Συνεχίζουμε την μικρή περιήγηση στην ερωτική ποίηση της ανατολικής Ευρώπης στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού, μια άχαρη, βλοσυρή και όχι ιδιαίτερα ερωτική εποχή. Πάνω απ’ όλα ήταν μια εποχή επικίνδυνη για τους συγγραφείς ή και για όποιον έγραφε ή απλά μιλούσε, όχι μόνο στον δημόσιο χώρο αλλά και μέσα στο σπίτι του.
Ωστόσο, ή ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι ποιητές έβρισκαν τρόπους να μιλήσουν για τη ζωή, την πολιτική και τον έρωτα, οι οποίοι παρέκαμπταν τους επιβεβλημένους περιορισμούς και αναζωογονούσαν, με μια γλυκόπικρη αίσθηση, την αντίληψη του κόσμου.
Ο γεννημένος στην Πολωνία Zbigniew Herbert (1924-1998), ποίημα του οποίου παραθέτουμε σε μετάφραση σήμερα, μάλλον δεν χρειάζεται συστάσεις στην Ελλάδα – την οποία είχε επισκεφτεί το 1965. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά, πιθανότατα για πρώτη φορά κάποια λιγοστά από τον πατέρα μου Θ.Δ. Φραγκόπουλο όταν γνωρίστηκαν το 1969 στο Βερολίνο (και δημοσιεύτηκαν στον τόμο Νέα Κείμενα το 1971), αλλά και σχετικά πιο πρόσφατα σε εκτενέστερες επιλογές από τον Σπύρο Τσακνιά (1979) και τον Χάρη Βλαβιανό (2008).
Το ποίημα που παρουσιάζεται εδώ αποδόθηκε από την αγγλική μετάφραση των Τσέσλαβ Μίλος και Πήτερ Ντέηλ Σκoτ, που περιλαμβάνεται στον τόμο Selected Poems στη σειρά Modern European Poets των εκδόσεων Penguin (1968).
Σαν εισαγωγή στο ποίημα αυτό νομίζω πως ταιριάζει ένα σχόλιο του Βλαβιανού που αναφέρει ότι ο Χέρμπερτ «συχνά επιστρατεύει την ειρωνεία και την πειραματική φόρμα, καταστρατηγώντας τους κανόνες της σύνταξης και της στίξης, προκειμένου να ελευθερώσει την ποίησή του από τη ρητορεία και να διαπραγματευθεί άμεσα κοινωνικά, καλλιτεχνικά και μεταφυσικά ζητήματα. Και ενώ ο στίχος του είναι γυμνός και αντιρομαντικός, συχνά καταφεύγει στη φαντασία, το χιούμορ και την πνευματώδη ευφυΐα, για να μετριάσει την αγριότητα του θέματός του».