Εξερευνητές, ιεραπόστολοι και κυνηγοί. Χρυσωρύχοι και γελαδάρηδες. Τυχοδιώκτες όλων των ειδών αποβιβάζονται με ζέση στις αντίπερα όχθες του Ατλαντικού. Έπειτα ωθούν το αμερικανικό σύνορο προς δυσμάς, διεκδικούν μερίδιο γης από τους «αγροίκους» και σταδιακά εποικούν το ακατοίκητο. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός –κάποιοι τον ονόμασαν ελευθερισμό– καταπατά ανερυθρίαστα τους γηγενείς πληθυσμούς των Ινδιάνων και μέσα από φιδωτά μονοπάτια, υδάτινες ατραπούς κι επιβλητικά φαράγγια στήνει το δικό του χορό: οι «σκούνες της στεριάς»[1] καταπίνουν την απεραντοσύνη της Άγριας Δύσης με υπόβαθρο τους επιβλητικούς σχηματισμούς από βραχώδεις κόκκινους λόφους[2]∙ πιονέροι όπως ο Daniel Boone[3] γίνονται λαϊκοί ήρωες, αποκτούν μυθική υπόσταση∙ κι ο χάρτης μιας άγνωστης ως πρότινος γης αρχίζει να αποκτά υπόμνημα, προσανατολισμό και κλίμακα.
Κάπως έτσι γεννιέται το παραδοσιακό γουέστερν, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί το επιστέγασμα ενός οικοδομήματος που θεμελιώθηκε στη Διακήρυξη του 1763[4] και εξακολούθησε να χτίζεται μέσα από τη γενικότερη μεταναστευτική κίνηση προς τις μεσοδυτικές πολιτείες. Σαν ραψωδία, έτοιμη να απαγγείλει τα πιο ηρωικά ανθρώπινα κατορθώματα, [το γουέστερν] είναι, θα λέγαμε, η αμερικανική βερσιόν του Ομήρου. Ο ήρωάς του αντιπροσωπεύει τον ανυπόκριτα δυνατό, λευκό ετεροφυλόφιλο άντρα. Με έπαθλο, τι άλλο, εκείνο που μένει να κατακτηθεί: την ερημιά, το άγνωστο, το όνειρο.
Περί το 1903[5] και για περίπου επτά δεκαετίες, οι John Ford, Howard Hawks, John Sturges[6] σκιαγραφούν το πρώτο αυθεντικό δείγμα του ήρωα που ο κόσμος θα ονομάσει cowboy της Άγριας Δύσης. Ψηλαφίζοντας το πορτρέτο του, διαπιστώνει κανείς τα απτά φυσιογνωμικά και ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία που τον διέπουν. Δρώντας σχεδόν πάντα μόνος, ο cowboy είναι προϊόν της ατομοκρατίας που όπλισε τους πρώτους αποίκους ενάντια στους ίδιους υπαρκτούς κινδύνους: τα στοιχεία της φύσης, την άγνωστη γεωφυσικότητα, τους ιθαγενείς.
Μέσα στο πλατό, η θέση και η στάση της μηχανής προδίδουν τη διάθεση του εκάστοτε δημιουργού να υπερτονίσει την ηρωικότητα του πρωταγωνιστή, να τη μεγαλοποιήσει. Στην κατεξοχήν τέχνη του βλέμματος, τον κινηματογράφο, η χαμηλή γωνία λήψης χρησιμοποιείται πλουσιοπάροχα για να εντείνει τη σπουδαιότητα αυτή. Στην ταινία Η aιχμάλωτη της ερήμου,[7] για παράδειγμα, ο Ford, θέλοντας να αποδώσει με ευκρίνεια μια αίσθηση ανωτερότητας στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα Ethan (John Wayne), τον «αιχμαλωτίζει» με το φακό από χαμηλά, κάνοντάς τον έτσι να δεσπόζει απειλητικά πάνω στο θεατή. Η λιτότητα στον περιβάλλοντα χώρο, με μόνο φόντο το ερυθρωπό των βράχων της Monument Valley, γιγαντώνει ακόμη περισσότερο τον Ethan, εγχέοντας στο κείμενο φόβο, δέος, σεβασμό.
Αυτή η σκηνοθετική επίτευξη υπερβαίνει τις πολεμικές ιαχές των Ινδιάνων, τα σαγηνευτικά ηλιοβασιλέματα, τα γραφικά ράντζα, τη μαγική σχεδόν σύγκρουση της πολιτισμικής επέμβασης στο ανεξερεύνητο τοπίο (με την κατασκευή, για παράδειγμα, του σιδηροδρόμου, του τηλέγραφου κ.ά.), γίνεται ο κεντρικός υφολογικός άξονας του έργου. Πολύ συχνά ανακόπτεται από τους πυροβολισμούς του θρυλικού κολτ ρεβόλβερ ή της επίσης ιστορικής καραμπίνας Winchester 1973, προκειμένου να μας υπενθυμίσει πως εδώ βρισκόμαστε πρωτίστως για να χαιρετίσουμε την πολεμοκαπηλία ενός έθνους που δεν συμβιβάζεται με την ήττα. Πλάι [στην πολεμοκαπηλία] στέκει η εκδίκηση. Η ανομία. Απαραίτητα ο θάνατος ως προθάλαμος της εξιλέωσης ή της τιμωρίας που έρχεται, κι αργά ή γρήγορα θα αποδοθεί, για να οδηγηθούμε κι εμείς, προφανώς ικανοποιημένοι, στο φορμαλιστικό φινάλε.
Πίσω στο υφαντό της φιλμικής αφήγησης ο ήρωας, σκληρός κι ανιδιοτελής, ζωοδοτείται από την ασυμβίβαστη φύση του. Άλλοτε ονομάζεται John Wayne κι άλλοτε Gary Cooper, ή Burt Lancaster. Μόλα ταύτα παραμένει ο ίδιος λευκός, τοτεμικός χαρακτήρας. Κράμα φυλετικής ανωτερότητας, ηθικής και (ηράκλειου) σθένους. Μοιάζει με τον Tarzan, αλλά και τον John Carter, αμφότερους ήρωες του Edgar Rice Burroughs[8] και της παλπ μυθοπλασίας που κυριάρχησαν σε κόσμους επίσης αφιλόξενους σαν κι αυτόν της Άγριας Δύσης: ο πρώτος σ’ εκείνον της ζούγκλας, ο δεύτερος στον πλανήτη Άρη. Σε τούτον τον αφιλόξενο κόσμο, ο cowboy συγκρούεται με το σταθερό στερεότυπο, τους βίαιους αυτόχθονες Αμερικανούς που, αν και στην πραγματικότητα διαιρούνται σε αναρίθμητες φυλές,[9] στο γουέστερν ομογενοποιούνται ως «κοινός εχθρός όλων των αποίκων» και, προεκτατικά, παραγκωνίζονται σε υποδεέστερους ρόλους. Γι’ αυτό ευθύνεται κατά κύριο λόγο ο φακός που, με γλώσσα υπεροπτική, ιταμή, τους ομαδοποιεί και, με τη βοήθεια μακρινών πλάνων, τους συρρικνώνει σε αγέλες από λυσσασμένα σκυλιά έτοιμα να κατασπαράξουν τον καλοπροαίρετο και πολιτισμένο άποικο.
Κατά κάποιον τρόπο, λοιπόν, το Χόλιγουντ όχι μόνο δεν επιχειρεί να αποτρέψει τη διεισδυτικότητα του ρατσισμού στον κινηματογράφο, αλλά φτάνει να τη θεσμοθετήσει ως στοιχείο αναπόσπαστο στην αφηγηματική ροή του έργου.
Πάντως σε μιαν ενδιαφέρουσα (ανα)τροπή του συμβατισμού στο κλασικό γουέστερν, ο ήρωας αφήνει κατά μέρος τους ιθαγενείς και τα βάζει με το ίδιο το κατεστημένο, στρέφεται στους ομοϊδεάτες του, δίδοντας τοιουτοτρόπως τροφή στην αμερικανική πεποίθηση πως ο μεμονωμένος άνθρωπος έχεις ως καθήκον να προστατεύσει εαυτόν, αλλά κι αυτούς που αγαπά, από την αχρειότητα, απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται, χωρίς τη μεσολάβηση τρίτων. Κατ’ επέκταση αυτό συνεπάγεται τη δυσπιστία του αμερικανού πολίτη να στηριχθεί στις Αρχές, τις οποίες ως τα σήμερα θεωρεί αναξιόπιστες. Δείτε, για παράδειγμα, τον Άνθρωπο που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς[10] του Ford. Όταν ο θηριώδης αντιήρωας (Lee Marvin) εκφοβίζει το νεοφερμένο δικηγόρο (James Stewart) ανώνυμης μεθόριας πόλης, ο άτολμος αστυνομικός της περιοχής παραχωρεί κατά τρόπο βολικό την εκτελεστική εξουσία σε πιστολά (John Wayne), η συγκρουσιακή στάση του οποίου ανακλά υποδειγματικά την προαιώνια μάχη των αντικαθεστωτικών με το Νόμο.
Πάντα κάτω από τη σκέπη του ιμπεριαλισμού ο ήρωας του γουέστερν εκκολάπτεται σε περιβάλλον τοξικό. Ένας από τους λόγους, δεν αποκλείεται, είναι η ταχύτητα με την οποία ο ανεξάντλητος πλούτος δίνεται στον κατακτητή. Ο καλιφορνέζικος πυρετός χρυσοθηρίας, φερ’ ειπείν, είναι τόσο λαμπερός που δεν αφήνει περιθώριο στην ανθρώπινη ευπρέπεια να αναπτυχθεί, ή στην κοινωνία να δομηθεί πάνω σε ηθικοπλαστικά θεμέλια. Πολύ γρήγορα η αταβιστική, σχεδόν, εμμονή στη βία αναγκάζει τον ήρωα του γουέστερν να ολισθήσει στο βόρβορο της ανομίας, εκεί όπου ο άνθρωπος δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να εκδηλώσει το χειρότερο εαυτό του. Η Άγρια Συμμορία[11] του Sam Peckinpah εξυμνεί τη βαναυσότητα με τρόπο παράξενα σαγηνευτικό: χρησιμοποιώντας το ενδοκειμενικό τέχνασμα της αργής κίνησης, μας βυθίζει κυριολεκτικά σε ένα συγκλονιστικό μπαλέτο θανάτου. Η τεχνική αυτή, τολμηρή για την εποχή, εξαίρει την τάση του Χόλιγουντ να μετατρέψει τη βία σε τέρψη, το γκροτέσκ σε υπερθέαμα. Η συμμορία των γερασμένων Αμερικανών παρανόμων[12] τα βάζει με το Μεξικανό στρατηγό Mapache. Η μοχθηρία του Mapache, ενός μη λευκού άντρα, του γνωστού κατά το φυλετικό κινηματογραφικό στερεότυπο «λίγδα» Μεξικανού, προκαλεί και συνάμα δικαιολογεί («αγιοποιεί» είναι η λέξη) την επιθετικότητα του λευκού Αμερικανού. Ακολουθεί θρυλική μονομαχία, κατά την οποία η πολιτική συζήτηση για τη δουλεία, τον εμφύλιο πόλεμο, τη μετανάστευση και τη φυλετική (αν)ισότητα εκτυλίσσεται πάνω στο βωμό της αγριότητας και καταλήγει άδοξα, διάτρητη από σφαίρες. Εν κατακλείδι: η βία, αυτή είναι, συμπεραίνουμε, ο μεγάλος κι αδιαπραγμάτευτος ρεαλισμός του γουέστερν.