«Η ζωή δεν έχει πώμα», λέγαμε και ξαναλέγαμε με τον Καρούζο. Είμαστε και οι τρεις στην μπάρα. Είμαστε και οι τρεις οινοβαρείς. Ζούμε και οι τρεις στην αχλή της δεκαετίας του ογδόντα. Θεωρούμε και οι τρεις ότι το ουίσκι didn’t kill the pain, ακριβώς όπως διατεινόταν η Mary Coughlan, οπότε επιχειρούμε μια παράκαμψη προς τη βότκα, προς την παρηγορία της βότκας, προς τον σλαβικό δυναμισμό της βότκας. Προφανώς, καπνίζουμε. Το 1989, οι πάντες κάπνιζαν. Προφανώς ξέραμε ότι κάθε Παρασκευή θάβει μια Πέμπτη. Το 1989, οι πάντες ήξεραν ότι κάθε Παρασκευή θάβει μια Πέμπτη. Και προφανώς, δεν περιμέναμε τίποτα, απλώς σκοτώναμε το χρόνο μας —«ο χρόνος χαλάει εμένα, κι εγώ χαλάω τον χρόνο», επιμέναμε τροποποιώντας/μεταγράφοντας τη ρήση του Βάρδου—, ω ναι, σκοτώναμε ασμένως το χρόνο μας. Το 1989, οι πάντες σκότωναν ασμένως το χρόνο τους. Είμαστε στην μπάρα και οι τρεις, στην μπάρα του Dada, και ενίοτε στυλώναμε το βλέμμα στους πελώριους καθρέφτες που είχε κρεμάσει ο Τσαπέκος σε αναπάντεχα μέρη του Dada. Το 1989, οι πάντες κρεμούσαν καθρέφτες σε αναπάντεχα μέρη. Γιορτάζαμε την Πρωτοχρονιά του 1989 στην μπάρα ενός μπαρ. Το 1989, οι πάντες γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά σε κάποια μπάρα κάποιου μπαρ. Είμαστε τρεις και σε λίγο θα γινόμαστε εφτά, άντε οχτώ. Το 1989, όταν λέγαμε οι πάντες εννοούσαμε εφτά, άντε οχτώ.
«Όσο ζουν οι φίλοι μου, δεν θα μιλώ για θάνατο», ξέραμε ότι είχε πει ο Ιζιντόρ Ντυκάς. Είμαστε φίλοι, οι τρεις της μπάρας, και περιβαλλόμαστε νυχτοήμερα από φίλους. Η Λεγεώνα της Φιλίας, λέγαμε. Ο ένας, ο Θάνος, είχε συλλάβει την ιδέα να καταγράφει σε μαγνητόφωνα τις απαγγελίες φίλων στο τότε κονάκι του, στον Κολωνό, και να κρατάει σημειώσεις, με σκοπό να κάνει κάποτε ένα φιλμ: σε ένα γκαράζ, ο εκάστοτε φίλος θα διάβαζε το αγαπημένο του απόσπασμα από το αγαπημένο του βιβλίο και εν συνεχεία θα αγόρευε επί πέντε λεπτά σχετικά με το τι είναι φιλία και σχετικά, επίσης, με τον αγαπημένο του φίλο. Είχε αρχίσει να γίνεται εύκολο, τεχνολογικά, να κάνεις ένα φιλμ το 1989. Και η πλησμονή φιλίας ήταν τόσο μεγάλη ώστε ουδείς άλλος, πλην του Θάνου, δεν είχε σκεφτεί, το 1989, να δημιουργήσει με τόσο φτωχά μέσα (ίσον: μια βιντεοκάμερα, ένα μαγνητόφωνο, ένας προβολέας, ένα γκαράζ, οχτώ φίλοι) ένα τόσο πλούσιο φιλμ που να είναι αίνος για τη Φιλία.
«Η ζωή δεν έχει πώμα», λέγαμε και ξαναλέγαμε με τον Καρούζο. Είμαστε, αρχικά οι τρεις μας, τώρα οι οχτώ μας, στην μπάρα του Dada, σε εορταστική διάθεση, ζούμε ένα εορταστικό τριήμερο, γλεντάμε από προχθές το πέρασμα από το 1988 στο 1989, έχουμε καιρό να λογομαχήσουμε, το έχουμε γυρίσει από το ουίσκι στη βότκα, σκοτώνουμε το χρόνο μας και μαζί σκοτώνουμε κάποιες οχληρές τύψεις και ενοχές για το ότι το έχουμε ρίξει έξω, χρειάζεται να το ρίχνουμε έξω, είναι ανακούφιση να το ρίχνουμε έξω, μια ζωή το ρίχνουμε έξω, αν δεν το ρίχναμε έξω δεν θα μας προσφέρονταν τα ποιήματα, επιμένουμε, ιδίως ο Βενιαμίν της παρέας, ο «λαμπίκο» Θάνος, αν δεν το ρίχναμε έξω δεν θα καταφέρναμε ποτέ να συγκεντρωθούμε στο μέσα ώστε να γράφουμε τα ποιήματα που μας προσφέρονται, λέει ο Καρούζος, κατεβάζει τη βόκτα του και με μια στιβαρή, αλλά παραδόξως και αέρινη, συνάμα, χειρονομία ζητάει την επόμενη βότκα από τον Τσαπέκο. Το 1989, ο Τσαπέκος ήταν ο καλύτερος μπάρμαν του σύμπαντος κόσμου. Και όταν μιλούσαμε για τον σύμπαντα κόσμο, το 1989, εννοούσαμε τα Εξάρχεια, την Κυψέλη, και μια φέτα από το Κολωνάκι.
«Όσο ζουν οι φίλοι μου, δεν θα μιλώ για θάνατο», ξέραμε ότι είχε πει ο Ιζιντόρ Ντυκάς. Και όσο βγαίνουν δίσκοι του Τομ Γουέιτς, όσο κάνει σινεμά ο Γκοντάρ, όσο δημιουργεί ο Κουνέλλης, όσο διαγουμίζει την ανοησία με την ποίησή του ο Καρούζος μας, όσο βρισκόμαστε, με εορταστική διάθεση, και οι οχτώ μας στην μπάρα του Τσαπέκου, δεν θα μιλάμε για θάνατο. Λατρεύαμε τη ζωή. Και το 1989, όταν λέγαμε ότι λατρεύουμε τη ζωή εννούσαμε ότι ήταν αδύνατον να μας πτοήσει οτιδήποτε, διότι είχαμε ο ένας τον άλλο, είχαμε τα ψήγματα και τα θραύσματα του λεγόμενου ταλέντου μας ώστε να δεξιωνόμαστε και να επεξεργαζόμαστε τα ποιήματα που μας πρόσφερε το γεγονός ότι σκοτώναμε ασμένως το χρόνο μας, είχαμε τα αλλεπάλληλα ουίσκι και εν συνεχεία τις απανωτές βότκες μας, είχαμε, τέλος, κάτι αθώες, άδολες, αγνές ματάρες, με τις οποίες κοιτούσαμε ενίοτε σαν αμούστακα μειράκια τους πελώριους καθρέφτες του Dada.
«Η ζωή δεν έχει πώμα«, λέγαμε και ξαναλέγαμε με τον Καρούζο. Μας άρεσε να ζούμε με παραθέματα από έργα που αγαπούσαμε, με ατάκες που αγρεύαμε από δω κι από κει, με ξέφτια αυτοβιολογίας που τα συνθέταμε σε μικρά βιβλία, τα οποία εκδίδαμε σε μικρούς εκδοτικούς οίκους. Αλλά ποτέ με τσιτάτα. Δεν μας άρεσε να ζούμε με τσιτάτα. Το 1989, οι τρεις μας, οι οχτώ μας, ίσως ήμασταν οι μόνοι που δεν πιάναμε ποτέ στο στόμα μας τη λέξη «τσιτάτο» και τη λέξη «τσιτάτα». Επιμέναμε, λοιπόν, να αποφαινόμαστε ότι «η ζωή δεν έχει πώμα», και να ζούμε εορταστικά τριήμερα, συνήθως στην μπάρα του Dada με αμφιτρύωνα τον Μέγιστο Τσαπέκο, καίτοι δεν ξέραμε οι έρμοι (πώς να το ξέρουμε;), όχι, όχι, δεν το γνωρίζαμε, και ούτε καν το υποψιαζόμαστε, δεν μας περνούσε ούτε λεπτό, ούτε δευτερόλεπτο, ούτε κλάσμα του δευτερολέπτου, από το μυαλό, τότε, το 1989, ότι τώρα, το 2020, θα έχουμε απομείνει, από τους οχτώ, μονάχα τρεις ( με αλφαβητική σειρά: Ευγένιος, Θάνος, Ίκαρος ) ενώ οι άλλοι τέσσερις, πέντε πάντες —και ας το επαναλάβουμε, το 1989, οι πάντες ήμασταν εμείς οι εφτά, άντε οχτώ— θα την είχαν κοπανήσει για τις ταινιοθήκες τ᾽ ουρανού.
«Όσο ζουν οι φίλοι μου, δεν θα μιλώ για θάνατο», ξέραμε ότι είχε πει ο Ιζιντόρ Ντυκάς. Τώρα που οι περισσότεροι φἰλοι μας δεν ζουν, μπορούμε πού και πού να μιλάμε για θάνατο, μπορούμε να λέμε «Θάνατε θλιβερέ, κακάσχημε καμπούρη, λερό λαμόγιο, ρυπαρέ ρουφιάνε, ξεφτιλισμένε ξεκούτη, βλαμμένε βλάκα, χαμερπές χούφταλο, παιδοβούβαλε παπάρα, εμείς πάντα θα έχουμε το Παρίσι, εμείς πάντα θα έχουμε την Κυψέλη, εμείς πάντα θα έχουμε τα Εξάρχεια, εμείς πάντα θα έχουμε τα Χορταριασμένα Χάσματα, εμείς πάντα θα έχουμε τους Ζώντες και Τεθνεώτες, εμείς πάντα θα έχουμε το Βιβλίο της Μαριάννας, εμείς πάντα θα έχουμε τον Ένοικο, εμείς πάντα θα έχουμε το Dada, εμείς πάντα θα έχουμε την Ιστορία της Μουσικής, εμείς πάντα θα έχουμε τις Λεπτομέρειες για το Τέλος του Κόσμου, εμείς πάντα θα έχουμε τον Διασυρμό, γελοίο γάγγλιο, θάνατε, ηλίθλιε (ναι! έτσι, με λάμδα ανάμεσα στο θήτα και στο ιώτα!), ηλίθλιε, ηλίθλιε, ηλίθλιε και βρομιάρη θάνατε, άντε να χαθείς, ξεκουμπίσου από ᾽δω, ηλίθλιε!
[ Συνεχίζεται εις το επόμενον ]