Λίζα Τζάρνοτ: «Ξαφνικά, πέρυσι το καλοκαίρι»

Για τον Rod Smith

Λά­τρις του ήλιου εγώ, μέ­σα στην απου­σία του ήλιου,
μέ­σα στα πράγ­μα­τα που δεν θυ­μά­μαι, στην εχθρό­τη­τα της νύ­χτας,
η νύ­χτα του νέ­ον και μπλε μπλε νύ­χτα, τα πλά­σμα­τα στην πα­ρα­λία,

Ξαφ­νι­κά, να θυ­μά­σαι τον ήλιο και όλα τα πλά­σμα­τα
στην πα­ρα­λία, ξαφ­νι­κά να θυ­μά­σαι τον ήλιο και μι­κρές
χτυ­πη­μέ­νες απ’ τον ήλιο χε­λώ­νες, ξαφ­νι­κά η νύ­χτα του νέ­ον
κυ­κλώ­νο­ντας μι­κρές χε­λώ­νες όλες κυ­κλω­μέ­νες από τη νύ­χτα
επά­νω στις χε­λώ­νες στην πα­ρα­λία,

θα­λάσ­σια πλά­σμα­τα και αγριό­πα­πιες, η μπλε μπλε νύ­χτα,
οι χε­λώ­νες στην πα­ρα­λία όλες λα­τρεύ­ο­ντας τον Απόλ­λω­να, ξαφ­νι­κά
εκ­σφεν­δο­νί­ζο­μαι στη βι­βλιο­θή­κη σου, για να μη γί­νω πο­τέ αυ­τό που ήμουν πριν,
κυ­κλω­μέ­νη από λε­πτό­τα­το φως μέ­σα στο σκο­τά­δι και σφίγ­γο­ντας μι­κρές χε­λώ­νες

Πή­γαι­νε πί­σω στην πα­ρα­λία και θυ­μή­σου τον ήλιο,
ξαφ­νι­κά, κυ­κλω­μέ­νος από νέ­ον, πή­γαι­νε πί­σω, πή­γαι­νε πί­σω στην
πα­ρα­λία και λά­τρε­ψέ την, πή­γαι­νε πί­σω σε αυ­τό που ήμουν πριν,
μία πι­στή λά­τρις στην πα­ρα­λία, του Απόλ­λω­να, μέ­σα στη λε­βά­ντα
πλάι σε αγριό­πα­πιες στης θά­λασ­σας τη νυ­χτε­ρι­νή ακτή.


Εδώ εφαρ­μό­ζο­νται τε­χνι­κές οι οποί­ες θυ­μί­ζουν τους τρό­πους πα­ρα­γω­γής των αρ­χαί­ων επών. Ο βα­σι­κός κορ­μός του ποι­ή­μα­τος συ­γκρο­τεί­ται από ένα μι­κρό σύ­νο­λο φρά­σε­ων και υπό­κει­ται σε επα­να­λή­ψεις, τρο­πο­ποι­ή­σεις και ελά­χι­στες προ­σθή­κες. Οι φρά­σεις επα­να­λαμ­βα­νό­με­νες, τρο­πο­ποιού­με­νες, συν­δυα­ζό­με­νες με­τα­ξύ τους και επα­να­συν­δυα­ζό­με­νες πα­ρα­πέ­μπουν στους επι­κούς λο­γό­τυ­πους, οι οποί­οι έχουν πα­ρό­μοια συ­μπε­ρι­φο­ρά. Η γλώσ­σα επι­πλέ­ον χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως υλι­κό. Μό­νο έτσι μπο­ρoύν να συρ­ρα­φούν το πα­ρελ­θόν στην ηλιό­λου­στη πα­ρα­λία και η πα­ρο­ντι­κή νύ­χτα που φω­τί­ζε­ται από το νέ­ον. Μό­νο έτσι επί­σης μπο­ρεί να με­τα­τρα­πεί η απου­σία του άλ­λου σε πα­ρου­σία. Ο λό­γος απο­δει­κνύ­ε­ται ανί­κα­νος να απο­τυ­πώ­σει το εδώ και το τώ­ρα. Ο ποι­η­τι­κός όμως λό­γος εί­ναι ο μό­νος αρ­μό­διος για να επα­να­φέ­ρει αυ­τό που πέ­ρα­σε και αυ­τόν που έφυ­γε, επει­δή τους κα­θι­στά πε­ρισ­σό­τε­ρο υλι­κούς από όσο η ανά­μνη­ση.

Οι Αμε­ρι­κα­νοί ποι­η­τές έχουν την ικα­νό­τη­τα να κα­τα­σκευά­ζουν ει­κο­νι­κά το­πία, όπου προ­σκα­λεί­ται οποιοσ­δή­πο­τε, για να τους υπο­κρι­θεί στα προ­σω­πι­κά τους δρά­μα­τα. Η πρό­σκλη­ση στο συ­γκε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα γί­νε­ται με τη μί­μη­ση της δια­δι­κα­σί­ας του υπνω­τι­σμού. Όπως και άλ­λοι Αμε­ρι­κα­νοί ποι­η­τές η Lisa Jarnot κα­τα­νο­εί απο­λύ­τως τη σκη­νο­θε­τι­κή λει­τουρ­γία του λό­γου.

Επη­ρε­α­σμέ­νη από την beat ποί­η­ση, το Black Mountain και τη Σχο­λή της Νέ­ας Υόρ­κης, η Lisa Jarnot εμ­φα­νί­στη­κε τη δε­κα­ε­τία του ’90 ως βα­σι­κή εκ­πρό­σω­πος της με­τα­γλωσ­σο­κε­ντρι­κής avant-garde. Γεν­νή­θη­κε στο Μπά­φα­λο της Νέ­ας Υόρ­κης το 1967. Έχει εκ­δώ­σει, με­τα­ξύ άλ­λων, τις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές Black Dog Songs (2003) και Night Scenes (2008). Το ποί­η­μα «Ξαφ­νι­κά, πέ­ρυ­σι το κα­λο­καί­ρι» (“Suddenly, Last Summer”) πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο βι­βλίο Joie De Vivre: Selected Poems 1992-2012 (City Lights Spotlight Series No. 9, Σαν Φραν­σί­σκο 2013).  

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: