Η σχέση μου με τον σύνδεσμο «ὡς» ήταν έρωτας με τη πρώτη ματιά σε μια σελίδα της αρχαιοελληνικής γραμματικής, της οποίας δε θυμόμουν ακριβώς το νούμερο, αλλά έπειτα έψαξα και τo βρήκα, αλλά και πάλι δε θα σας τo πω για να μη φανεί πολύ στημένο, γιατί η εποχή αγαπά τα «φυσικά» μαλλιά με δεκαπέντε μάσκες και είκοσι έλαια, που δε φαίνονται στυλιζαρισμένα, ακόμα και αν είναι. Αρχικά, τον σύνδεσμο τον ερωτεύτηκα γιατί με έβγαλε από τη δύσκολη θέση, όταν ένα ντεκαπαρισμένο σαρανταπεντάρικο κεφάλι επέμενε να με ρωτάει για κάνα δίλεπτο αν θυμάμαι έναν αιτιολογικό σύνδεσμο και εγώ πρόφερα δειλά τα δύο γράμματα, σκεφτόμενη «του κερατά, τόσα δηλώνει αυτή η λέξη, γιατί να μη δηλώνει και μια αιτία βρε αδερφέ». Ύστερα, με εκνεύρισε όταν στο διαγώνισμα έπρεπε να σπάσω το κεφάλι μου για να καταλάβω σε ποια πρόταση το «ὡς» χρησιμοποιείτο ως χρονικός, αιτιολογικός, συμπερασματικός, ειδικός σύνδεσμος κλπ κλπ. Και κάπου τότε κατάλαβα πώς γίνεται να μισείς αυτόν που κάποτε ερωτεύτηκες, πώς είναι δυνατό το ατού να γίνει μειονέκτημα, και αυτό που σε βολεύει κάποια στιγμή να σε κουράσει. Έπειτα το ξέχασα, έμπλεξα με άλλα και χαθήκαμε. Και εκείνο, σαν παραμελημένος αγαπητικός, φορτώθηκε έναν τόνο, βγήκε τσάρκα στα κοινά μας στέκια (βλέπε στα μπαράκια του Ξενοφώντα και στις πλαζ του Θουκυδίδη) και με συνάντησε αυτή τη φορά ως δεικτικό επίρρημα, ως κομμάτι μιας παρομοίωσης, ενός παραδείγματος, ως ταγός μιας επιφωνηματικής πρότασης. Ξενοκοιμήθηκε με μετοχές και επιρρήματα, αλλά με ξανακέρδισε, όταν με αποδέχτηκε ως ανθρώπινο ον, με πάθη –φθογγικά και άρρητα, συνταγμένα και ασύντακτα–, όταν αναγνώρισε αυτά που πιστεύω, που αγαπώ, που φοβάμαι. Όταν νομιμοποίησε το ψέμα της ειδικής πρότασης, παραδεχόμενος την μπανάλ γενικότητα της αλήθειας που είναι πιο ξεθωριασμένη και από το σχολικό βιβλίο του Οικονόμου.
Του έδωσα μια δεύτερη ευκαιρία, μα απογοητεύτηκα όταν τριγύρναγε γύρω από υπερθετικές κυρίες για να επιτείνει τη σημασία τους, υποτιμώντας την αυτοδύναμη σημασία του ιδίου. Μίσησα την υποτακτική του υπόσταση, μίσησα το κόμμα και είπα πως από εδώ και πέρα θα λύνω με τελείες τα προβλήματά μου. Στα μάτια μου ο ταγός έγινε ουραγός, και είμαι αρκετά ανυπόμονη για να περιμένω πότε «οι τελευταίοι έσονται πρώτοι». Έπειτα εκείνος κότσαρε ένα έψιλον μπροστά του για να καμουφλαριστεί, μη τυχόν τον πετύχω σε καμιά σελίδα και τον ξεμπροστιάσω (αν και στις δυο διαστάσεις της σελίδας η χωρική σημασία είναι κάπως αλλοιωμένη, γι’αυτό μη φανταστείτε τρελό ξεκατίνιασμα…). Σύντομα πέταξε το σημασιολογικό φορτίο του χρονικού συνδέσμου και μετουσιώθηκε σημασιολογικά διατηρώντας αυτούσια την όψη του (ἕως). Τον ξανααισθάνθηκα τότε, ως πρωινό βοριά σε ένα νησάκι του Αργοσαρωνικού, ως ιδρωμένο σεντόνι ενός ράντσου στην αυλή του σπιτιού τον Δεκαπενταύγουστο, αλλά και μια μέρα του Γενάρη που άργησα να πάω στη δουλειά, φωτοσυνθέτοντας στο μπαλκόνι και αναρωτώμενη αν ο ήλιος πιάνει το δέρμα μου κάτω από τα δύο φούτερ. «Νύχτωνε νωρίς σήμερα και δε θα είχα χρόνο να φωτοσυνθέσω, όταν θα επέστρεφα σπίτι». Αυτά έγραφα στην απολογητήρια αναφορά, μα ο εργοδότης δε συγκινήθηκε. Θα ήταν ετερόφωτος, σκέφτηκα, και πήγα μια βόλτα μέχρι τον Λυκαβηττό (από αυτές που κάνει μια ηρωίδα στο βιβλίο που διαβάζεις, ενώ εσύ καρτεράς ηρωικά τη στιγμή που το 230 θα ξεκολλήσει από την κίνηση στην πηγμένη Αλεξάνδρας. Γι’αυτό και, όπως καταλαβαίνετε, εγώ, που σας μιλάω αυτή τη στιγμή από τον Λυκαβηττό, δεν υπάρχω). Κοιτάζοντας όμως από κει ψηλά αυτή την πόλη, κατάλαβα γιατί την αγαπάω τόσο. Γιατί, μόνο στη δική της διάλεκτο, η αυγή έχει το όνομά σου…
Λίγο πριν πεθάνεις, δανείστηκες ένα ρο και το έβαλες μεσοφόρι και τώρα τα λεξικά από «ἕως» γράφουν «ἔρως». Δε ξέρω γιατί αναγκάστηκες να θυσιάσεις το ίδιο σου το πνεύμα για αυτή την ντεμέκ μεταστροφή χαρακτήρα του μελλοθάνατου, μα εκτιμώ την υγρότητα του ρο, γιατί ο κόσμος μας παρά είναι στερεός και από μέσα κούφιος. Έφυγες από αυτόν τον κόσμο, γνωρίζοντας πως δεν κατάφερα ποτέ να σε μάθω καλά. Τώρα πια σε ξεχνάω. Και όταν καμιά φορά πατάω το πλήκτρο W του υπολογιστή μου με το αγγλικό πληκτρολόγιο για να γράψω το τελικό σίγμα (ς), σε θυμάμαι με οίκτο. Μια ζωή τελικός παράγοντας ατελών διαιρέσεων.
Μόνο εσύ συνδυάζεις τόσο όμορφα τον πολλαπλασιασμό με τη διαίρεση.
Δε ξέρω τι προσπαθώ να πετύχω παίζοντας ιντερνετικά κουίζ που τεστάρουν τις γνώσεις σου σε δύσκολες ελληνικές λέξεις. Δε ξέρω γιατί κόλλησα στη λέξη «εωθινός» και άρχισα να την γκουγκλάρω. Δε ξέρω γιατί θέλω να μοιάσω σε ορθογραφημένα μυαλά ανορθολογιστών ιδιοκτητών. Δε ξέρω γιατί καίγομαι τόσο πολύ να επιδείξω τις γνώσεις μου, έστω και λειψές, περί ανέμων και υδάτων και να κερδίσω ένα «μπράβο», έστω και με τη μορφή τυποποιημένου μηνύματος μιας διαδικτυακής πλατφόρμας. Ώρες ώρες νιώθω όπως όταν έρχεται μουσαφίρης στο σπίτι και τον οδηγώ γρήγορα στο σαλόνι, γιατί τα υπόλοιπα δωμάτια είναι ένα χάος από σκόνη, πεταμένα πράγματα, αντικείμενα σε ακατάλληλη θέση. Νιώθω την ίδια ντροπή, την ίδια ανοικειότητα, την ίδια ανάγκη να κρύψω και να κρυφτώ. Όλα στη ζωή μου είναι υγρά και ρευστά. Γι’ αυτό χρειάζομαι το ρο του έρωτα, χρειάζομαι και το «ως» στους κατηγορηματικούς προσδιορισμούς. Γιατί η ζωή μου στηρίζεται στην παροδικότητα, στη γρήγορη εναλλαγή μορφών και ιδιοτήτων. Γι’αυτό χρειάζομαι το «ως» με κάθε του μορφή, όσο περίπλοκη ή περίεργη και αν αυτή είναι. Μήπως δεν είμαι «περίεργη» και εγώ; Μήπως δεν είναι περίεργος ο καιρός;
31 Ιουλίου και έξω ο ουρανός ετοιμάζεται να βρέξει.