Προτιμώ τη λάμψη του παραμικρού γεγονότος που γίνεται. Είμαι όντας, και βλέποντάς με∙ βλέποντάς με να βλέπομαι, κι έτσι καθεξής… Ας σκεφτούμε από πολύ κοντά / Παύλος Βαλερί, Η βραδιά με τον κύριο Τεστ
Τα σιντοϊστικά λατρευτικά κέντρα, ανακαινισμένοι ναοί και καλοδιατηρημένα παρεκκλήσια, ξεχωρίζουν σχεδόν εύκολα, ακόμη και στις πιο πυκνοκατοικημένες, ασφυκτικές περιοχές των άστεων. Το πλέον ευδιάκριτο σημείο, το απλούστατο τόιρι, οι δύο δηλαδή παράλληλες ράβδοι στην κορυφή της πύλης, από όπου περνάμε στον περίβολο του ναού, μαρτυρούν αμέσως την ύπαρξη ενός ακόμη τεμένους αφιερωμένου αποκλειστικά στο πολύσημο, πανθεϊστικό Σίντο, στην γηγενή θρησκεία των Ιαπώνων.
Χωρίς κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα στο θεαματικά ανοιξιάτικο Τόκιο, ένα Σάββατο για περπάτημα μέσα στη διάρκεια της έκπληξη, την οποία μαθηματικά φροντίζει η πόλη στους επισκέπτες της. Μετρώ στιγμές λάμψης και δύναμης μιας διάχυτης αίσθησης. Πρόκειται για την ανανεωτική αύρα που μου δωρίζεται αμέσως. Σε μια στροφή του δρόμου ξεχωρίζω στο απέναντι πεζοδρόμιο, γύρω στα εκατό μέτρα πιο πέρα από το σημείο που βρίσκομαι, το άνοιγμα που στεφανώνει ένα τόιρι. Από σκυρόδεμα, βαμμένη με κιννάβαρι, η ιερατική πύλη δεν θέλει προφανώς να εντυπωσιάσει ούτε να παραπέμψει σε μια χλιδή νοημάτων. Η απλότητα των κάθετων και οριζόντιων γραμμών, ένα συμπτωματικό, ελληνικότατο Π κεφαλαίο, υπονοεί τις πρωταρχικές πεποιθήσεις των σιντοϊστών πιστών: την αναζήτηση δηλαδή των κρυμμένων ισορροπιών, οι οποίες συνέχουν καταστατικά την Φύση, αλλά και την αναμόρφωση της ίδιας της ζωής μέσα από την σαφήνεια της αρχαιότερης ιαπωνικής τελετουργίας. Η εξάλειψη του περιττού: ναι, ο πρώτος κανόνας.
Βαθαίνω μέσα στην έξαρση των ανθισμένων κλώνων. Ακουμπώ κάποια δέντρα. Θα μάθω λίγο μετά τα ονόματά τους. Παντού τώρα καθησυχαστικές, πρασινωπές ανταύγειες. Και πάλλευκοι ή πορτοκαλόχρωμοι τόνοι μιας ευρύχωρης παλέτας. Έχω ήδη χάσει πάνω από το κεφάλι μου τον ουρανό. Εδώ κι εκεί, τα κλαδιά, φορτωμένα από τους αναγεννησιακούς χυμούς του Μαρτίου, αλλού γέρνουν ελαφρά προς το μέρος μου, αλλού σκεπάζουν ό, τι έχει απομείνει από την όψη του υπόλοιπου τοπίου. Είναι το ισχυρότερο θέλγητρο του σαρωτικού αυτού μήνα: νοτισμένοι κορμοί, πυκνά, ομιλητικά φυλλώματα, η ειλικρίνεια των ακάθεκτων λουλουδιών, οι υποσχέσεις των καρπών, όλα τα στοιχεία μαζί συνιστούν μια ενιαία πρόσκληση ευρύτατων αλλαγών.
Το προαύλιο - κήπος ανοίγει. Μεγάλη βεντάλια που ξεδιπλώνεται, σύμφωνα με τις οδηγίες ενός παλαιού, μυστικού εγχειριδίου χρήσης. Έχω την αίσθηση ότι συμμετέχω σ’ ένα παιχνίδι των τοπικών θεοτήτων. Των καλόγνωμων πνευμάτων. Είναι οι κερασιές δίπλα μου κι εμπρός μου που απορροφούν, που ακυρώνουν ολόκληρο το φορτίο του βίου, για να νιώσω, έστω προσωρινά, τελείως απερίσπαστος, ελεύθερος να εισπράξω έγκαιρα τις διαφορετικές ουσίες. Η ροή των λεωφόρων, η κίνηση στα πεζοδρόμια, οι τρέχουσες ανάγκες έχουν γίνει υπόθεση που αφορούν αποκλειστικά τους άλλους.
Βίωμα ειρήνης. Σαν παγίωση φιλότητος. Ξαφνικά έγκλειστος στο νοήμονα χρώματα. Αλλά όχι, δεν θα έλεγα, όσο κι αν έψαχνα μέσα μου, ότι με καταπιέζει κάτι. Απροσδιόριστο ή μη. Ένα κουκούλι τώρα, που με περιέχει δικαιωματικά. Μένω μέσα του μετέωρος, αναποφάσιστος. Για λίγο. Το βίωμα ενός κενού. Αποτυπώνω το δευτερόλεπτο-αν τα καταφέρω. Ιδού: το παραδέχομαι χωρίς περιστροφές, νιώθω αποκομμένος από τον μέχρι πρόσφατα δικό μου, γνώριμο συγκάτοικο του σώματός μου: εμένα.
Αποφασίζω να περάσω στα ενδότερα του ναού. Εκεί συναντώ την εύγλωττη τάξη, την αποτύπωση της προσήνειας των αρχαϊκών συμβόλων. Ό,τι δηλαδή οι απώτεροι προγόνων των Σαμουράι και των Σογκούν έκριναν ως απόλυτο νόμο ηθικό και τάξη του πνεύματος. Αφήνω τα μάτια μου να εξοικειωθούν με τις συναιρέσεις των σημείων και τα τόξα των νοημάτων.
Επίνευση: η αδιαπραγμάτευτη αποδοχή όλων των όρων μιας συμφωνίας υπαινιγμών και βεβαιοτήτων. Η μυθολογία του σιντοϊσμού είναι η θεμελιώδης πραγματολογία αυτού του Σαββάτου και οτιδήποτε ακολουθήσει. Ειρμός που δεν μπορεί να τον διακόψει η θύελλα του κόσμου, ιδίως εκείνη η νέα οικονομική - επιχειρηματική δράση και στις δύο ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού.
Συγκαταλέγεται στα κατ’ εξοχήν τιμαλφή της εν λόγω λατρείας. Φυλάσσεται κατά κανόνα στα απόρρητα σημεία του ιερού κτίσματος, εκεί όπου η ψυχή, αν είναι τυχερή, μπορεί να συναντήσει επιτέλους, κατά πρόσωπον, το θείον. Σπάνια οι θρησκευτικοί λειτουργοί το δείχνουν στους επισκέπτες των ναών. Σε ορισμένες περιπτώσεις επιδεικνύεται μια φορά τον χρόνο, ιδίως σε επίλεκτους καλεσμένους, στα μέλη βεβαίως των οικογενειών όσων υπηρετούν στον ναό και σε κάποιους άλλους, στους λιγοστούς ευνοούμενους, στους τυχερούς της πεπρωμένης συγκυρίας.
Φαίνεται μηδαμινό και ευτελές, αλλά λογίζεται ότι ανήκει κυριολεκτικά στα σεπτά και άχραντα αντικείμενα, στα ων ουκ άνευ αυτής της πίστης. Πρόκειται για έναν απλούστατο καθρέφτη, συνήθως ωοειδούς ή παραλληλόγραμμου σχήματος, χωρίς κοινότυπα στολίδια ή περιττά στηρίγματα. Τοποθετημένος στην υπόγεια κρύπτη του, ή στην αδιόρατη εσοχή του τοίχου, συνοψίζει με υποδειγματική λεπτότητα και ακρίβεια, τα κύρια δόγματα και τις ουσιώδεις προαιρέσεις αιώνων μιας πεποίθησης που είδε όλα εκείνα, τα οποία αφορούν στην μεταφυσική ύπαρξη των πραγμάτων, ως κατ’ εξοχήν συμφραζόμενα της εξ αντικειμένου ζωής, ως αναπόσπαστα δηλαδή κεφάλαια του πρωτοκόλλου της καθημερινότητας.
Ο καθρέφτης είναι το μέγα καταστατικό της πίστης. Με την απομόνωσή του στα απόκρυφα μέρη του ναού, το γυαλί της αυτογνωσίας διδάσκει ανατροπές και απεξαρτήσεις από τα παραπειστικά φαινόμενα του έξω κόσμου. Επιβάλλοντας την αναδίπλωση του εαυτού στην αποκλειστικά δική του επικράτεια, παραμένει σταθερά «σπανιότατο» ως είδος.
Στο μυθιστόρημα του Γιούκιο Μισίμα, Ο Ναός του Χρυσού Περιπτέρου, το οποίο σύμφωνα με την γνώμη των περισσοτέρων κριτικών και βιογράφων του,συνιστά το αρτιότερο έργο του, μνημονεύεται η υπεροχή της αυτόχθονης σιντοϊστικής γραμμής σε σχέση με την εισαχθείσα από την Ινδία, μέσω Κίνας, βουδιστική «ανταρσία». Παραθέτω: «Ο Πατέρας και ο Ηγούμενος εξέφραζαν την πικρία τους για το γεγονός ότι, τόσο ο Στρατός όσο και οι ανώτεροι αξιωματούχοι έδιναν σημασία μόνο στα σιντοϊστικά παρεκκλήσια, ενώ περιφρονούσαν τους Βουδιστικούς ναούς – για την ακρίβεια μάλιστα, όχι μόνον τους περιφρονούσαν αλλά και τους καταπίεζαν. Συζήτησαν τότε ποιος θα ήταν ο καλύτερος χειρισμός των ναών από την πλευρά της διοίκησης στο μέλλον».
Ο καθρέφτης περιφρουρείται έως τις ημέρες μας ως η απόλυτη αξία των ιερουργών. Σε βάρος άλλων κοσμοθεωριών και παρεμφερών εσχατολογικών συλλήψεων, η αρχαία σχολή του καθρέφτη επιβάλλει τους δικούς της δείκτες. Η δε εμβάπτιση του ανθρώπινου προσώπου στην δήθεν περιοριστική επιφάνεια του καθρέπτη δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να επιμένει να γειώνει την ύπαρξη στην ένδον κατάσταση των πραγμάτων καθαυτά, να την φέρνει αντιμέτωπη με τον δαίμονα που κουβαλάει μέσα της και στον οποίο είναι, ως γνωστόν, καταχρεωμένη.
Στις πολυδιαβασμένες ταξιδιωτικές του μαρτυρίες Ο Λωτός και το Ρομπότ, ο Άρθουρ Καίσλερ επιχειρεί μια συγκριτική προσέγγιση δύο κεφαλαιωδών αναμετρήσεων στον καθρέφτη και στην παρεπόμενη σημειολογία του. Εδώ ο δυτικός, λίγο πολύ επιπόλαιος τρόπος αντιδιαστέλλεται ευθέως προς την αυστηρή, θεσμικά προκαθορισμένη σιντοϊστική ανάγνωση. Η συμπερασματική κρίση είναι χαρακτηριστική της ιδιοσυγκρασίας του οξυδερκούς εκείνου πλάνητα: «Ο καθρέφτης στην αρχαία ιαπωνική παράδοση ήταν όργανο που σήμαινε σχεδόν το αντίθετο από ό,τι σημαίνει για μάς. Δεν ήταν όργανο ματαιοδοξίας, αλλά περισυλλογής […] Αυτός που κοιτάζεται στον καθρέφτη δεν το κάνει για να εξετάσει την εμφάνισή του, αλλά για να δει μέσα από την «πόρτα της ψυχής», από τα μάτια του κάτοπτρου, μέσα στον ενδότατο εαυτό του. Με αυτή την μέθοδο, βραχυκυκλώνει τον ενσυνείδητο, «παρατηρητή – εαυτό του». Αυτό που βλέπει να καθρεφτίζεται στα μάτια του μέσα στο κάτοπτρο είναι η αρχική αγνότητα και γαλήνη της πνευματικής του ύπαρξης. Ο Δυτικός, από την άλλη μεριά, ή κοιτάζεται στον καθρέφτη, σκεπτόμενος σα Νάρκισσος – ή ο καθρέφτης που ξυρίζεται μεταμορφώνεται σε πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέη».
Στην θέση των παραρτημάτων και των συστατικών της ημετέρας «φιλοσόφου μανίας τε και βακχείας», (βλ. Πλάτωνος Συμπόσιον, 218 β), ο σιντοϊστής πιστός κρατά μόνον το καθρεφτάκι της φωτεινής γνώσης. Δεν του χρειάζεται τίποτε άλλο. Και τον κρατά όλες σχεδόν τις φορές νοερά. Η απουσία του είναι σχετική: ο καθρέφτης είναι ο ουρανός, η λίμνη, ο Ωκεανός του νου.
Λέω να κάτσω λίγο ακόμη εδώ. Ίσως ο ιερέας που εφημερεύει να θελήσει να ελέγξει, αν ο καθρέφτης είναι ακόμη στη θέση του. Ή μπορεί ο ίδιος ο καθρέφτης να θελήσει κάποια στιγμή να με δει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ
Παύλος Βαλερί, «Η βραδιά με τον κύριο Τεστ», μετάφραση: Γ. Σεφεριάδης, περ. Νέα Εστία, Ιούλιος 1928.
Άρθουρ Καίσλερ, Ο Λωτός και το Ρομπότ, μτφρ. Γιούρι Κοβαλένκο, εκδ. Χατζηνικολή 1983.
Γιούκιο Μισίμα, Ο Ναός του Χρυσού Περιπτέρου, μτφρ. Λήδα Παλλαντίου, εκδ. Καστανιώτη 1999.