Πλησίαζα το δωδέκατο
έτος της ηλικίας μου. Βρισκόμουν άγνωστος μεταξύ αγνώστων στην 1η
γυμνασίου στο Κολέγιο Αθηνών, στο Ψυχικό, στις παρυφές της Φιλοθέης. Στο πρώτο διάλειμμα του πρώτου πρωινού μου εκεί, ασυναίσθητα πλησίασα τον Τάσο Δενέγρη και τον Αντώνη Γεωργακόπουλο, και τους ακολούθησα στην αυλή για να τους παρακολουθήσω να παίζουν βόλους. Κι αφού αισθάνθηκα ότι με ήθελαν στην παρέα τους, συνέχισα να τους συντροφεύω στην αυλή ή στα γήπεδα, στην νότια άκρη του αχανούς κήπου του σχολείου. Παίζαμε πάντα στην ίδια ενδεκάδα, εγώ αμυντικός κι ο Τάσος επιθετικός. Προτιμήσεις μας ο Ολυμπιακός αλλά κι ο Αστέρας Αμπελοκήπων, περιοχή όπου βρισκόταν το σπίτι του Τάσου, στην αρχή της οδού Βουρνάζου. Στη θέση της τόσο συμπαθητικής μονοκατοικίας με τον μικρό κήπο όπου έμενε, υψώνεται τώρα μια αδιάφορη, κοινή πολυκατοικία. Το δικό μου σπίτι ήταν τότε στην Κηφισιά κι απ’ το 1948, στη λεωφόρο Αμαλίας, απέναντι από τον κήπο του Ζαππείου.
Τον χειμώνα του 1950, που πήγαμε μαζί σινεμά στον «Κλέφτη ποδηλάτων», η φιλία μας είχε βγει από τα όρια του σχολείου και βλεπόμασταν συχνά τα Σάββατα στο δικό του ή στο δικό μου σπίτι. Το 1952 μελετήσαμε μαζί στην Αμαλίας «αγγλική λογοτεχνία» για τις επικείμενες εξετάσεις σ’ αυτό το μάθημα. Το 1954 μου διάβασε στη Βουρνάζου αποσπάσματα από ένα χαμένο, σήμερα, μυθιστόρημά του που με γοήτευσε. Αργότερα, τον ίδιο χρόνο, του ταχυδρόμησα ένα δελτάριο στη Ρώμη, όπου είχε πάει για σπουδές, το οποίο σώζεται στα κατάλοιπά του. Το 1959, που είχε επιστρέψει πια στην Αθήνα, ερχόταν σπίτι μου (έμενα τότε με την Άντα και το πρώτο μωρό μας, στην οδό Μέρλιν) κι ακούγαμε μετά μανίας jazz κι άλλες μουσικές. Τη χρονιά αυτή είχαν προστεθεί στην παρέα μας, μεταξύ άλλων, η Βάσω Κυριάκη, ο Πάνος Κουτρουμπούσης, ο Γιώργος Μακρής, η Εύα Μυλωνά, η Καίτη Ρωμανού κι ο Αλέκος Τζώνης. Και με την Άντα, τον Τάσο και την εκάστοτε φίλη του, πηγαίναμε συχνά στο θέατρο, όπως π.χ. στο Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι. Αλλά, μετά το 1962, χαθήκαμε, κυρίως γιατί εκείνος δούλευε σ’ ένα υπουργείο κι εγώ έλειπα για σπουδές στην Αγγλία και, επιστρέφοντας εδώ, τέλη 1964, προσλήφθηκα καθηγητής της μουσικής στο Κολέγιο.
Μια ανάμνηση που έχω από τον Τάσο στη δεκαετία του ’70 είναι ότι, μεσούσης της χούντας, συναντηθήκαμε τυχαία στο κέντρο των Αθηνών και το ρίξαμε έξω πίνοντας ούζα στον «Ορφανίδη», γεγονός που αναφέρω σ’ ένα από τα πρώτα ποιήματά μου, που εκδόθηκαν το 1974. Από τότε ανταλλάσσαμε τακτικά τα βιβλία μας ενώ, το 1987, τον κάλεσα στον Λογοτεχνικό Όμιλο του Κολεγίου να μιλήσει για το έργο του. Παρεμπιπτόντως, αναφέρω πως, από τα θρανία των μαθητών μου (ξεχνώ πότε) πέρασε κι ο πρώτος του γιος.
Η φιλία μας δυνάμωσε μετά την ομιλία του στο Κολέγιο. Στα ημερολόγιά μου, της περιόδου 1988 ως τη χρονιά που πέθανε, το 2009, εμφανίζεται συχνά το όνομά του με σύντομες πληροφορίες σχετικά με τις συναντήσεις μας. Θα αναφερθώ μόνο σε δύο από αυτές. Τον Γενάρη του 1998 ανταμωθήκαμε τυχαία την ώρα που μπαίναμε στο Ωδείο Ατενέουμ (που στεγαζόταν τότε στην οδόν Αμερικής) για να παρακολουθήσουμε ένα ρεσιτάλ τσέμπαλου. Το περίεργο είναι ότι, εκείνο ακριβώς το πρωί, έψαχνα μάταια να τον βρω στο τηλέφωνο. Πέντε χρόνια μετά, το 2003, γιόρτασε τον πολιτικό γάμο του με τη Γιάννα Μπούφη στο σπίτι μας, στην Κηφισιά, με σαμπάνιες κι ωραία φαγητά που είχε ετοιμάσει η Άντα για το σημαντικό αυτό γεγονός. Παρών σ’ αυτήν τη βραδιά ήταν κι ο συμμαθητής μας, Γιάννης Γαϊτανάκης. Για τη μνήμη του Τάσου έγραψα το ποίημα «Βροχερός Γενάρης», που περιέλαβα στη συλλογή μου Του Αλή Πασά το άλογο. Και, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, στις 20/3/2019, διάβασα δημόσια 16 ποιήματά του στο θέατρο «Μπάγκειον», στην Ομόνοια. Μαζί με τους στίχους του ακούστηκαν, διαβασμένα από άλλους, ποιήματα των Εμπειρίκου, Σαχτούρη, Νάνου Βαλαωρίτη, Κατερίνας Γεωργιάδου και δικά μου, που τα απήγγειλε η κόρη μου, Ναταλία.
Δεν μου είναι εύκολο να εκφράσω στο χαρτί γιατί μου αρέσουν τόσο πολύ τα ποιήματα του Τάσου. Κάτι με κάνει να είμαι συνηχητικός μαζί του. Είναι ότι γράφει χωρίς περιττές γαρνιτούρες και ωραιολογίες; Είναι ότι οι στίχοι του έχουν μία αιχμηρότητα που με αγγίζει σαν ηλεκτρικό ρεύμα; Είναι οι απότομες εναλλαγές εικόνων που παρατάσσει αιφνιδιάζοντάς μας; Είναι η βαθειά αγάπη του για τη φύση και η απόρριψη, εκ μέρους του, όλης της ψευτιάς που κουβαλάει ο δυτικός πολιτισμός; Ναι, είναι όλα αυτά και κάποια άλλα που με δυσκολεύει η στιγμή να καθορίσω, αλλά που έχουν περάσει ασυνείδητα και στη δική μου ποίηση. Οι χαρακτήρες μας ήταν πολύ διαφορετικοί αλλά, κατά κάποιον τρόπο, ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Ο θάνατός του με λύπησε αφάνταστα, σε βαθμό που δεν το περίμενα. Και η σχέση μου μαζί του συνεχίζει στα όνειρά μου.