Σιδηρόδρομοι

Σχέδιο του Redmer Hoekstra
Σχέδιο του Redmer Hoekstra

Τι αποτελεί στην λογοτεχνία την πεμπτουσία της συμπύκνωσης; Η ποίηση; Αποστροφές που σημαδεύουν τον αναγνώστη για πάντα ή τουλάχιστον για μια περίοδο της ζωής του; Τίτλοι που σηματοδοτουν αφ’ εαυτών ολόκληρες περιοχές της ανθρώπινης συνθήκης;
Όταν βρεθούμε μπροστα σε μιά τέτοια συνθήκη, σταματάμε να διαβάζουμε, το εύρος της αναπνοής μας μικραίνει (ελαττούται θα ’θελα να γράψω), χαμογελάμε αδιόρατα ενδεχομένως, το βλέμμα μας απλώνεται στη σελίδα, ή διασχίζει το παράθυρο και, μοιραία αρχίζει μια έκλυση ιδεών και συναισθημάτων η οποία οδηγεί, μοιραία επίσης, στην μεταποίηση του εισερχομένου ερεθίσματος· για μερικούς απο μας η σαγήνη της μεταποίησης είναι μεγάλη. Ή, να το πω αλλιώς, η παρακολούθηση της μεταποιητικής διαδικασίας, είναι σαγηνευτική.
Αυτά με το συγκεκριμένο ερέθισμα μιας φράσης του Κώστα Μαυρουδή, «πώς μπορεί να έχει μυθιστόρημα μια χώρα χωρίς σιδηρόδρομο».

Τον νου μου ολόκληρο κατέλαβαν τα δύο άκρα ενός παράξενου συνεχούς.
Στην μία άκρη η εικόνα της Κατιούσας να κοιτάζει από την αποβάθρα μέσα από το παράθυρο, το κουπέ στο οποίο ο Νεχλιούντοφ χαρτοπαίζει με άλλους αξιωματικούς, οι ανάσες τους να χορηγούν την απαραίτητη συναισθηματική απόσταση θολώνοντας το τζάμι και καθιστώντας την ηρωίδα ανύπαρκτη για την όραση και τη συνείδηση του ασυνείδητου εραστή, οι ατμοί του τραίνου που φεύγει να επιτείνουν και να ολοκληρώνουν την ερημία της εγκαταλειπόμενης γυναίκας, ο δε ήχος της αμαξοστοιχίας που αποχωρεί να μπαίνει με την ευκολία που έχουν οι ήχοι να διεισδύουν κατευθείαν στην καρδιά μου. Αυτά στα δεκατέσσερά μου. Ακόμα κι αυτήν την ηλικία μπορούσε να συγκινήσει έως δακρύων ο Τολστόι.
Συγχρόνως και κατ’ αντίστιξιν, στο άλλο άκρο η τελευταία φορά που μπήκα και –πρόκειται για χρόνια να μπω– σε «Έλληνα Σιδηρόδρομο». Η επιλογή ήταν καθαρά ρομαντική, για να δω τα τοπία που διέσχιζα μικρή πηγαίνοντας προς το Λιανοκλάδι, τα βουνά, τη γέφυρα της Παπαδιάς, τους μικρούς εγκαταλελειμμένους ενδιάμεσους σταθμούς, τις απείραχτες πλαγιές, να αισθανθώ τον υποκείμενο γλυκό θόρυβο της προσμονής: ντουπ ντουπ ντουπ.
Τα παράθυρα ήταν ζωγραφισμένα πάνω απ την οπτική μου δυνατότητα με γκραφίτι, μια φοιτήτρια επικοινωνούσε με υστερική αναίδεια συνεχώς, προσδίδοντας χυδαιότητα στο ιδιόλεκτό της, ο ελεγκτής μύριζε εγκατεστημένη απλυσιά, να μη σας κουράζω άλλο!

Εδώ και πολύ καιρό είχα μιαν άρνηση να διαβάσω ελληνικό μυθιστόρημα, να μπαίνω από την κλειδαρότρυπα για να παρακολουθήσω αφάνταστα πληκτικούς καθημερινούς διαλόγους κρεβατοκάμαρας, διανθισμένους με ατάκες μπαρ και πάλι μπαρ και δώστου μπαρ και συνέπειες του αλκοόλ με πονοκεφάλους, εμετούς, βρόμικα σεντόνια και δεν ξέρω τι άλλο!

Ωραία, δεν έχουμε σιδηρόδρομο. Αυτό το μεταφορικό μόρφωμα δεν είναι σιδηρόδρομος. Πόσο μυθιστόρημα έχουμε; Διαβάζοντας παλιούς και νέους πεζογράφους, βλέπουμε ότι για να «σταθεί» ένα μυθιστόρημα πρέπει να φύγει απ’ την Ελλάδα, πρέπει οι ήρωές του να ταξιδεύουν στον κόσμο, να έχει καλογραμμένες και εμπνέουσες περιγραφές τόπων – συχνα εξωτικών ή ερευνημένων προσεχτικά περιοχών από φαντασιωμένες στο παρελθόν και στο παρόν πόλεις, το Παρίσι ή την Πράγα ή την Βαρκελώνη επί παραδείγματι.
Συχνά ένα τραίνο διασχίζει αυτά τα μυθιστορήματα, μεταφέρει με την ποιητική των ήχων ή της θέας που φεύγει απ’ το παράθυρο όποιες σκέψεις κατακλύζουν τον συγγραφέα, αλλά έχετε δει πουθενά έναν σύγχρονο Ελληνα Σιδηρόδρομο να παίζει έναν ποιητικό ρόλο στην πεζογραφία μας; Να την διασχίζει με τρόπο που να προκαλεί κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε κάτι άλλο, σε σκέψεις χωρίς τη ρυπαρότητα που το περιβάλλει;
Διαβάζοντας νεοέλληνες και δη νέους, πολύ νέους Έλληνες πεζογράφους, διαβάζω αναγλυφές της απελπισίας της βρόμας, του αμήχανου κανιβαλικού σεξ, της γλώσσας που αργκοποιείται συστηματικά και καμμιά φορά σχεδόν υποκαθιστά τον λόγο και βλέπω μόνο μεμονωμένα καρέ της μιζέριας, ανίκανα να δώσουν μια εικόνα της σύνολης κοινωνίας, ανίκανα να ανταποκριθουν σε μια βασική λειτουργία της λογοτεχνίας, να τέρπει και ίσως να μας διδάσκει δηλαδή, εστω με ορισμένες απο τις ιδιότητές της, όπως το στυλ …
Είναι αυτή μια θέση αυστηρή ή απαιτητική ή απλώς ζητάμε, χρειαζόμαστε –όπως γράφουν οι κριτές εστιατορίων– «value for money».
Εδώ και πολύ καιρό είχα μιαν άρνηση να διαβάσω ελληνικό μυθιστόρημα, να μπαίνω από την κλειδαρότρυπα για να παρακολουθήσω αφάνταστα πληκτικούς καθημερινούς διαλόγους κρεβατοκάμαρας, διανθισμένους με ατάκες μπαρ και πάλι μπαρ και δώστου μπαρ και συνέπειες του αλκοόλ με πονοκεφάλους, εμετούς, βρόμικα σεντόνια και δεν ξέρω τι άλλο! Ο αντίπους; Τα μυθιστορήματα των κυριών με αβάσταχτα συναισθήματα κινητού τηλεφώνου, αναζητήσεις ψυχαναλυτικών ερμηνειών και πλοκή «πειραγμένου» Άρλεκιν.

Σιδηρόδρομοι

Το ταξίδι σαν έννοια έχει –αναγνωρίζω– πολύ απομυθοποιηθεί στην εποχή μας.
Εμείς χάνουμε. Εμείς χάνουμε όταν δεν καταλαβαίνουμε πόση ανάγκη έχουμε να συντηρούμε τους μύθους μας. Όχι με μιαν αγκύλωση σε ηθικά διδάγματα και δεν ξέρω τι άλλο! Μα με αυτή την αρωματική γαλουχία που οι μύθοι θα μπορούσαν να μας συντηρούν διαρκώς μήπως και καταφέρουμε να συλλάβουμε και να διεκδικήσουμε κάτι καλύτερο απ’ αυτό που μας μέλλει όταν, όπως λέει ο ποιητής, «ξεσπάσει το μέλλον».
Ταξιδεύουμε διαδικαστικά, χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς, χωρίς Ιθάκες. Η μάλλον καλύτερα με αποχρωματισμένες αποβουτυρωμένες α-νοήσιμες Ιθάκες χωρίς νόστο, άνοστες. Ο τόπος δέν παράγει νόημα μην παράγοντας προϊόν και οι συγκινήσεις που παράγει είναι μόνο αυτές του κομματικού, ούτε καν του πολιτικού, σαρκοβόρου γίγνεσθαι.
Πώς να παράγει μυθιστόρημα; Κι όταν το παράγει με κάποιο φιλότιμο, το παράγει σε χρόνους ιστορικούς, χωρίς το μίασμα της εποχής, ή σε τόπους περιορισμένους με συνεκτική κουλτούρα, στην Άνδρο, στην Κρήτη, κλπ.
Άλλως; Μήπως είναι καιρός ν΄αποκτήσουμε σιδηρόδρομο, να χαράξουμε καμιά διαδρομή, κάποιο «τέλος»;

Ευχολόγια;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: