«Η πηγή της ζωής» του Ντάρεν Αρονόφσκι

«Η πηγή της ζωής» του Ντάρεν Αρονόφσκι

Το Fountain (2006), η πιο αγα­πη­μέ­νη ται­νία του γρά­φο­ντος από την προη­γού­με­νη δε­κα­ε­τία, εί­ναι ένα έρ­γο που δεν το σκέ­φτε­σαι αλ­λά το αι­σθά­νε­σαι. Δεν σκέ­φτε­σαι τη μου­σι­κή, δεν σκέ­φτε­σαι την αγά­πη, δεν σκέ­φτε­σαι τον θά­να­το (όχι στ’ αλή­θεια, ό,τι κι αν νο­μί­ζου­με) αυ­τά εί­ναι πράγ­μα­τα που αφο­ρούν την καρ­διά. Το μύ­χιο, τα σω­θι­κά μας, τον άρ­ρη­το και απε­ρί­γρα­πτο πυ­ρή­να αυ­τού που εί­μα­στε.
Το Fountain εί­ναι μια ται­νία που κα­τα­δύ­ε­ται στις αβύσ­σους της ψυ­χής, της αγά­πης και του θα­νά­του με τρο­μα­κτι­κή γεν­ναιό­τη­τα. Και όσα ανα­κα­λύ­πτει εκεί κά­τω, αρ­κεί να έχεις αγα­πή­σει μία φο­ρά (πραγ­μα­τι­κά όμως), για να τα ανα­γνω­ρί­σεις. Εδώ με­λο­ποιεί­ται, με ει­κό­νες και νό­τες (χω­ρίς τη μου­σι­κή του Clint Mansell, δεν θα μι­λού­σα­με για το ίδιο έρ­γο), η αβά­στα­χτη θλί­ψη του αν­θρώ­πι­νου όντος που μό­νο όταν αγα­πά μπο­ρεί να νιώ­σει σε τι συ­νί­στα­ται η τρα­γω­δία του θα­νά­του. Το να πε­θαί­νεις, δεν εί­ναι τρα­γι­κό. Όλα τα έμ­βια πε­θαί­νουν, κι ο θά­να­τος θα ήταν όντως η με­γα­λύ­τε­ρη κοι­νο­το­πία (όπως έλε­γε ο Νί­τσε) αν δεν υπήρ­χε η αγά­πη. Τρα­γι­κό εί­ναι να πε­θαί­νει ο λό­γος για τον οποίο ζεις. Ο θά­να­τος του αγα­πη­μέ­νου πλά­σμα­τος, να η αλη­θι­νή τρα­γω­δία.

Πά­νω σ’ αυ­τή την τό­σο απλή, σχε­δόν κα­θη­με­ρι­νή, αλή­θεια, ο Ντά­ρεν Αρο­νόφ­σκι συν­θέ­τει ένα απ’ τα πιο συ­γκλο­νι­στι­κά, κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά ποι­ή­μα­τα όλων των επο­χών. Πα­ρα­κο­λου­θεί τον ίδιο άν­θρω­πο, ή μάλ­λον την ίδια ψυ­χή, να αλυ­χτά και να σπα­ρά­ζει σε πα­ρελ­θόν, πα­ρόν και μέλ­λον για την αβά­στα­χτη αδι­κία του να σου κλέ­βει ο θά­να­τος το χει­ρο­πια­στό νό­η­μα της ύπαρ­ξής σου. Το νό­η­μα που βρή­κες εν­σαρ­κω­μέ­νο, ζε­στό και κι­νού­με­νο στο ζω­ντα­νό σώ­μα ενός άλ­λου αν­θρώ­που και δι­καί­ω­σες έτσι το δι­κό σου («λέω αυ­τό το σώ­μα / εί­ναι η καρ­διά μου σω­στή», γρά­φει ο Νί­κος Αλέ­ξης Ασλά­νο­γλου στις Ωδές στον Πρί­γκι­πα). Στο πα­ρελ­θόν, στο πα­ρόν και στο μέλ­λον, δη­λα­δή στη φυ­λα­κή του χρό­νου, προ­σπα­θεί αυ­τός ο δυ­στυ­χής, να νι­κή­σει αυ­τό που πο­τέ κα­νείς δεν νί­κη­σε.
Αλ­λά μέ­σα στον χρό­νο, δεν μπο­ρείς να τα βά­λεις με το άχρο­νο. Αφού η ζωή (που εί­ναι χρο­νι­κή διάρ­κεια) τε­λειώ­νει, θα πρέ­πει κι η αγά­πη να τε­λειώ­νει, κά­τι με το οποίο δεν θέ­λουν να συμ­βι­βα­στούν όσοι πραγ­μα­τι­κά αγα­πούν. Έτσι, για τους αυ­θε­ντι­κά ερω­τευ­μέ­νους, η πί­στη στην αιω­νιό­τη­τα δεν εί­ναι ένα θρη­σκευ­τι­κό αλ­λά ένα συ­ναι­σθη­μα­τι­κό ζή­τη­μα. Όποιος αγα­πά δεν μπο­ρεί να εί­ναι ου­σια­στι­κά άθε­ος ή υλι­στής. Κά­θε του χει­ρο­νο­μία, κά­θε του λέ­ξη, φορ­τί­ζε­ται με με­τα­φυ­σι­κό νό­η­μα, ακό­μα κι αν δεν το συ­νει­δη­το­ποιεί. Να απο­δέ­χε­σαι τη θνη­τό­τη­τα ενώ αγα­πάς, να το με­γά­λο υπαρ­ξια­κό δρά­μα.
Η θεϊ­κή μου­σι­κή με την οποία συν­δη­μιουρ­γεί την ται­νία ο Clint Mansell, μι­λά­ει γι’ αυ­τό ακρι­βώς το δρά­μα. Ανα­φε­ρό­με­νος στο «Air» του Μπαχ, ένας ήρω­ας του Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κού σχο­λιά­ζει, «εί­ναι μια μου­σι­κή που σου λέ­ει πως τί­πο­τα δεν έχεις. Και τί­πο­τα δεν χά­νεις». Αντι­θέ­τως, οι ανα­τρι­χια­στι­κές με­λω­δί­ες του Mansell, σου μι­λά­νε για όλα αυ­τά που έχεις να χά­σεις. Και που δεν μπο­ρείς να κά­νεις τί­πο­τα για να τα σώ­σεις. Θρη­νούν ευ­γε­νι­κά το ατε­λέ­σφο­ρο του έρω­τα, αυ­τής της μά­ται­ης πρό­γευ­σης του απεί­ρου, σ’ έναν κό­σμο θλι­βε­ρά πε­πε­ρα­σμέ­νο, όπου όλα πε­θαί­νουν. Εί­ναι με­λω­δί­ες-απο­χαι­ρε­τι­σμοί, που πε­ρι­φέ­ρουν ευ­λα­βι­κά την ιε­ρή ει­κό­να της χα­μέ­νης μά­χης που εί­ναι η ζωή και λι­τα­νεύ­ουν το σκή­νω­μα της αγά­πης.
Κι αν εί­ναι «Κρα­ταιὰ ὡς θά­να­τος ἡ ἀγά­πη», όπως λέ­ει το Ἅσμα Ἀσμά­των, εί­ναι επει­δή αρ­νεί­ται κι αυ­τή τον χρό­νο και τον κα­κό­μοι­ρο δού­λο του, το άτο­μο. Εί­ναι επει­δή κι εκεί­νη κα­τα­δέ­χε­ται ως κα­τοι­κία της μο­νά­χα την αιω­νιό­τη­τα. Ο άν­θρω­πος, όμως, δεν εί­ναι φτιαγ­μέ­νος για το αιώ­νιο και ίσως να μην μπο­ρεί να ελ­πί­ζει πα­ρά μο­νά­χα στην ψευ­δαί­σθη­ση αθα­να­σί­ας με την οποία εκεί­νη ευ­λο­γεί κά­ποιες στιγ­μές της διάρ­κειάς του, κο­ροϊ­δεύ­ο­ντας την όποια ιδέα τέ­λους. Ίσως κι αυ­τό να εί­ναι κά­τι. Αθά­να­τος για λί­γο, χά­ρη στην αγά­πη, αφού δεν γί­νε­ται για πά­ντα.

Αλί­μο­νο σ’ αυ­τούς που δεν αγά­πη­σαν, λοι­πόν.

«Η πηγή της ζωής» του Ντάρεν Αρονόφσκι
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: