Η Φλώρα, κάπου εκεί στην αλλαγή του αιώνα, άφησε το χωριό της, το όμορφο Φιέρι, και ήρθε στην Ελλάδα από την Αλβανία. Έκανε πολλές δουλειές για να επιβιώσει. Τώρα φροντίζει την κυρία Ευτέρπη, μια πανέμορφη γυναίκα, καταδικασμένη στο αναπηρικό καροτσάκι, με σκλήρυνση κατά πλάκας. Τη φέρνει κάθε Παρασκευή στο κομμωτήριο για να περιποιηθεί με κοκεταρία τα υπέροχα καστανόξανθα μαλλιά της. Την σηκώνει με δεξιότητα και αγάπη και την καθίζει στο λουτήρα ή στην καρέκλα. Αν ο ίδιος ο κομμωτής ή κάποια από τις κοπέλες προθυμοποιηθεί να την βοηθήσει αντιστέκεται. «Όχι, ευχαριστώ, δεν χρειάζεται. Τα καταφέρνω μόνη μου», συνηθίζει να λέει. «Δεν φοβήθηκα ποτέ τη δουλειά. Ξέρεις τι έχω κάνει εγώ στη ζωή μου; Από σκάλες και καθάρισμα σπιτιών, μέχρι οικοδομή και σκυρόδεμα στους δρόμους». Σταματά για λίγο, σαν για να δώσει χρόνο στο μυαλό της να θυμηθεί, και συνεχίζει: «Κάποτε άδειασα ένα πλημμυρισμένο υπόγειο. Δυο κουβάδες ψόφια ποντίκια έβγαλα από μέσα. Μέχρι το γόνατο στη λάσπη», σταματά και πάλι, λες και σκέπτεται αν πρέπει να το πει, και βγάζει κόμπο κόμπο τη συνέχεια: «Για να πάρω ένα ποδήλατο στο παιδί μου. Δεν περιγράφεται η χαρά που έκανε. Καλό παιδί μού βγήκε, δεν έχω παράπονο. Γιατρός είναι σήμερα».
Τώρα η Φλώρα έχει κατασταλάξει στους ανήμπορους γέρους, αυτούς που την έχουν ανάγκη. Της αρέσει να προσφέρει. Δεν της είναι εύκολο να κάθεται.