Υπάρχουν ποιητές που έχουν κινηθεί στο έργο τους με τρόπο κεντρομόλο. Έχουν δηλαδή στη σχέση τους με τον κόσμο οδηγηθεί στο να τυλίξουν αυτή τη σχέση γύρω από έναν άξονα, στον οποίο όλα συντείνουν και συγκλίνουν, συχνά γύρω από ένα ύφος που ενοποιεί και συγκεντρώνει κάθε τι γύρω από αυτό, όπως τα γαϊτάνια, οι κορδέλες στο γαϊτανάκι. Άλλοι πάλι κινούνται με έναν τρόπο φυγόκεντρο, ανοίγοντας διαρκώς τον άξονά τους, σαν στην επαφή με τον κόσμο αυτός να δημιουργεί σπίθες που εξακτινώνονται και φτιάχνουν νοητές ακτίνες οι οποίες ανοίγονται ολοένα και περισσότερο προς μια περιφέρεια. Κι άλλοι κινούνται κάποτε έτσι κι άλλοτε αλλιώς.
Σε αυτή την τρίτη κατηγορία ανήκει ο Τίτος Πατρίκιος και στην περίπτωσή του, ο άξονας, ο άξονας του κόσμου του δημιουργεί στην επαφή του με τον κόσμο ποιήματα σπινθήρες, σε μια συνεχή μεταμόρφωση και ανταλλαγή της ύλης του και της μετατροπής του στα ποιήματά του. Όμως αυτή η μεταμορφωτική, η μεταπλαστική τροπή της δημιουργίας των ποιημάτων δεν έχει τίποτα το μαγικό, τίποτα το μεταφυσικό. Αντιθέτως έχει τη φυσική ροή, που διαθέτει ας πούμε η μετάβαση από τη μια εποχή του χρόνου στην άλλη. Αυτό το στοιχείο είναι μια σταθερά της ποίησής του περισσότερο από τη δεκαετία του εξήντα και μετά, όταν έχει εξαντληθεί τρόπον τινά η θεματολογία μιας πρώτης περιόδου όπου ο κόσμος του Πατρίκιου οριοθετείται από τις κοινωνικές συνιστώσες της εποχής και τους αγώνες που εγγράφονται σε αυτές. Από εκεί κι έπειτα ο Πατρίκιος, που έχει ήδη φτιάξει έναν κόσμο με την ποίησή του, έχοντας κινηθεί κεντρομόλα ως τότε, αρχίζει να ξεδιπλώνει ό,τι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε στερεώσει την ποίηση του, και στο ξεδίπλωμα να δείχνει μια άλλη όψη που ενώ δεν διαφοροποιείται τόσο υφολογικά, αλλάζει όμως και ανοίγει τη θεματική του σπάζοντάς την σε μια σειρά από απρόσμενες κατευθύνσεις που έχουν ωστόσο κοινό τους παρονομαστή μια στοχαστικότητα χωρίς προηγούμενο, ακολουθώντας χωρίς να το ξέρει μια αρχή που ο ίδιος κάποια στιγμή πολύ αργότερα ονομάζει εμβληματικά ως εξής: «Επισκοπώντας τα πράγματα που έχουν ήδη γίνει / η ποίηση ψάχνει γι’ απαντήσεις / σ’ ερωτήματα που ακόμα δεν έχουν τεθεί».[1]
Ωστόσο αυτή η μεταμορφωτική τροπή δεν είναι μόνον κάτι που συμβαίνει σε μακροσκοπικό επίπεδο, θεωρώντας εκ των υστέρων το ήδη διαμορφωμένο έργο. Η ίδια περνάει κατά ριπές και πλάθει την ίδια την ύλη ποιημάτων, με τον τρόπο που μπορεί να αρμόζει την ίδια τη ζωή, εκβάλλοντας άλλοτε προς μια συνέχεια κι άλλοτε προς ένα τέλος στο οποίο η ίδια η έννοια της συνέχειας ανατρέπεται. Έτσι στο ποίημα «Μεταμορφώσεις», η συνέχεια οδηγεί τα πράγματα σε μια μετάβαση δίχως επιστροφή: «Όπως αθόρυβα τελειώνει η κάθε μέρα / ένα κομμάτι της αγάπης μεταμορφώνεται σε πάγο / ένα κομμάτι του κορμιού μεταμορφώνεται σε θάνατο.» Το ίδιο και στη «Χειραφεσία» όπου «Τα παιδιά / η σάρκα μου που αλλάζει / που γίνεται συνεχώς πιο ξένη» ή και στο «Κυκλικό» με το ερώτημα «Πώς η επιθυμία γίνεται έρωτας / ο έρωτας πώς αλλάζει / σε μακρινή ανάμνηση;». Αντίθετα σε άλλα ποιήματα η μεταμόρφωση παίρνει παιγνιώδη μορφή και ο ποιητής ακουμπάει εδώ στη μεταπλαστική βοήθεια της μεταφοράς, που αφ’ εαυτής εμπεριέχει το στοιχείο της μεταστοιχείωσης «Η Θέκλα η Θεοδώρα η Θεώνη / σε κάθε σκαλί φανέρωναν μια γωνιά της σάρκας τους. / Η Θέκλα η Θεοδώρα η Θεώνη / με τα κινούμενα θήτα της ιδρωμένης τους μασχάλης / τ’ ανάποδα δέλτα κάτω από τη φούστα / και τα κυματιστά ωμέγα / στεφανωμένα με τον φιόγκο της ποδιάς».[2] Η μεταφορά, που ο Πατρίκιος την δείχνει στο ποίημα «Οι ζέβρες» να παίρνει τη μορφή ενός ζωγραφικού πίνακα, καθώς ζωντανεύει για να δώσει σε εικόνες την πλαστικότητα και την ποιητική λειτουργία της μεταφοράς. Αλλού πάλι, δεν είναι παρά μια απλή μετάβαση από μια υλική κατάσταση σε μια παραπλήσια, από μια υλική χρήση σε μια επόμενη: «Άλλαζαν τα κρεβάτια όσο άλλαζα χώρες, ξενοδοχεία, σπίτια / και δεν μιλάω για ράντζα, για ντιβάνια, για σοφάδες / αλλά γι’ αληθινά κρεβάτια που μόνο αυτά κάνουν ανθρώπινο / τον ύπνο, τον έρωτα, τον τοκετό, τον θάνατο».[3] Κι αλλού δηλώνει τον βασανιστικό χαρακτήρα της αλλαγής, το υποχρεωτικό πέρασμα στην επόμενη βαθμίδα: «Σαν ήμουν παιδί κι εγώ βιαζόμουν / να μεγαλώσω πριν την ώρα μου / χωρίς να λογαριάζω ότι πονάει / σε κάθε φάση το σκίσιμο του σώματος / για να χωρέσει το καινούργιο σώμα – / μου αρκούσε να επιθυμώ το ιδανικό περίβλημα / που θα ήταν τριχωτό, μυώδες και τραχύ».[4]
Η ίδια η μεταμόρφωση, ενώ αναγεννά τα πράγματα περιέχει την οδύνη αυτής της αλλαγής, εμπεριέχει και το αμετάβλητο της ύλης που τη διαμορφώνει. Κι εδώ μπαίνει ακόμα και μέσα στο ποίημα, με τη μορφή της χρονικότητας αυτού του μετά, που δείχνει το πριν και ίσως το πάντα: «Θυμήθηκα τους παλιούς δικούς μου στίχους / κάτι σαν άμμος / που όλο αλλάζει σχήματα και πάντα μένει άμμος».[5] Έχει μεγάλη αξία αυτή η άμμος που όλο αλλάζει σχήματα και πάντα μένει άμμος γιατί ο Πατρίκιος μας δηλώνει ότι με την ίδια άμμο που ήταν φτιαγμένα τα τραύματα, έτσι όπως ξετυλίγονται στα ποιήματά του μέχρι το εξήντα, με την ίδια λεπτουργείται και η ζωή στην ειρήνη, η ομορφιά του κόσμου και των πόλεων, ο έρωτας για τις γυναίκες. Για τον ποιητή η άμμος αυτή είναι η γλώσσα («ένα μολύβι και χαρτί βρίσκονται σ’ όλες τις συνθήκες»), στην οποία εγγράφονται και οι αισθήσεις και οι σκέψεις, η γλώσσα αυτή στην οποία του «μιλούσαν κι οι νεκροί».[6] Αλλά η γλώσσα είναι τόσο η ύλη όσο και οι μορφές της, τόσο το περιεχόμενο όσο κι η φόρμα, τόσο η φλούδα όσο και το κουκούτσι, τόσο η όψη όσο και το αθέατο. Άλλωστε σύμφωνα με τον ίδιο παλι: «Όπως τα έργα της παλιάς / κινέζικης ζωγραφικής / έχουνε χίλιες όψεις / έτσι και τα γεγονότα / παλιά και νέα / έχουν κι αυτά άλλες τόσες».[7] Αυτά τα γεγονότα όμως, συμβάντα πολέμου και ειρήνης, συμβάντα μυθικά και φονικά, συμβάντα καθημερινής κοινοτοπίας, βασίζονται σε μια αίσθηση ζωής που πηγάζει από παλιά και την οποία ο Πατρίκιος αποτυπώνει σε ένα μεγάλης λιτότητας και τόσο ευθύβολο πεντάστιχο, μιας στοιχειώδους ανάμνησης, που περιέχει μια ολόκληρη κοσμοθεωρία για τη ζωή, έναν άξονα γύρω από τον οποίο τύλιξε και ξετύλιξε τη ζωή του, αρχής γενομένης από τον τίτλο Σίφνος ή το παιχνίδι με τα ζάρια, που λέει: «Τα παιδικά μου καλοκαίρια / τα ’ζησα ανάμεσα σε δυο κύβους. / Απάνω ο άσπρος κύβος του σπιτιού / κάτω απ’ τα πόδια μου η στέρνα / αθέατος κύβος με σκοτάδι». Αυτή η στέρνα, είναι ένας προβολέας εδώ, δείχνει μια κάθετη κατεύθυνση, αλλά είναι κι ένα περιέχον, αυτό από το οποίο πήγασε η ποίησή του. Τα ζάρια ρίχτηκαν και ξαναρίχτηκαν επανειλημμένως, τόσο στη ζωή όσο και στην ποίηση. Κάθε φορά ο κύβος του σκοταδιού γινόταν ο καθοριστικός παρονομαστής της ζωής, αλλά και η κρυφή πληγή της ποίησης.