Ακούγοντας διαδοχικά δυο εκτελέσεις των «Παιδιών του Πειραιά», κάτι σαν παιγνίδι ακροάσεων που κάνουμε με φίλους, ήρθαν αυτόματες σκέψεις. Τις αφήνω πρόχειρα εδώ, έτσι καθώς θα σχολίαζε κανείς ποδοσφαιρικό αγώνα σε καφενείο – όχι πως ξέρω να το κάνω. Σ᾽εκείνα τα «Παιδιά του Πειραιά» θα ταίριαζε στ’ αλήθεια μια τέτοια βασική ικανότητα. Εδώ κινούμαι όπως μπορώ.
(Οι εκτελέσεις ακολουθούν το κείμενο.)
Ακούω την πρώτη ηχογράφηση, και λέω: Έχει μια ορφανή συλλαβή νόημα; Δηλαδή, ο τρόπος που αρθρώνεται ένα σύμφωνο δίπλα σ’ ένα φωνήεν, μπορεί να στοιχειοθετήσει από μόνος του νόημα, και μάλιστα ένα νόημα που σε τίποτα δεν έχει να κάνει με τη γλώσσα που προσπαθείς να αρθρώσεις; Γιατί, αν όχι, τότε πώς γίνεται η κυρία China Forbes (με το αστεία χαραμισμένο στ’ αυτιά μας όνομα, που ανακαλεί το περιοδικό με τη λίστα των δισεκατομμυριούχων), πώς γίνεται λοιπόν όταν τραγουδά στην παρακάτω εκδοχή των Pink Martini τα δικά μας τα «Παιδιά του Πειραιά» –και παρ’ όλη την συγκινητικά ξενόφερτη άρθρωση των λέξεων, που εμένα ασφαλώς δεν μ’ ενοχλεί αλλά με ιντριγκάρει–, πώς γίνεται να πηγαίνει τόσο βαθιά στο τραγούδι όσο ούτε η ίδια ίσως η Μερκούρη μπόρεσε στην πρώτη εκείνη εκτέλεση μες στην ταινία του Ντασέν; Κρατώ απ’ την εκτέλεση των Martini μια σχεδόν συγκινητική, μες στο νεκρικό της κλίμα, τρυφερότητα και ένα τέλος σαν λυγμό, σαν το μαχαίρι που ζωγράφιζε στις παρτιτούρες του ο Γιάννης Χρήστου για να δηλώσει μιαν αδιαπραγμάτευτη ηχητική βύθιση, κάτι πολύ περισσότερο από μια σκέτη παύση, που πάντως αφήνει την ηχώ των οργάνων σαν ανάμνηση και σαν αεράκι που κατεβαίνει απρόσμενα απ’ την κορυφή του βουνού την Άνοιξη. Ένα τέλος σαν να κλείνεις το βιβλίο σου απότομα, μην εξανεμιστεί η συγκίνηση, ως πτητική κι εκείνη.
Η εκτέλεση της Μερκούρη είναι η μήτρα κάθε μετέπειτα εκτέλεσης – πώς να το αρνηθείς; Είναι τόσες οι διαδοχικές ή οι παράλληλες αναγνώσεις που προκύπτουν απ’ αυτήν την πλούσια στιγμή, που, για μένα, το μικρό αυτό απόσπασμα αξίζει μια θέση στο εικονοστάσι των μεταπολεμικών μας αγίων. Και ορίζει παράλληλα μια σειρά από υπομνηματισμούς στοιχείων της ρίζας μας που σήμερα μας διαφεύγουν. Ο ερευνητής ενός κοντινού μέλλοντος ίσως ανακαλύψει τα πιο δυνατά στοιχεία της φυλής μας μέσα σε τέτοια φαινομενικά ασήμαντα αποθησαυρίσματα. Και λέω του μέλλοντος, γιατί εμείς σε τούτο το παρόν είμαστε δέσμιοι της συνήθειας, βλέποντας κι ακούγοντας τη σκηνή μπαίνουν ανάμεσα σ’ αυτήν και στην αντίληψή μας δευτερεύοντα στοιχεία, όπως το αν συμπαθούμε επί παραδείγματι τον Χατζιδάκι, τη Μερκούρη, τον Ντασέν, αν βλέπουμε καχύποπτα την ενασχόληση των αστών με τους λαϊκούς τρόπους, αν η ωραία παρέα της ταινίας προσκυνά ετούτα το ωραία περιαστικά στρώματα ως στοιχείο της σάρκας της ή αν τα ξεπουλά με δικά τους έξοδα; Τέτοια ερωτήματα δεν θα υπάρχουν αύριο, και θα ‘ναι πιο εύκολο να δει κανείς τι θα ‘χει απομείνει.
Προχωρώντας όμως: Το πλεονέκτημα ή όχι της εικόνας που συνοδεύει το απόσπασμα με τη Μερκούρη, τίθεται εδώ υπό αίρεση. Πρόκειται στ’ αλήθεια για πλεονέκτημα ή μήπως η εικόνα υποκρύπτει έναν δεύτερο ήχο, μια παράλληλη με την του τραγουδιού ιστορία, που συλλαβίζεται χαμηλόφωνα πλάι στο τραγούδι προξενώντας μια μη ελεγχόμενη αντίστιξη, που με τη σειρά της αποδυναμώνει τις προθέσεις του τραγουδιού; Μα, θα μου πείτε, το τραγούδι γράφτηκε για την ταινία, άρα οι όποιες αντιστίξεις του είναι σε κάποιο βαθμό προγραμματισμένες. Και θα σας απαντήσω ότι τα δαιμόνια παιδιά αποκόπτουν από μόνα τους τον ομφάλιο λώρο τους τη στιγμή της γέννησης. Η εικόνα εν προκειμένω της Μερκούρη μέσα στην ταινία, ίσως να εμποδίζει το τραγούδι να ανοίξει τα δικά του τα φτερά, και εννοώ να έχει μια σειρά από δίκαιες –εκτός ταινίας– αναγνώσεις. Σ’ αυτό οι Pink Martini τα καταφέρνουν ασφαλώς καλύτερα, αφού εκεί καμιά εικόνα δεν δεσμεύει τη φαντασία μας, παρότι λένε πως οι εικόνες στοιχειώνουν διά βίου τους ήχους που παρήγαγαν, και εννοώ πως η εικόνα της Μερκούρη ασφαλώς θα επιστρέφει στη μνήμη μας κάθε φορά που ακούμε το τραγούδι. Παρότι λοιπόν η εικόνα –της Μελίνας, και του δωματίου, και του μεταλλικού κρεβατιού, και του πικ-απ, και του τσιγάρου, και του ανοιχτού παράθυρου, και όλων των άλλων που δεν λέγονται εύκολα μα στέκουν γύρω μας σαν οικογενειακή φωτογραφία απ' την οποία κανένας συγγενής δεν θα μπορούσε να λείπει–, παρότι λοιπόν η εικόνα είναι εδώ μια δέσμευση, πώς να αρνηθώ ότι το μελαγχολικό χαμόγελο της Μελίνας αποκαλύπτει κάτι απείρως πλουσιότερο απ’ τον ναρκισσισμό της, τον ναρκισσισμό ενός κοριτσιού έτοιμου να καεί μες στη φωτιά της ίδιας του της ερωτικής συγκίνησης, όσο και μιας συγκίνησης που ξεπερνά τα πρόσωπα και γίνεται συγκίνηση υπαρξιακή;
Ας πούμε λοιπόν εδώ πως δουλειά του τραγουδιού είναι να μπαίνει σ’ ένα τέτοιο σημείο ουδετερότητας σε σχέση με την πρωταρχική ιστορία, ώστε να αποδεσμεύεται απ’ αυτήν και να μεταμορφώνεται σε χρησμό, σε μια κουβέντα δηλαδή κατάλληλη για τον κάθε χρόνο. Η εκτέλεση των Pink Martini καταφέρνει εμφανώς (και μιλώ ασφαλώς για τη δική μου μόνον αίσθηση) να φέρει εις πέρας επιτυχέστατα την παραπάνω εργασία, εξ ίσου, αν όχι λίγο περισσότερο απ’ την εκτέλεση της ταινίας.
Η οικειοποίηση τώρα του τραγουδιού –μες στις δεκαετίες που ακολούθησαν την πρώτη εκτέλεση– από πρόσωπα που θεωρούσαν δεδομένο ότι αυτό, το τραγούδι, είναι από το Όσκαρ κι ύστερα ένας κοινός τόπος της ελληνικότητάς μας (λες και το βραβείο σφράγισε με το αδιαμφισβήτητο της ετυμηγορίας του όχι απλά ένα τραγούδι, αλλά αυτήν ακριβώς την ελληνικότητα), έβαλε ένα ακόμα βαρίδι στην ανάλαφρη ταυτότητα με την οποία πιθανώς να ήθελε ο μπαμπάς του να το προικίσει. Κι όταν εδώ μιλάμε για «ελληνικότητα», δε μιλάμε για κάτι περισσότερο απ’ τον τρόπο που εννοούσε αυτήν την επίσης πτητική έννοια η ελαφρά εφεδρεία της γενιάς εκείνης, η εφεδρεία που θεωρούσε αυτοδικαίως ελληνικό ό,τι οι σύμμαχοί μας με το χοντρό πορτοφόλι έβλεπαν ως τέτοιο.
Θα θυμίσω εδώ ότι ο ίδιος ο Χατζιδάκις ουδέποτε θέλησε να παραλάβει το Όσκαρ, ίσως ψυχανεμιζόμενος την μετέπειτα –απεχθή γι’ αυτόν– χρήση του τραγουδιού. Κι όταν μετά από περιπέτειες του εστάλη, έτυχε αυτό το αγαλματίδιο να παραμείνει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στο δικό μου το σπίτι, μες σε μια χαρτοσακούλα, ανάμεσα σε άλλα ασήμαντα πράγματα, γιατί τέτοια αξία του έδινε ο Χατζιδάκις. Τέτοια αξία, που θα μπορούσα κάλλιστα να το κρατήσω εκεί, για διακόσμηση, πράγμα που τελικά ούτε εγώ καταδέχτηκα να κάνω.
Εθεωρείτο λοιπόν το τραγούδι αυτό –με το συνακόλουθο, ασφαλώς, Όσκαρ– τόσο ξεκάθαρα στην αίσθηση όλων ένα αποδεικτικό της διαχρονικής αξίας μας, όσο και ταυτόχρονα ένα σκαλοπάτι στην κατανόηση μιας εθνικής ταυτότητας –τόσο ανόητα κι ανάλγητα απ’ τους επαγγελματίες του είδους τσαλακωμένης μέσα στις στάχτες του πολέμου και του Εμφυλίου που τον ακολούθησε– ώστε ο ναρκισσισμός των εκτελέσεων (κοίτα που η λέξη, εδώ βαλμένη, ηχεί σαν πολυβόλο των συμμάχων) υπήρξε επιβεβλημένος, ναρκισσισμός που απέκοψε το τραγούδι απ’ τις στοιχειώδεις οργανικές του λειτουργίες. Πολύ περισσότερο, ο διεθνής του χαρακτήρας –χαρακτήρας επίσης επιβληθείς απ’ τις εταιρίες που, με το γάντι, υπεξαίρεσαν τα δικαιώματα από έναν αηδιασμένο απ’ την επιτυχία του Χατζιδάκι, και που ανάλογα κινήθηκαν στην συνέχεια για να βγάλουν τα (πολλά) λεφτά τους– αποδυνάμωσε έτι περαιτέρω τις αγνές του ρίζες. Έγινε έτσι αυτό που ο Χατζιδάκις διαλαλούσε: «τσίχλα στο στόμα του κόσμου», ένας τρόπος να προσποιούμαστε πως λέμε κάτι ενώ δεν λέμε απολύτως τίποτα, κάτι σαν την γενικευμένη σημερινή κατάσταση. Έτσι το αποκήρυξε κι ο ίδιος για να ησυχάσει οριστικά και να κινηθεί προς τους Μεγάλους του Ερωτικούς και προς τα άλλα ακριβά των φίλων καφενεία. Οι υπόλοιποι, μεγαλόσχημοι ή μη, συνέχισαν να το γιορτάζουν στα χρόνια που ακολούθησαν, χωρίς να ξεκαθαρίζουν ποτέ τι ήταν εκείνο που γιόρταζαν. Σήμερα μπορώ να πω με βεβαιότητα πως γιόρταζαν τον θάνατο εκείνης της ταυτότητας που το τραγούδι υποτίθεται πως ευαγγελιζόταν.
Η παραπάνω παράνοια, που ο Χατζιδάκις πρόλαβε επαρκώς όσο ήταν κοντά μας να στηλιτεύσει, γιγαντώθηκε στα χρόνια της απουσίας του τόσο, ώστε πλέον να είναι επιτρεπτό, αν όχι επιβεβλημένο, ο κάθε φλώρος (κατά πως θα έλεγαν σε μια χαρούμενη παρέα, αλλά σε μας εδώ είναι ανεπίτρεπτο να λέμε) να θεωρεί τον εαυτό του επαρκή για να φέρει τον θρήνο ενός Επιταφίου (του Ρίτσου ή της Μεγαλοβδομάδας, αδιάφορο) ή για να πει, χτυπώντας παλαμάκια, ένα ζεϊμπέκικο της φυλακής, χωρίς ποτέ του να ‘χει από κει περάσει, εξόν κι ίσως ως μέλος ΜΚΟ που βγάζει τα λεφτά της από τέτοιου είδους τρυφερές φιλανθρωπίες. Έτσι είναι πλέον αδύνατον να επιστρέψει κανείς στη βάση των πραγμάτων, στη ρίζα της καταγωγής τους, μήπως και βρει εκεί μια ξεχασμένη αλήθεια. Μόνον ενστικτωδώς, μόνο μετά από προσευχές και άλλες καλοσύνες που σε καθαρίζουνε, μόνο μετά απ’ το φιλτράρισμα μέσα απ΄ την όμορφη κρησάρα μιας δύσκολα αποκτηθείσας διάκρισης, που πάντως δεν ξεχνά τη σημασία της γιορτής μες στη ζωή μας.
Δίπλα στις τόσες αστοχίες μας, οι Pink Martini –και το ξαναείπα πριν από πολλά χρόνια στο «Σε ποιον ανήκει ο Χατζιδάκις» (Οι Γαλάζιες Φάλαινες της Μουσικής, yorgosmouloudakis.wordpress.com)– επιτυγχάνουν ένα ιερό σκηνικό μέσα στο οποίο το τραγούδι πατά και στους δυο του κόσμους: και στην στενή του ιστορία που επενδύει την ταινία, και στην διαχρονική, έτσι που αρμόζει σε κάθε σοβαρό τραγούδι.
(Μα είναι, θα μου πείτε, αυτό ένα σοβαρό τραγούδι; Ο Χατζιδάκις έλεγε πως όχι, όμως εμείς δικαιούμαστε να κρατάμε μικρό καλάθι ως προς τα –υγιή πάντως– κίνητρα των κρίσεών του.)
Να προσθέσω ότι οι Pink Martini διατηρούν εδώ ένα εξαίσιο πλεονέκτημα: Είναι ξένοι, οπότε κανείς δεν θα τους κατηγορήσει για «πατριδοκαπηλία».
Στο διά ταύτα: Μερκούρη-Forbes: 0-0. Κι αυτό παρότι η Μελίνα έπαιζε στην έδρα της και μάλιστα με εκείνα τα πάντα ερυθρόλευκα παιδιά του Πειραιά, τότε που γύρω από την αύρα τους δεν δέσποζαν πολιτικοί και πρόεδροι. Κι αυτό παρότι η Forbes επιχείρησε φιλότιμα κι επιτυχέστατα να αντιγράψει τη Μερκούρη, επιτυχέστατα κατά το ότι σε μια περιοχή, κι ίσως ερήμην της, την ξεπέρασε. Κι αυτό γιατί, κατά την καφενειακή μου πάντα άποψη, κάτι μέσα της τραγούδησε πέραν της καταγωγής, απ’ το κοινό μας σημείο που μιλά σ’ όλες τις γλώσσες, και που μπορούμε να ονομάσουμε: «το κέντρο που γεννά το ανεξήγητο στη Μουσική».
Και να μην ξεχάσω να επιμείνω: καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό το καθάρισμα των αυτοματισμών έπαιξε το ηχητικό σκηνικό που έστησαν οι Martini, και που καθόλου δεν θυμίζει το μπουζούκι της ταινίας – το σεμνό παρόλα αυτά μπουζούκι του Ζαμπέτα. Το ηχητικό τούτο σκηνικό, με το βαθύ τύμπανο και τα υψηλόσυχνα καμπανάκια, μοιάζει μες στη λιτότητά του να ανακαλεί μια πανάρχαια τελετουργική μήτρα της φυλής. Παράλληλα, είναι σίγουρο πως οι Martini δεν κατόρθωσαν να αναπαραγάγουν ένα τέτοιο σκηνικό στις συναυλίες τους, και, για του λόγου το αληθές, ψάξτε τα βίντεο των επισκέψεών τους στην Ελλάδα. Εκεί, η ίδια η αλλοτρίωση του (ελληνικού) κοινού, που διακαώς και διαχρονικά επιθυμεί την ισοπέδωση κάθε ταυτότητας –προκειμένου να ομοιογενοποιηθεί το αίσθημα και να τύχει της πρέπουσας κολακείας η εθνική μας περηφάνια μες σε μια τουριστικού βεληνεκούς εορτή– δεν θα μπορούσε να το επιτρέψει.
Στο τέλος όλων: Είναι τα «Παιδιά του Πειραιά» ένα καλό τραγούδι;
Ποιος ξέρει; Σε κάποια πράγματα οι απαντήσεις έχουν τόσο προ πολλού ξεπεραστεί, ώστε δεν έχουν πια καμία σημασία.
ΤΑ ΔΥΟ ΒΙΝΤΕΟ
————————————————
Οι Pink Martini:
https://www.youtube.com/watch?v=tyZQrfgE5Gc
Η Μελίνα:
https://www.youtube.com/watch?v=DyPs49e1V3c
————————————————————