Ethica Heroica (Μειζονέλασσον Δοκίμιο)

Ethica Heroica (Μειζονέλασσον Δοκίμιο)

[ Συνέχεια από το προηγούμενο τεύχος και τέλος ]

————————————————————

ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ή

ΠΕΡΙ ΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΤΕ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΝ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΙΣ[1]

ή

ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΟΠΩΣ –ΕΥΤΥΧΩΣ– ΤΗΝ ΞΕΡΟΥΜΕ

————————————————————

Για τις ανάγκες της παραγράφου, η πολιτική οντότητα Δ. Η. Στράνης απεικονίζεται ως εξής: Γράφω μ’ έναν κύκλο την ατομική μου σφαίρα και στα πλάγια αυτής ζωγραφίζω δύο βελάκια.

←Ο→


Δηλαδή: Απωθώντας τα άκρα προσπαθώ να ισορροπήσω σε μια φρόνιμη μεσότητα. Ο συγγραφέας παίρνει έτσι το σχήμα νυχτερίδας, του μόνου είδους της ομοταξίας του (θηλαστικά) που μπορεί να πετάξει. Και, εκπέμποντας σε ήχους υψίσυχνους τις λέξεις ελευθερία – λογική – δικαιοσύνη, καταφέρνει να κινείται περίτεχνα (κατά βούληση) μέσα στο αιώνιο σκοτάδι της ανθρώπινης φύσης προς το ξέφωτο. Έχοντας βγει έξω και τώρα, ανέβηκε ήδη στο βήμα μιας ολόαδειας, ηλιοφώτιστης Πνυκός. Από εδώ –

Τι χρεία απόλυτη να ειπωθούν ετούτα!

Άλλως: Τι αφόρητη banalité!

Και πάντως:

Τι άδειος από ανθρώπους ορίζοντας !

–θα προτείνει για τον ήρωά του, ενδεικτικά (και με ύφος καθαρής προσταγής –όπως δηλαδή αρμόζει σε άνθρωπο που άγει τον εαυτό του προς το καλό)–, τα ακόλουθα:

Ethica Heroica (Μειζονέλασσον Δοκίμιο)

Να βλέπει την καλή πλευρά όλων των πραγμάτων, ιδίως αυτών με τα οποία καταρχήν διαφωνεί. Να μην είναι αλλήθωρος στις αδικίες και στις ανισότητες, αλλά να τις υπολογίζει με προσοχή και να τις αντιμάχεται. Για το (απευκταίο) ενδεχόμενο, όμως, να του δημιουργηθεί ποτέ η ελπίδα ότι πρόκειται να εξαλειφθούν αυτές σ’ έναν κόσμο που εν μέρει τον καθορίζει η Τύχη και εν μέρει η Ανθρώπινη Βούληση, ας έχει πάντοτε κοντά, σε θέση εγχειριδίου όπου μπορεί να ανατρέχει, τον Candide του Voltaire.
Να μην ξεχνάει πως ο κόσμος (που κουβαλάει επάνω του) είναι μια διαδικασία σε αργή εξέλιξη. Αν θέλει να τον αλλάξει, καλώς. Ας μην βιάζεται, ωστόσο, και πολύ.[2]
Να ξεκινάει με καλές προθέσεις. Να έχει μια ελάχιστη τεκμαιρόμενη εμπιστοσύνη προς τον άλλον, καθώς και προς τους θεσμούς μιας δημοκρατικής κοινωνίας, όχι το αντίθετο. Να το κάνει αυτό με διάθεση εδραίωσης ενός παραδείγματος καλής πίστης, ακόμα και αν τα αποτελέσματα δεν τον δικαιώνουν. Έτσι θα τρέφει την ευθύνη (τη δική του και των άλλων).

Να μην εμπιστεύεται ποτέ όσους βλέπουνε παντού εχθρούς (ιδίως εκεί που δεν υπάρχουν).
Να μην εναποθέτει την πίστη του σε μεγάλες ιδέες, ουτοπίες και ανοησίες.
Να μην αισθάνεται υπερηφάνεια κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο παρά μόνο ειδικώς για τα όσα ο ίδιος πράττει ή δεν πράττει.
Να έχει αποδεχθεί ότι εφόσον οι άνθρωποι μιας κοινωνίας δεν είναι κι ούτε πρόκειται να είναι ηθικώς τέλειοι, αρμενίζει σε στραβό γιαλό. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν θα εμπιστευόμασταν ποτέ τη συγκέντρωση της εξουσίας σε έναν, ούτε την τυφλή διάχυσή της δια κάποιας αυτό-οργάνωσης. Εξ ου και προκρίνουμε ως βέλτιστη και πιο λογική μεταξύ των δυνατών επιλογών –δεδομένης της αφερεγγυότητας του ανθρώπινου είδους– τη θεσμική ασφάλεια μιας αντιπροσωπευτικής, φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Να ψηφίζει με σωφροσύνη και να σέβεται τους νόμους και το Σύνταγμα, τα κείμενα δηλαδή με τα οποία οργανώνονται κι οριοθετούνται η ελευθερία και το καθήκον[3] / τίθενται οι κανόνες της συνύπαρξης κι ένα απρόβλεπτο τσούρμο γίνεται η κοινωνία των ατόμων. Να έχει κατά νου πως το αξίωμα ότι ο συντάκτης ενός (δημοκρατικού) Συντάγματος είναι ο λαός συνιστά, μεν, μία μεταφυσική (το Συμβόλαιο),[4] η οποία, ωστόσο, αξίζει την πίστη και το σέβας του. Εν ολίγοις: Ελλείψει επέκεινα, ας αφοσιωθεί στην περιποίηση της κοσμικότητάς του κι ας έχει το Σύνταγμα για ιερό βιβλίο.

Αν καμιά φορά του μπει στο κεφάλι ότι το κοινοβούλιο τού φράσσει τον ορίζοντα της ελεύθερης κατάστασης να σκέφτεται τούτο: Η ελευθερία είναι μια γιγάντισσα με ποδαράκια ατροφικά. Και οι Βουλές είναι σαν τις βιοτεχνίες ορθοπεδικών ειδών (ποιος άραγε θα επέτρεπε στον εαυτό του να κακολογίσει τέτοιο λειτούργημα;). Και οι νόμοι δεν είναι παρά βακτηρίες, κοινώς πατερίτσες. Μόνο αν ενστερνιζόμασταν, παιδευόμενοι, το ηθικό νόημα ορθολογικών κανόνων, αυτή η ταλαίπωρη η ελευθερία θα περπατούσε κάποτε άνευ υποβοήθησης. Πράγμα αρκετά απίθανο για να πραγματεύεται κανείς μια ελεύθερη κατάσταση. Σε όποιον του λέει τέτοια πράματα, αυτός θ’ απαντάει: είμαι ΟΚ. Ακόμα (θα προσθέτει) κι αν όλοι οι ζώντες επί της γης γίνονταν τούτη τη στιγμή ξαφνικά πρακτικοί φιλόσοφοι θα κοιτούσαν να διαιωνίσουν τη σοφία τους φτιάχνοντας νόμους ορθολογικούς για να τους βρουν οι επόμενοι που θαρθουν tabula rasa, όχι να γκρεμίζουν τις Βουλές τους. Και ύστερα θα τον παραπέμπει στον Αριστοτέλη από τα Στάγειρα: […] «οἱ γὰρ νομοθέται ποιοῦσιν ἀγαθοὺς τοὺς πολίτας ἐθίζοντες, τοῦτο μέν ἐστιν καὶ τὸ βούλημα παντὸς νομοθέτου» (Ηθικά Νικομάχεια 1103b).

Να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα ως αξίες αναπαλλοτρίωτες από το «γενικό συμφέρον».[5] Η (φιλελεύθερη τουλάχιστον) Δημοκρατία δεν είναι, άλλωστε, συνώνυμη της πλειοψηφίας και ιδού ένα νόημα της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων: ο φραγμός στην πλειοψηφική αρχή. Ειδάλλως οι πολλοί –καθόσον θα εξασφάλιζαν (αριθμητικά) τη «δημοκρατική» συναίνεση– θα έκαναν (θα νομοθετούσαν και θα εφάρμοζαν) ό,τι τους κατέβαινε, και σε βάρος των μειοψηφιών (το είδανε προηγούμενες γενιές –με οδυρμούς– να συμβαίνει).

Να σέβεται τον δημόσιο χώρο όπως τον ιδιωτικό, αν μιλάμε για τον ιδιωτικό χώρο του άλλου, περισσότερο δε κι απ’ τον ιδιωτικό, αν μιλάμε για τον ιδιωτικό χώρο του ιδίου.

Να έχει αυστηρή κρίση και να την ασκεί με ψυχραιμία. Να μη δίνει τόπο στην προκατάληψη. Να μην προβαίνει σε αφελείς γενικεύσεις. 
Να μη συντάσσεται με τους εκάστοτε σιδηρόφρακτους βαπτιστές της «καλής» αυθαιρεσίας. Ειδάλλως, χρειάζεται ένας νέος πολιτειακός θεσμός: Ο ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ ΟΦΘΑΛΜΟΣ, που, τοποθετημένος στο ανάλογο βάθρο, θα διέκρινε (κατά περίπτωση και εκ των προτέρων) ποιο επιχείρημα για την αυτεξούσια δράση των καλών (sic) αποκλείεται αυτομάτως να χρησιμοποιηθεί για την αυτεξούσια δράση των κακών (sic). Το οποίον είναι Reductio ad absurdum για την εγκυρότητα του εξής διλήμματος: ή Κράτος Δικαίου / ή Εξωδικαιικός Υποκειμενισμός [όχι και/και].
Ακόμα και όταν πρόκειται για σκοπούς αγαθούς, ας μην σπεύδει να ενσωματωθεί στο πλήθος. Διότι ναι μεν ένας κακός όχλος μας στενοχωρεί πολύ, όμως κοιτάζοντας το θολό μάτι ενός καλού όχλου είναι που απελπιζόμαστε: Βιασύνη και πλειοδοσία. Διαστροφή των εννοιών και των λογικών συνδέσεων. Ορθώνεται κει πελώριο ένα πλάσμα, ξεπερνάει τον στόχο με άτσαλο διασκελισμό και φεύγει πέρα. Ηρεμεί τις μετέχουσες συνειδήσεις και, στο τέλος, παράγει περισσότερο κακό απ' όσο θεράπευσε. Θεωρούμε ήδη τη χοντροκεφαλιά του ενός και μόνο ανθρώπου μέγα κοσμικό κακό, πόσο μάλλον τον πολλαπλασιασμό αυτής δια της μαζικής επικύρωσης.

Διαδικτυακό εύρημα από το βιβλίο «Les Météores» του René Descartes, 1637
Διαδικτυακό εύρημα από το βιβλίο «Les Météores» του René Descartes, 1637

Κοντόθωρος, οργίλος, αμνήμων, καχύποπτος και προπετής. Να τι δεν πρέπει να είναι
ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΠΑΝΩ ΤΟΥ ΚΟΥΒΑΛΑΕΙ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.


Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α

Επειδή, όμως, στη θεωρία είναι εύκολα τα πράγματα, όταν εκτίθεται κανείς τόσο συχνά στη χοντροκεφαλιά και την κακία (αρκεί μια περιδιάβαση στα σχόλια που αναρτώνται δω κι εκεί στο διαδίκτυο και λίγη οδήγηση στους αυτοκινητοδρόμους), πώς διάολο να παραμείνει πράος και συνετός, όσο απαιτεί η ιδιότητα του πρακτικού φιλοσόφου; Πώς διάολο να πιστέψουμε τη φρόνηση και το Καλό στην πόλη των ανθρώπων;
Για να καταφέρουν να συντηρήσουν ο συγγραφέας –Εγώ– και ο αναγνώστης –Εσείς– την πίστη τους στο ηθικό παράδειγμα, που θα το ενσαρκώνει Ο ΜΕΓΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΣ (ο ενάρετος Ήρωας), θα πρέπει κάπως να αποδυναμωθεί η διαφαινόμενη ματαιότητα του εγχειρήματος:


Επιχείρημα 1

Κάτι που, βεβαίως πρέπει να μας παρηγορεί είναι το επιχείρημα του Γαλιλαίου Γαλιλέι (βλ. Il saggiatore, 1623), ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί απειρότητα των ηλιθίων.

Αν ο Ιεροκήρυκας έρθει και σου πει: Ο αριθμός των ηλιθίων είναι άπειρος (Stultorum infinitus est numerus),[6] τι θα έκανες; … Θα μπορούσες ν’ αποδείξεις κατά τρόπο που να ισοδυναμεί με τη βιβλική αυθεντία πως ο κόσμος δεν είναι αιώνιος, και ότι εφόσον έχει δημιουργηθεί εντός του χρόνου δεν μπορεί να έχει υπάρξει ούτε και να υπάρξει ένας άπειρος αριθμός ανθρώπων· και με δεδομένο πως η ηλιθιότητα βασιλεύει μονάχα μεταξύ των ανθρώπων, η παραπάνω πρόταση δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αληθεύει, ακόμη και αν όλοι οι άνθρωποι –παρελθόντες, παρόντες και μέλλοντες– ήταν ηλίθιοι. Διότι δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει ένας άπειρος αριθμός ανθρώπινων όντων ακόμα και αν ο κόσμος διαρκούσε αιωνίως.

Επιχείρημα 2

Ακόμα και στις περιπτώσεις που η εμπειρία μάς δείχνει ότι δύο άνθρωποι διατίθενται να απολέσουν την ακεραιότητα (ηθική ή σωματική) ή να δώσουν τη ζωή τους ή, απλώς, να βλάψουν την ακεραιότητα ή να αφαιρέσουν τη ζωή ο ένας του άλλου, με τις ευλογίες του ρασοφόρου κενού μίας κάποιας βλακώδους ιδέας, που παραστέκει στον άμβωνα της κεφαλής τους, η φαντασία και η ελπίδα μάς κάνουν να πιστεύουμε ότι αν η λογική, με τη βοήθεια ενός πρόσφορου παραδείγματος, καταφέρει να εγκατοικήσει το μαύρο ένδυμα της απουσίας της, τότε σαν ιερεύς-ποιμήν θα φέρει κατά δω τις αθώες αυτές ψυχές που παραστράτησαν.

Επιχείρημα 3

Αν παρομοιάζαμε τη στεγνή, αυστηρή δεοντολογία με ένα ον κάπως σαν ανθρώπινο – που μας κοιτάζει αγέλαστα με χέρια σταυρωμένα, τότε η ενσάρκωση ενός ηθικού παραδείγματος θα μπορούσε να γίνει περισσότερο θελκτική και λιγότερο απεχθής για εμάς αν καταφέραμε έναν φούσκο στο σβέρκο του ως άνω δεοντολογικού όντος με μια εφημερίδα – τον καθημερινό κατάλογο με τους τραγελάφους και τα δράματα όπου οι πράξεις των ανθρώπων οδήγησαν το είδος τους.


Το να πιστεύει κανείς ότι η ζωή μπορεί να γίνει όλο λογική και φιλοσοφία είναι χαρακτηριστικό ανθρώπου ελάχιστα λογικού και φιλοσοφημένου. –
Giacomo Leopardi, Στοχασμοί, XXVII

Ακόμα και αυτός ο Καντ, στην Κριτική του Πρακτικού Λόγου παρέχει σε μας μια ελάχιστη, παρηγορητική ελαστικότητα και, ταυτόχρονα, ένα μείζον επιχείρημα για το εφικτό του παραδείγματος:

Ο Φοντενέλ λέγει: Μπροστά σ’ έναν επίσημο υποκλίνομαι, αλλά το πνεύμα μου δεν υποκλίνεται. Μπορώ να προσθέσω: Μπροστά σ’ έναν ταπεινό, κοινό αστό, στον οποίο παρατηρώ μιαν εντιμότητα του χαρακτήρα σε έναν ορισμένο βαθμό, τέτοια που δεν έχω επίγνωσή της σε μένα τον ίδιο, υποκλίνεται το πνεύμα μου, είτε το θέλω είτε όχι, όσο ψηλά και αν κρατώ το κεφάλι μου, για να μην παραβλέπει την ανωτερότητά μου. Γιατί συμβαίνει αυτό; Το παράδειγμά του κρατά μπροστά μου έναν νόμο που καταρρακώνει την αλαζονεία μου, όταν τον συγκρίνω με τη συμπεριφορά μου, και έτσι βλέπω να αποδεικνύεται ενώπιόν μου στην πράξη η τήρηση, άρα και ο εφικτός χαρακτήρας του. Αλλά ακόμη και αν έχω και εγώ επίγνωση ότι κατέχω τον ίδιο βαθμό εντιμότητας, εντούτοις και πάλι παραμένει ο σεβασμός. Διότι, αφού στον άνθρωπο κάθε καλό είναι πάντοτε ελλιπές, ο νόμος που έχει γίνει με ένα παράδειγμα απτός, καταρρακώνει ασφαλώς πάντοτε την υπερηφάνειά μου· και για τούτο ο άνδρας που βλέπω μπροστά μου – του οποίου η ατέλεια που μπορεί ακόμη να τον βαρύνει δεν μου είναι τόσο γνωστή όσο είναι σε μένα η δική μου – και ο οποίος συνεπώς μου παρουσιάζεται σε ένα καθαρότερο φως, θεσπίζει ένα μέτρο κρίσεως. Ο σεβασμός είναι ένας φόρος τιμής που δεν μπορούμε να τον αρνηθούμε στο κατόρθωμα, είτε το θέλομε είτε όχι· όσο κι αν συγκρατηθούμε από το να τον εκφράσομε εξωτερικώς, εντούτοις όμως δεν μπορούμε να αποφύγομε να τον αισθανθούμε εσωτερικώς.

Επιχείρημα 4

Ο ήρωας θα προγραμματιστεί να έχει κατά νου ανά πάσα στιγμή ότι δεν θα βαδίζει για πάντα κάτω απ’ τον ουρανό, κι έτσι δεν θα αναλώνει το χρονικό και συναισθηματικό του κεφάλαιο σε κακότητες κι έχθρες. Όσο οι ηλίθιοι ανοίγουν ευρυγωνίως τα σκόπευτρα προς τον μεγάλο κόσμο των ηλιθίων κι ετοιμάζουν οχυρά και χαρακώματα, ενόσω οι άλλοι για κάτι τι μισιούνται, και το γένος των ανθρώπων αδικεί, καθυβρίζει, τουφεκάει κι οδύρεται, κι ο χρόνος γύρω ασταμάτητα κι αυτός λυσσομανάει, και όποιος βλέποντας τον κουρνιαχτό αυτόν δεν κλαίει, γελάει, και όποιος πάλι δεν γελάσει, κλαίει, ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΚΟΥΒΑΛΑΕΙ ΕΠΑΝΩ ΤΟΥ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ θα έχει, απλώς, συμπόνια έμπρακτη για τα απανταχού θύματα της ανθρώπινης κακίας ή/και ηλιθιότητας (αέρας, ύδατα, γη, φυτά και ζώα, οι άλλοι άνθρωποι), κατά τα λοιπά θα ενδοσκοπεί και θα κοιτάζει τη δουλειά του. Και η δουλειά του είναι να πλάθει και να συντηρεί ένα ηθικό παράδειγμα, μπας και σωθεί η υπόληψη του ανθρώπινου είδους. Μήπως και σταματήσει ο κόσμος να είναι απλώς ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΟΥΒΑΛΑΕΙ ΕΠΑΝΩ ΤΟΥ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.

* * *

Όχι, δεν έχουμε καμία πειστική αντίκρουση στην άποψη ότι ο κόσμος θα ήταν καλύτερος χωρίς το φαρδοπάτημά του απ’ τον άνθρωπο και τις βρωμογαλότσες του. Απλώς κάνουμε ό,τι μπορούμε καλύτερο μ’ αυτό που έχουμε ενώπιόν μας. Μέχρις εκεί φτάνει η αξία της Ηθικής και καθόλου παραπέρα.

: )

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: