Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο
————————————————————————————
«Ανεκτικότητα»: μια λέξη-κλειδί στο θέατρο του 21ου αιώνα
Σε κοινωνίες όπου κυριαρχεί ο πολιτιστικός, γλωσσικός και θρησκευτικός πλουραλισμός, αξίζει να δει κανείς με ποιο τρόπο οι πολιτειακοί θεσμοί διαχειρίζονται τις υπερβάσεις, προκειμένου να μην ενοχλούνται ή να προκαλούνται οι ευαισθησίες και τα δικαιώματα των κοινωνικών ομάδων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία τους. Πώς διαχειρίζονται τις περιπτώσεις εκείνες όπου μια κοινωνική ομάδα αισθάνεται ότι η καλλιτεχνική ελευθερία έχει περάσει κάποιες «κόκκινες γραμμές», είτε αυτές αφορούν θέματα είτε ηθικής είτε ιδεολογίας, γλώσσας κ.λπ.;
Με άλλα λόγια, πώς ενεργοποιείται ο μηχανισμός της λογοκρισίας (γιατί περί αυτού πρόκειται), εννοώντας με λογοκρισία οποιοδήποτε κρατικό (και όχι μόνο) θεσμό ελέγχου της ελευθερίας της έκφρασης, έτσι ώστε να προστατεύονται αφενός οι «αποδεκτές ζώνες» —συμπεριφοράς, έκφρασης, αναπαράστασης κ.λπ»― της κάθε κοινωνικής ομάδας ξεχωριστά, και αφετέρου η κατοχυρωμένη από τον νόμο ελευθερία καλλιτεχνικής δημιουργίας;
Ένας μόνιμος γρίφος
Ατελείωτος ο κατάλογος με τις ερωτήσεις, γιατί το ίδιο το θέμα θέτει μονίμως ζητήματα σύνθετα και ακανθώδη που επιδέχονται πολλές απαντήσεις, καμιά από τις οποίες δεν είναι είτε σταθερή είτε γενικά αποδεκτή. Έτσι ήταν πάντοτε, και πιο πολύ σε εποχές μεγάλων οικονομικών όσο και κοινωνικοπολιτικών αλλαγών και ζυμώσεων, όπως η σημερινή, για παράδειγμα, γνωστή και ως εποχή του οικουμενισμού και σχετικισμού, μια εποχή διάχυτης καχυποψίας που ήρθε να αντικαταστήσει την πίστη των ρεαλιστών και θετικιστών στις αξίες του Διαφωτισμού.
Οι σύγχρονοι θεωρητικοί δεν κουράζονται να μιλούν διαρκώς για λογής-λογής «φυλακές» ― της γλώσσας, της εκπαίδευσης, της εκκλησίας, της παράδοσης, της ηθικής― καθώς και για την ανάγκη υπέρβασής τους. Και είναι φυσικό η υπέρβαση να βάζει στο τραπέζι και να «δοκιμάζει» θέματα όπως ανεκτικότητα (ανοχή), πολιτική ορθότητα και δικαιοσύνη. Και τα τρία πάνε μαζί.
Μάλιστα, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι από όλες τις λέξεις που αφορούν τον σύγχρονο πολιτισμό, εκτιμώ πως η ανεκτικότητα είναι εκείνη που θα καθορίσει εν πολλοίς τον βαθμό επιτυχίας ή αποτυχίας ευάριθμων και μεγαλεπήβολων πρότζεκτ του 21ου αιώνα, με πρώτο και καλύτερο το μεταμοντέρνο εγχείρημα της Ενωμένης Ευρώπης. Πρόκειται για μια λέξη πραγματικός γρίφος, γιατί ακριβώς έχει πολύ ασαφή (σχετικά) όρια.
Συνήθως αναφέρεται στην προθυμία ατόμων, ομάδων ή κυβερνήσεων να προστατεύσουν ιδέες, πράξεις ή άτομα που δεν ανήκουν στα αποδεκτά κοινωνικά σχήματα. Δηλαδή, έχει να κάνει με τον καθορισμό ενός ορίου (προς τα πάνω ή προς τα κάτω) μέσα στο οποίο μπορεί να θεωρηθεί ανεκτή μια διαφορά τιμής ανάμεσα σε ό,τι έχει σχεδιαστεί και σε ό,τι έχει παραχθεί/κατασκευαστεί. Το πού τοποθετούνται οι κόκκινες γραμμές είναι πολύ σχετικό, γιατί τα όριά τους μεταβάλλονται διαρκώς από χώρα σε χώρα, από εποχή σε εποχή, από θρησκεία σε θρησκεία και βεβαίως από άτομο σε άτομο.
Μολονότι η συζήτηση έχει τις αφετηρίες της στους Έλληνες Στωικούς, η φιλελεύθερη δυτική παράδοση είναι εκείνη που θα βάλει τα εννοιολογικά θεμέλια της ανεκτικότητας, όπως περίπου τα γνωρίζουμε σήμερα. Το έργο του Τζον Λοκ, A Letter Concerning Toleration (1690), θα αποδειχτεί ο μέγας καταλύτης, για να ακολουθήσουν σπουδαίοι ορθολογιστές όπως ο Βολταίρος, ο Μοντεσκιέ, ο Ρουσώ, κ.ά., η σκέψη των οποίων θα διευρύνει τη σημασία του όρου και θα τον πάει πέρα από τους θρησκευτικούς κύκλους και σε άλλα κοινωνικά φαινόμενα. Και καθώς θα ενισχύεται ο επιστημολογικός σκεπτικισμός και ο σχετικισμός γύρω από την ηθική, οι κυβερνήσεις από τη μεριά τους θα θέτουν και θα επαναθέτουν τα δικά τους όρια στις πράξεις των πολιτών τους, με το σκεπτικό ότι πρόκειται για μια αναγκαία στρατηγική προκειμένου να καταστεί δυνατή η συμβίωση των ανθρώπων με διαφορετικές ιδέες, πιστεύω, θρησκείες κ.λπ.
Αποκορύφωμα αυτών των εξελίξεων είναι, όπως είπαμε, η πολυπολιτισμική εποχή μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει να επιδείξει, για την ώρα τουλάχιστο, και κάποιο consensus γύρω από τον όρο. Μάλιστα, όσο πυκνώνουν τα συμπτώματα του οικουμενισμού άλλο τόσο θα δυσχεραίνει και η διαχείριση θεμάτων που αφορούν τα φύλα, τις φυλές, τα θρησκευτικά πιστεύω, τις ηθικές αξίες, τη χρήση της γλώσσας, μεταξύ άλλων.
Εκδοχές ανεκτικότητας
1: Μια πρώτη ερμηνεία που ακούμε συχνά μας λέει το προφανές: ανεκτικότητα σημαίνει να ξεπεράσει κάποιος τις όποιες προκαταλήψεις καλλιεργεί μέσα του προκειμένου να γίνει πιο δεκτικός ή, αν προτιμάτε, πιο έτοιμος να υποδεχτεί το διαφορετικό.
Αυτό ακούγεται καλό, όμως τι σημαίνει στην πράξη; Ότι κάποιος εγκαταλείπει τα δικά του πιστεύω και ασπάζεται τα πιστεύω του άλλου; Δηλαδή, επιλέγει οικειοθελώς να υποδυθεί τον ρόλο του δότη-θύματος; Εάν ναι, προφανώς δεν μιλάμε για μια υγιή εκδοχή της ανεκτικότητας.
Από την άλλη, έχουμε και την περίπτωση ενός ρατσιστή, ο οποίος πιστεύει στις φυλετικές διακρίσεις και για λόγους ιδιοτελείς ή γιατί του ζητήθηκε ή του επιβλήθηκε εμφανίζεται πιο ανεκτικός, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα πιστεύω του διαγράφονται ή αλλάζουν. Απλώς δεν μεταφράζονται σε πράξη. Συνεπώς, η ανεκτικότητα του εν λόγω ατόμου ναι μεν επιτρέπει την ύπαρξη του διαφορετικού, τελικά όμως δεν προσφέρει κάτι επί της ουσίας ευεργετικό, ας πούμε έναν αυθεντικό, ειλικρινή σεβασμό σε ό,τι αφορά την ποικιλομορφία της σύγχρονης ζωής.
2.: Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν πως η ανεκτικότητα είναι άρρηκτα δεμένη με τη λογική της αμοιβαιότητας. Τι σημαίνει αυτό; Πολύ απλά, εκείνοι που δεν είναι ανεκτικοί δεν δικαιούνται να απολαμβάνουν την ανεκτικότητα των άλλων. Κατανοητή άποψη, όμως δεν παύει να είναι μονόπλευρη και κυρίως επικίνδυνη, υπό την έννοια ότι υπάρχει το ενδεχόμενο η γενίκευση του χαρακτηρισμού μιας μικρής ομάδας να «καταδικάσει» μια ολόκληρη κοινωνία ως μη ανεκτική, μισαλλόδοξη, άκαμπτη, δογματική κ.λπ. Θέλω να πω πως εάν η ανεκτικότητα υποδηλώνει τη χάραξη ορίων απέναντι στους μη ανεκτικούς, και εάν κάθε τέτοιο όριο είναι από μόνο του άκαμπτο, μια αυθαίρετη δογματική πράξη, η ανεκτικότητα τελειώνει εκεί ακριβώς που αρχίζει.
Στην περίπτωση αυτή καλούμαστε να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στην ακαμψία και την προκρούστεια λογική εκείνων που βρίσκονται πέρα από τα όρια της ανεκτικότητας ―γιατί αρνούνται την ανεκτικότητα ως νόρμα― και την έλλειψη ανεκτικότητας εκείνων που δεν ανέχονται την άρνηση της νόρμας.
Η ανεκτικότητα εδώ μπορεί να αποδειχτεί αρετή εάν αυτή η διάκριση υλοποιηθεί έχοντας ως προϋπόθεση ότι τα όρια της ανεκτικότητας μπορούν να καθοριστούν με ένα τρόπο πιο λογικό (και όχι αυθαίρετο ή αυταρχικό), δηλαδή έναν τρόπο που να μπορεί να δικαιολογηθεί∙ πράγμα μάλλον πολύ δύσκολο.
3. Άλλοι πάλι διατείνονται ότι, από τη στιγμή που η ανεκτικότητα υποδηλώνει και τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σε μια πλειοψηφία και μια μειονότητα, αυτό σημαίνει πως αυτοί που ανήκουν στη μειοψηφία ναι μεν μπορούν να συνεχίσουν να ζουν σύμφωνα με τα πιστεύω τους, όμως οφείλουν να αποδέχονται (χωρίς να σημαίνει ότι ασπάζονται) την κυρίαρχη θέση της πλειοψηφίας και των δικών της πιστεύω. Αυτή είναι η λιγότερο απαιτητική μορφή ανεκτικότητας γιατί εξαρτάται άμεσα από την εξουσία που την ορίζει.
4.: Από την παραπάνω παρατήρηση βγαίνει και το ερώτημα: τι γίνεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου έχουμε ομάδες με την ίδια δύναμη; Εδώ, για να αποφευχθεί η σύγκρουση, επιλέγεται συνήθως η συμβιβαστική λύση, μια λύση κατά κανόνα οριζόντια και όχι κάθετη, γιατί ακριβώς τα υποκείμενα που εμπλέκονται είναι παράλληλα και αντικείμενα της ανεκτικότητας. Οι ισορροπίες στην περίπτωση αυτή είναι πολύ εύθραυστες, γιατί μόλις μια ομάδα αποκτήσει δύναμη τότε ενδέχεται να προκύψει και η σύγκρουση.
5.: Μια άλλη μορφή ανεκτικότητας έχει να κάνει με τον σεβασμό ένθεν κακείθεν. Στην περίπτωση αυτή εμπλέκονται άτομα τα οποία, αν και διαφέρουν, αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον επί ίσοις όροις. Εδώ βεβαίως οφείλουμε να κάνουμε και τη διάκριση ανάμεσα σε μια τυπική ισότητα και μια ποιοτική.
Με τυπική εννοούμε την ισότητα που εστιάζει στις διαφορές ανάμεσα στο ιδιωτικό και το πολιτικό. Για παράδειγμα, ζητήματα που άπτονται της ηθικής, όπως η θρησκεία, είθισται να περιορίζονται στο σπίτι και να μην υπεισέρχονται στον πολιτικό και τον δημόσιο χώρο. Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως πάνω σε αυτό το σκεπτικό βασίστηκε και η απαγόρευση της μαντίλας στη Γαλλία, όπου τα παιδιά διδάσκονται να είναι αυτόνομα άτομα. Στην άλλη περίπτωση, ο ένας αποδέχεται την πολιτική ισότητα του άλλου και τις διακριτές του ιδιαιτερότητες γιατί έχουν για το άτομο αυτό σημασία.
6.: Υπάρχει τέλος και η κατηγορία αποδοχής που όχι μόνο αντιμετωπίζει τη διαφορετικότητα ισότιμα αλλά εκτιμά πως οι όποιες ιδιαιτερότητές της έχουν σημασία για τη βελτίωση της κοινωνίας στο σύνολό της.
[ Το Β΄μέρος στο επόμενο τεύχος ]