Μην κλαις,
είν’ ο κοκκινολαίμης που τρέχει
στο παγωμένο ρυάκι.
Θ’ ανθίσει γρήγορα η αμυγδαλιά
και τα γλυκόλαλα πουλιά θα τραγουδήσουν
στις φλέβες μας.
Μην κλαις,
διέσχισα την πληγή σου
για να σε φτάσω.
Μην κλαις,
είν’ ο κοκκινολαίμης που τρέχει
στο παγωμένο ρυάκι.
Θ’ ανθίσει γρήγορα η αμυγδαλιά
και τα γλυκόλαλα πουλιά θα τραγουδήσουν
στις φλέβες μας.
Μην κλαις,
διέσχισα την πληγή σου
για να σε φτάσω.
Σ’ αυτό το σπίτι της βροχής
μια λεπτή κλωστή μας χωρίζει.
Αυτοί που ακόμα μένουν,
έχουν τα πρόσωπα εκείνων
που φεύγουν.
Είναι νύχτα.
Καθισμένος στα πέτρινα σκαλιά του σπιτιού,
μαζί με το σκυλί μου,
περιμένω.
Πάνω στη λεύκα τιτιβίζουν τα σπουργίτια.
Από μακριά φτάνουν το φλάουτο ενός βοσκού,
η σκιά του δάσους κι οι φωνές των παιδιών.
Οι γείτονες βλαστημάνε το Θεό.
Είναι νύχτα.
Καθισμένος στα πέτρινα σκαλιά του σπιτιού,
μαζί με το σκυλί μου,
περιμένω να γυρίσει ο πατέρας μεθυσμένος.
Τίποτα δεν έμεινε από κείνα τα όνειρα,
τα σπίτια σφαλίστηκαν για πάντα.
Κάτω απ’ τις πέτρες
δε θα βρείτε ούτε τα κλειδιά,
τα πήραν μαζί τους οι νεκροί.
Με ψάχνουν στις παραθαλάσσιες πόλεις,
εγώ μιλάω με τα όνειρα που έγιναν βορά στη δύση
της καταιγίδας.
Με περιμένουν στην ουρά όταν φεύγω,
με βρίσκουν μεθυσμένο στις πλατείες
στο όνομα της Ιθάκης.
Θέλουν να μου δώσουν με το ζόρι μια πατρίδα,
εγώ σκέφτομαι τη χαραυγή
που με πάει στο αύριο.
Όταν έφτασα στο λιμάνι της Τεργέστης ήταν Απρίλης, εννιά το βράδυ.
Έβρεχε σαν σήμερα στην πόλη και στο κάστρο,
το αγιάζι σάρωνε όνειρα και πουλιά,
κουβαλούσα μαζί μου τη θλίψη μου: γη χωρίς όνομα
και τα χειρόγραφα τυλιγμένα βιαστικά σ’ άσπρο μαντήλι.
Ήμασταν δυο: εγώ και τα μάτια σου που μ’ ακολουθούσαν
ποιος ξέρει από πότε στη λήθη μου,
περπατούσα αφηρημένος στα βήματα του Σάμπα.
Οι θαλασσινές σπηλιές
κι εσύ μυστικά προεξοφλούσες τη μοίρα των σκουριασμένων συνόρων.
Ήμουν ο πιο θλιμμένος άνθρωπός σου εκείνο το βράδυ Τεργέστη
μεγαλωμένος με την αγάπη για τη βερικοκιά
και το πέταγμα του πελαργού πάνω απ’ τα χωράφια,
δραπέτης απ’ την Ανατολή την άνοιξη,
νικημένος,
χωρίς ένα σφίξιμο του χεριού.
Το φευγιό τη νύχτα,
το σφύριγμα του καραβιού κάτω απ’ την ομίχλη
στήριζαν τη σκοτωμένη ελπίδα μου.
Για σας Ευρωπαίοι που κουτσοβολεύεστε κάθε μέρα,
για σας γυναίκες της Ανατολής που πλένετε πατώματα ή συνοδεύετε
τους ηλικιωμένους Δυτικούς στη βόλτα τους,
για σας μετανάστες που κοιμάστε στα παγκάκια και ξυπνάτε
με μια απέραντη νοσταλγία,
για σας πλάνητες που δε θέλετε αφεντικά
και ζείτε σε αρμονία με το σύμπαν,
για σας πόρνες που προσφέρετε το φύλο σας σε μαύρους, άσπρους
κίτρινους, μέχρι να ματώσετε,
για σας τυφλοί που παραδοθήκατε στη σκοτεινότερη κι αιώνια
σκοτεινιά,
για σας άρρωστοι κι άνεργοι, σαν αλληλεγγύη και σπλαχνικότητα,
για σας ιεραπόστολοι που παρηγορείτε τους αδύναμους
πριν το θάνατο,
για σας αγρότες που βοσκάτε το κοπάδι κι οργώνετε
τα χωράφια απ’ το βορρά ως το νότο,
για σας τρελοί που μας διδάσκετε δωρεάν την τρέλα,
για σας που είστε μόνοι και δραπετεύετε σαν εμένα
γράφω αυτούς τους στίχους στα ιταλικά
και βασανίζομαι στ’ αλβανικά.
Ο Gëzim Hajdari, ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής, γεννήθηκε το 1957 στη Λούσνια (περιοχή ΝΔ των Τιράνων προς τη μεριά της Αδριατικής). Σπούδασε αλβανική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Ελμπασάν και Νεότερη & Σύγχρονη Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο “La Sapienza” της Ρώμης. Από τον Απρίλιο του 1992 ζει εξόριστος στην Ιταλία όπου κατέφυγε για πολιτικούς, όπως ο ίδιος δηλώνει, λόγους. Πάγιες θεματικές της ποίησής του η απόσταση από τη γενέθλια γη που μισεί αγαπώντας την, ο τρόμος της απώλειας του εαυτού, του ubi consistam
που μετατρέπεται σε διασταυρούμενο αφήγημα ανάμεσα σε τόπους και πρόσωπα, ιστορικά και οικογενειακά γεγονότα, σε συνεχή παλινδρόμηση ανάμεσα στον εαυτό και στον κόσμο, στην ατομικότητα και στη φύση, στον άνθρωπο και στην ιστορία.
Με το έργο του, ο Hajdari παγκοσμιοποιεί την έννοια του μετανάστη: η προσωρινότητα, η μοναξιά και η περιθωριοποίηση σαν συνθήκη της ατομικής μετανάστευσης είναι το τραγούδι που αναδύεται από τους γεμάτους τραγικές φωταψίες στίχους του. Η ιταλική εξορία του οδηγεί στο ξεπέρασμα κάθε δεσμού με το «γήινο» έδαφος, αφήνοντάς τον χωρίς άλλο έδαφος παρά μόνο το σώμα· είναι ο, στο διηνεκές, ορφανός που πρέπει να βασιστεί μόνο στις δυνάμεις του για να επιζήσει, χωρίς καμιά ελπίδα υιοθεσίας. Ωστόσο η εξορία δεν αποδεικνύεται σωτήρια, η τραυματική ανάμνηση του παρελθόντος παραμένει άλυτος κόμπος, το σώμα, όπως και η λέξη, παραμένει εύθραυστο, η μοίρα του πλάνητα αναπόφευκτη.
Έχουν εκδοθεί 11 βιβλία του, όλα σε υποβλητικά αυτοβιογραφικό τόνο, τα περισσότερα από τον εκδοτικό οίκο Besa της πόλης Λέτσε.