Ήταν ο πιο αγαπητός μου φίλος και συνεργάτης στο Πάλι, που έβγαζα τότε [1963-1967].
Μου 'δειξε τα ποιήματά του και αμέσως κατάλαβα ότι είχα να κάνω με μια ιδιαίτερη ποιητική ευαισθησία. Τα ωραία του ποιήματα όπως «Ο Θάνατος στην Πλατεία Κάνιγγος», «Οδός Λουκιανού», η «Συμμετοχή μου σε μια εκτόξευση πυραύλου», κι άλλα πολλά, σημάδεψαν την ποιητική του προσφορά. Πάντοτε διακριτικός, δανδής στους τρόπους του, δεν προβλήθηκε αρκετά στον Δημόσιο χώρο όπως θα έπρεπε. Ενώ το άξιζε δεν πήρε βραβείο...! Κρίμα.
Δεν τον άκουσα ποτέ να παραπονιέται για τίποτα. Όταν βγάλαμε το Πάλι δούλεψε σιωπηλά και με ενθουσιασμό.
Κάναμε καλή παρέα. Ενα πεζό του πολύ ιδιαίτερα «κειμενικό» –όπως χαρακτηρίστηκαν αυτά τα πεζά την εποχή εκείνη– ήταν από τα πρώτα που γράφτηκαν στην Ελλάδα: κάτι μεταξύ ποιητικής γραφής και πεζού, που καθιερώθηκε έκτοτε και σε μυθιστορήματα.
Ο Τάσος είχε ευαίσθητες αντένες και είχε πάθος για τα πράγματα και τους ανθρώπους. Η ποιητική του γλώσσα ήταν καλαίσθητη κάτι που το βλέπουμε σπάνια. Είχε «αυτί», αίσθηση ρυθμού και μουσικότητα. Τον θεώρησα, τότε, αντάξιο των Υπερρεαλιστών μας ποιητών, απανταχού. Τον μετέφρασα γαλλικά, σ’ ένα τεύχος «αντιχουντικό» των Lettres Nouvelles το 1969.
Και εκεί ακόμα δεν αναγνωρίστηκε αρκετά, παρόλο που συμπεριλήφθηκε σε μια τελευταία ανθολογία Ελληνικού Υπερρεαλισμού στην Αμερική που εκδόθηκε πρόσφατα.
Τάσο μου θα κάνω κι’ άλλα, ό,τι μπορέσω για σένα. Σε αποχαιρετώ με δάκρυα αλλά και με χαρά γιατί σε γνώρισα.
[ 11/2/2009 ]