Παραμύθια για τον Αυτοκράτορα

Παραμύθια για τον Αυτοκράτορα

Ο Μά­νος Ελευ­θε­ρί­ου έγρα­ψε και ει­κο­νο­γρά­φη­σε πολ­λά πα­ρα­μύ­θια. Με­τα­ξύ 1986-1987 συ­νερ­γά­στη­κε στο πε­ριο­δι­κό Το Τέ­ταρ­το με τη σει­ρά «Πα­ρα­μύ­θια για τον Αυ­το­κρά­το­ρα», που κυ­κλο­φό­ρη­σαν το 1991 σε αυ­το­τε­λή έκ­δο­ση από τις εκδ. Γνώ­ση με ει­κο­νο­γρά­φη­ση της Σο­φί­ας Φόρ­τω­μα. Αυ­τό το βι­βλίο ήταν η αρ­χή για μια σει­ρά παι­δι­κών βι­βλί­ων: Ένα κα­ρά­βι μια φο­ρά (ει­κο­νο­γρά­φη­ση Σ. Φόρ­τω­μα) Ωκε­α­νί­δα 1997, Του Γε­νά­ρη το φεγ­γά­ρι: Πα­ρα­μύ­θια για τους δώ­δε­κα (ει­κο­νο­γρά­φη­ση Μ. Ελευ­θε­ρί­ου) Κέ­δρος 1998, Η γά­τα που ήθε­λε να γί­νει που­λί (ει­κο­νο­γρά­φη­ση Σ. Φόρ­τω­μα) Ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα 2000 κ.ά.
Για τα «Πα­ρα­μύ­θια για τον Αυ­το­κρά­το­ρα» γρά­φει: «Ιστο­ρί­ες για κεί­νους που πο­τέ δεν υπο­πτεύ­ο­νται ότι το μαύ­ρο του κό­σμου δεν εί­ναι πα­ρά μια αυ­λαία που, απλώς, μας κρύ­βει το λευ­κό... Η πι­θα­νό­τε­ρη κί­νη­ση για με­ρι­κούς τολ­μη­ρούς εί­ναι να την τρα­βή­ξουν ή να την κου­ρε­λιά­σουν. Για τους άλ­λους, όμως; Θα βλέ­πουν το μαύ­ρο αιώ­νια; Ωστό­σο ετού­τα τα πραγ­μα­τι­κά πα­ρα­μύ­θια –για­τί υπάρ­χουν και πα­ρα­μύ­θια «μη» πραγ­μα­τι­κά– δεν εί­ναι 'μαύ­ρα'. Ακό­μη κι όταν πε­ρι­γρά­φουν δύ­σκο­λες κα­τα­στά­σεις, εί­ναι σχε­δόν ρό­δι­να. Αν μπο­ρού­με να τα πού­με έτσι. Και εί­ναι ρό­δι­να για­τί κρύ­βουν πολ­λές ελ­πί­δες και για­τί γρά­φτη­καν με χα­ρά και με χα­ρά χα­ρί­ζο­νται στον κα­θέ­να μας... Όσο, τώ­ρα, για τον αυ­το­κρά­το­ρα και τα πα­ρό­μοια εί­ναι μια άλ­λη ιστο­ρία».
Η έκ­δο­ση των «Πα­ρα­μυ­θιών» εί­ναι εξα­ντλη­μέ­νη πια και δυ­σεύ­ρε­τη. Στο «Χαρ­τά­κι», με αφορ­μή το αφιέ­ρω­μα του «Χάρ­τη» στον σπου­δαίο ποι­η­τή (που ανέ­βη­κε με κεί­με­να και ηχη­τι­κά ντο­κου­μέ­ντα),  ανα­δη­μο­σιεύ­σα­με τέσ­σε­ρα «Πα­ρα­μύ­θια», όπως πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­καν στο Τέ­ταρ­το, ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να με δι­κά του κο­λάζ. Αυ­τό εί­ναι το τε­λευ­ταίο.

Παραμύθια για τον Αυτοκράτορα

Τα χρυσαφικά

Στα πα­λιά χρό­νια, ένας αυ­το­κρά­το­ρας εί­χε την πιο πρω­τά­κου­στη συ­νή­θεια: Αντί για φα­γη­τό έτρω­γε χρυ­σά­φι κι αντί για φρού­τα και γλυ­κί­σμα­τα, δια­μά­ντια και μαρ­γα­ρι­τά­ρια. Η συ­νή­θεια αυ­τή, άγνω­στο πώς την από­κτη­σε, τον εί­χε κά­νει κα­κό και άρ­πα­γα. Πο­τέ δεν τόλ­μη­σε κα­νείς να πα­ρου­σια­στεί μπρο­στά του και να φο­ρά­ει κό­σμη­μα. Του το ’παιρ­νε και το ’τρω­γε. Χρέη μα­γεί­ρων του εκτε­λού­σαν, φυ­σι­κά, οι χρυ­σο­χό­οι!
Στα επί­ση­μα συ­μπό­σια, η τέ­χνη τους εί­χε φτά­σει σε απο­θέ­ω­ση. Στη με­γά­λη πια­τέ­λα, που άλ­λο­τε, στους προ­γό­νους του σερ­βί­ρι­ζαν ψά­ρια, αυ­τή τη φο­ρά οι δια­κο­σμη­τές φτιά­χνα­νε το ψά­ρι με χρυ­σά­φι, δια­μά­ντια, σμα­ρά­γδια, ρου­μπί­νια, αμέ­θυ­στους και το­πά­ζια. Και ιδού πώς γι­νό­τα­νε:
Το εσω­τε­ρι­κό του ψα­ριού το ’φτια­χναν με τριμ­μέ­νο ασή­μι για να ’ναι μα­λα­κό. Το δέρ­μα και τα λέ­πια με χρυ­σά­φι και πλα­τί­να. Τα φτε­ρά και την ου­ρά, σχε­δόν πά­ντο­τε, με το­πά­ζια. Για μά­τια βά­ζα­νε ρου­μπί­νια ή μαρ­γα­ρι­τά­ρια. Όσο για τα δό­ντια του ψα­ριού, τα φτιά­χνα­νε με ελε­φα­ντό­δο­ντο.
Και κά­θε κομ­μά­τι εί­χε την τέ­χνη του. Πριν αρ­χί­σουν οι επί­ση­μοι κα­λε­σμέ­νοι να τρώ­νε το κα­νο­νι­κό τους φα­γη­τό, περ­νού­σαν από τη θέ­ση του αυ­το­κρά­το­ρα και τα θαυ­μά­ζα­νε.
Ολό­κλη­ρα ερ­γα­στή­ρια έμπι­στων χρυ­σο­χό­ων εί­χαν εγκα­τα­στα­θεί στα υπό­γεια του πα­λα­τιού κι οι κα­λύ­τε­ροι τε­χνί­τες της αυ­το­κρα­το­ρί­ας έκο­βαν και σκά­λι­ζαν με απα­ρά­μιλ­λη τέ­χνη ό,τι πιο πο­λύ­τι­μο μπο­ρού­σε να φα­ντα­στεί ο νους του αν­θρώ­που. Κι αυ­τό, όχι για να στο­λί­σουν κά­ποια ωραία γυ­ναί­κα, αλ­λά για να τα φά­ει ο αυ­το­κρά­το­ρας!
Κά­πο­τε, όμως, τα δια­μά­ντια άρ­χι­σαν να εξα­ντλού­νται. Κι αυ­τό έγι­νε σε μια στιγ­μή που η βου­λι­μία του αυ­το­κρά­το­ρα εί­χε φτά­σει στο απρο­χώ­ρη­το. Μια μέ­ρα έφτα­σε και η τρο­με­ρή εί­δη­ση πως τα χρυ­σω­ρυ­χεία και τα αδα­μα­ντω­ρυ­χεία της χώ­ρας τε­λεί­ω­σαν την πα­ρα­γω­γή τους. Όσο κι αν έσκα­ψαν χι­λιά­δες ερ­γά­τες, σε βά­θος που πο­τέ δε σκά­φτη­κε η γη τό­σο βα­θιά, εντού­τοις δε βρή­καν τί­πο­τα, προς με­γά­λη θλί­ψη των υπα­σπι­στών του άπλη­στου αυ­το­κρά­το­ρα.
Κά­τι, ωστό­σο, έγι­νε για ν’ ανα­σά­νουν. Ο αυ­το­κρά­το­ρας έπε­σε βα­ριά άρ­ρω­στος. Οι για­τροί του ορί­σα­νε να τρώ­ει μό­νο μια μι­κρή φέ­τα χρυ­σά­φι για πρω­ι­νό και μια φέ­τα το με­ση­μέ­ρι. Δεν πρό­λα­βε όμως να κά­νει αυ­τή την αυ­στη­ρή δί­αι­τα. Το βρά­δυ πέ­θα­νε. Πριν πε­θά­νει, όμως, πρό­λα­βε και διέ­τα­ξε να κρε­μά­σουν τον αρ­χι­χρυ­σο­χόο του, που ήταν ο υπεύ­θυ­νος για την αρ­ρώ­στια του.
Αυ­τός ο αθε­ό­φο­βος, βλέ­πο­ντας πως δεν εί­χε άλ­λα απο­θέ­μα­τα, ανα­γκά­στη­κε να νο­θέ­ψει το φα­γη­τό του αυ­το­κρά­το­ρα. Κι ένα με­ση­μέ­ρι αντί για πλα­τί­να έβα­λε κοι­νό τσί­γκο κι αντί για μά­λα­μα μπρούν­τζο.
Με τέ­τοιες προ­ϋ­πο­θέ­σεις η δη­λη­τη­ρί­α­ση τού αυ­το­κρά­το­ρα ήταν κά­τι πα­ρα­πά­νω από σί­γου­ρη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: