Ἀφροδίτη ἐν Ἀλασίᾳ & άλλα ποιήματα

Ἀφροδίτη ἐν Ἀλασίᾳ & άλλα ποιήματα

Αφροδίτη εν Αλασία

Βάδισε μέσα στον κόσμο (όχι διαμέσου του κόσμου)
βάδιζε κι οι βροχές θα συνεχίσουν να πέφτουν
αστραπές και ήλιοι και νέφη καλπάζοντα
ήχοι και εικόνες αφανέρωτες θα ζήσουν για σένα
πάταγος γέννησης μακρινών συμπάντων
L' amor che move il sole e l'altre stelle.

Κυνέγειρος

Λησμονημένοι στίχοι
γραμμένοι με φωτιά μετεωρίτη·
ιερή πρωτόγλωσσα
ομόρριζη με της γης τα κεύθεα.
Πάντα κρατούσες την αιωνιότητα στα χέρια σου
Μανή, Θεκέλ, Φαρές

Κι αν όλα έχουν ειπωθεί
ποιός ο λόγος της ομιλίας σου;
Γέρικος κόσμος κουρασμένος
απ’ την επαναλαμβανόμενη επίφαση πράξης.
Ποιός είναι Αυτός που Ακούει;
οὐδὲ γὰρ ῥᾷστον  ἀρρήτων ἐπέων πύλας ἐξευρεῖν

αρχή ευωδιαστής άνοιξης
κι η γυναικεία φωνή σε κάλεσε
Κυνέγειρο
τώρα θρηνητική μολπή βγαλμένη απ’ τα Περσικά κύμβαλα
στην κινούμενη άμμο της μάχης.
Ηλιακές λεπίδες κι αλατισμένο αίμα
καίνε τα μάτια σου.
Κι η μάταιη τελευταία σκέψη σου
σπαταλημένη
για το αν έκανες το καλύτερο, που μπορούσες.

Μόρος

Με το σβησμένο κερί της άγνοιας στ’ αφτιά τους
σ ’είχαν δεμένο πισθάγκωνα
στο τσακισμένο κατάρτι του ορθού λόγου.
Δεν ήταν όμως το τραγούδι των Σειρήνων
(συριγμοί ακατανόητων φθόγγων
υποθαλάσσιος βαβελικός συρφετός
φρικιαστικός βρόντος τού Τίποτα.)
Ούτε η όψη τους
που τα δεσμά σου σ ’έβαλε να σπάσεις.
Η γαλακτερή σκοτεινή γωνιά του άσκεφτου
σε κάλεσε.
Κι εκεί ήταν που στο νου σου άστραψε τ ’όνομα
και ο γλυκός ο πόθος
να γίνεις πια ο Κανένας.

Ἀφροδίτη ἐν Ἀλασίᾳ & άλλα ποιήματα

Νοστέω

Παρατήρησα τον εαυτό μου
κι είδα βουνά και πεδιάδες
και φαράγγια απροσπέλαστα·

ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν

Ερήμους είδα ν ’απλώνονται όσο ένιωθε η ψυχή
σαράντα μέρες μέσα τους ασκήτευαν οι σκέψεις.
Τα κόκκινα σχιστά μάτια του φόβου αντίκρισα
τ ’ατσάλινα γαμψά νύχια της άγνοιας
άκουσα το χτύπο της καρδιάς
να σημαίνει τους αιώνες
φωνές και ουρλιαχτά από καιρούς αλλοτινούς
καράβια στην ανεμοζάλη απάντησα
χωρίς πυξίδα
ναυαγισμένες μνήμες κι έρωτες που αρίστευαν
στη γη των Λωτοφάγων.
Από τα κύματα-τείχη του Εγωισμού
με τη φτωχή σχεδία του Οδυσσέα παρασύρθηκα
παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
θάφτηκα.
Διάβασα σε ξένες παλάμες τις μοίρες
και κατορθώματα παράξενα των άγνωστων Προγόνων
αντεκδικήσεις κι αγάπες μάταιες
αίμα, φωτιά και τρέλα με συντρόφεψαν.
Ύστερα έπεσε ο αχός
κι είδα ένα λιόδεντρο
να βγαίνει απ’ το στομάχι μου
και πάνω του φυτρώναν ρόδια
Ασημοκόκκινος ήταν ο άνεμος που με παρέσυρε
και μύριζε ευκάλυπτο.
Ο Εαυτός μου με παρατηρούσε
κι είδα τα χρωματιστά νεφελώματα του Κάλους,
της Αγάπης τους φωτεινούς αστερισμούς
ένιωσα το χρόνο να χάνεται
στη σπειροειδή χοάνη της Σοφίας
κι οι διαστάσεις να γίνονται ένα.
Και δεν είχα πιά κανέναν να παρατηρήσω
ούτε κανείς με κοίταζε
Ίσως γιατί δεν ήμουν πιά εκεί
ή πάλι ίσως γιατί ποτέ δεν είχα εκεί υπάρξει.
Πέρα μακριά σε μια ακτή κοντά στην Έφεσο
σε γλώσσα ακατάληπτα γνωστή
κάποιος ονειρευόταν πως Όλα ήταν Ένα
και πως πάντα έτσι θα ‘ναι
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή.
Μην αφήνετε τον Κόσμο να χαθεί

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: