγα ότι παλιότερα αρρώσταινα συχνά· με κοίταξε λοξά και χαμογελώντας μου είπε: «Δηλαδή, τι πάθαινες; Χιονίστρες;»
Στις πόλεις, του άρεσαν οι μεσοαστικές και κάποτε οι υποβαθμισμένες περιοχές, στις οποίες πήγαινε πάντα με τα πόδια. Αν και έκανε συστηματική χρήση κάνναβης από τη νεανική του ηλικία, δεν έμαθε ποτέ να στρίβει τσιγάρα. «Σάββατο βράδυ / Ήμουν άγγελος, αρκούδα, ταπεινός, δυνατός / Αδιάφορος / Πανταχού παρών στο χάος / Συγκεντρωμένος σε μια τρύπα σκόρου / Ή σ’ έναν ήχο».
Δεν μπορούσε να καταφέρει πολλά πράγματα με τα χέρια του, δεν έπιαναν. Αγαπούσε την Κρακοβία και την Κολομβία. Δεν έτρεφε καμία εκτίμηση για το λογοτεχνικό συνάφι. Μεταξύ πολλών άλλων, αντιπαθούσε τον Κάρολο Κουν και το Θέατρο Τέχνης. Δεν κολυμπούσε στη θάλασσα πριν τα μέσα Ιουλίου – θεωρούσε ότι δεν είχε ακόμα ζεσταθεί. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι στο σπίτι του στο Νέο Ψυχικό (τη δεκαετία του ’80) είχε και μια φωτογραφία του Κάφκα. Συχνά ήταν κρυψίνους, Για ένα μεγάλο διάστημα διετέλεσε ταμίας της Εταιρείας Συγγραφέων. Κουβαλούσε στην αριστερή τσέπη τα χρήματα της Εταιρείας και στη δεξιά τα δικά του, με αποτέλεσμα, όπως ήταν φυσικό, να μπερδεύεται. Μελετούσε πολύ Ιστορία. «Όπως στον έρωτα στην Ιστορία / Αμφιβολίες γεννιούνται / Έτσι κι ο άνθρωπος ο ξαπλωμένος / Ν’ αμφιβάλλω με κάνει / Αν ονειρεύεται / Ή παραδόθηκε / Στου γρανίτη το ασήκωτο βάρος».
Ύστερα αρρώστησε περισσότερο. Κλείστηκε. Τον έχασα.
Τα 2004 αρρώστησε. Κατάλαβα ότι ήταν η αρχή του τέλους. Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν το καλοκαίρι του ιδίου έτους στο καφέ Rosebud, στη Σκουφά, με τη Γιάννα, την τελευταία σύζυγό του. Ύστερα αρρώστησε περισσότερο. Κλείστηκε. Τον έχασα. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο μερικές φορές. Μου έλεγε ότι δεν μπορούσε να διαβάσει κι ότι αυτό του στοίχιζε αφόρητα. Τον τελευταίο χρόνο υπέφερε πολύ. Μετά τον θάνατό του, η Γιάννα μού μετέφερε ότι ακόμα και εσχάτως, που είχε σχεδόν βυθιστεί και η επικοινωνία ήταν εξαιρετικά δύσκολη, όταν κάποια στιγμή τον ρώτησε τι σήμαινε μια ισπανική λέξη, της είπε την ακριβή σημασία ακαριαία. Δεν ξέρω πότε συνέβη ακριβώς, γιατί δεν μου μίλησε ποτέ σχετικά, αλλά είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με την Ορθοδοξία. Τον αγάπησα πολύ. «Σαν τις ανώνυμες / αγιογραφίες / βάθος δεν είχε / τούτο το ποίημα».