Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με τη Μαρίνα Μιχαηλίδου-Καδή

Ο για­πω­νέ­ζι­κος κή­πος εί­ναι ίσως ένα από τα πιο δο­μη­μέ­να εί­δη κή­πων. Πρέ­πει απα­ραι­τή­τως να πε­ριέ­χει επτά στοι­χεία: νε­ρό, πέ­τρες και άμ­μο, γέ­φυ­ρες, πέ­τρι­να φα­νά­ρια και γούρ­νες, φρά­κτες και πύ­λες, άν­θη και δέ­ντρα, και ψά­ρια. Οι πα­ρού­σες συ­νε­ντεύ­ξεις θα απο­τε­λού­νται πά­ντα από επτά ερω­τή­σεις. Κά­ποιες από αυ­τές θα επα­να­λαμ­βά­νο­νται και κά­ποιες θα εί­ναι νέ­ες, ώστε να αντα­πο­κρί­νο­νται στο έρ­γο που έχου­με μπρο­στά μας. Σαν τον για­πω­νέ­ζι­κο κή­πο, οι συ­νε­ντεύ­ξεις θα δια­τη­ρούν τη δο­μή τους, προ­σπα­θώ­ντας ταυ­τό­χρο­να να απο­δώ­σουν, ακρι­βώς σαν αυ­τόν, τη ζω­ντά­νια μιας μα­κρι­νής γης, που σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση εί­ναι, βέ­βαια, η δια­δι­κα­σία της συγ­γρα­φής.

Β. Κουτσογιάννης, εικονογράφηση του βιβλίου «Η κίτρινη κουβέρτα της ευτυχίας»
Β. Κουτσογιάννης, εικονογράφηση του βιβλίου «Η κίτρινη κουβέρτα της ευτυχίας»

Με σπου­δές στη ψυ­χο­λο­γία και τη δια­τή­ρη­ση του πε­ρι­βάλ­λο­ντος, το συγ­γρα­φι­κό έρ­γο της Μα­ρί­νας Μι­χαη­λί­δου-Κα­δή επι­κε­ντρώ­νε­ται σε παι­δι­κά βι­βλία που προ­ω­θούν την εν­συ­ναί­σθη­ση και την ανά­πτυ­ξη πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κής συ­νεί­δη­σης. Έχει δια­κρι­θεί με δύο κρα­τι­κά βρα­βεία λο­γο­τε­χνί­ας για μι­κρά παι­διά (Άσπρη στο­λή / Ο Νι­κό­λας και η Έλ­λη), την τι­μη­τι­κή διά­κρι­ση White Ravens (Η κί­τρι­νη κου­βέρ­τα της ευ­τυ­χί­ας / Παι­δι­κά όνει­ρα / Το κόκ­κι­νο φό­ρε­μα της Σα­βέλ), το βρα­βείο Peter Pan της Σου­η­δί­ας (Το κόκ­κι­νο φό­ρε­μα της Σα­βέλ), και ανα­φο­ρά στον τι­μη­τι­κό πί­να­κα της ΙΒ­ΒΥ. Βι­βλία της έχουν επί­σης πε­ρι­λη­φθεί στις βρα­χεί­ες λί­στες των βρα­βεί­ων παι­δι­κής λο­γο­τε­χνί­ας της Κύ­πρου και της Ελ­λά­δας. Μέ­νει στη Λευ­κω­σία με την οι­κο­γέ­νειά της.

  • Στα παι­δι­κά σας βι­βλία όπως το Πε­ρι­μέ­νο­ντας τη βρο­χή, Ο Νι­κό­λας και η Έλ­λη και Το χα­μό­γε­λο της Σε­μέ­λης, αλ­λά και άλ­λα, φα­νε­ρώ­νε­ται μια αντί­στα­ση προς κά­τι που κυ­ριαρ­χεί και ίσως ελέγ­χει τις σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες. Εί­ναι η γρα­φή σας η ίδια μια μορ­φή αντί­στα­σης; Πώς αυ­τές οι ανη­συ­χί­ες σας απα­σχο­λούν και πώς σάς κτυ­πούν την πόρ­τα; Εί­ναι η σύν­δε­ση πιο πο­λύ δια­νοη­τι­κή ή συ­ναι­σθη­μα­τι­κή; Εί­ναι οι κοι­νω­νί­ες μας έτοι­μες για συ­ζή­τη­ση όλων των θε­μά­των;

Γρά­φω για θέ­μα­τα που με απα­σχο­λούν βα­θιά, όπως για πα­ρά­δειγ­μα η εκ­με­τάλ­λευ­ση και κα­κο­με­τα­χεί­ρι­ση των ζώ­ων (Ο Νι­κό­λας και η Έλ­λη / Το χα­μό­γε­λο της Σε­μέ­λης) και η κα­τα­στρο­φή του πε­ρι­βάλ­λο­ντος και της φύ­σης (Πε­ρι­μέ­νο­ντας τη βρο­χή). Η γρα­φή εί­ναι σί­γου­ρα μια μορ­φή αντί­στα­σης ενά­ντια στο κα­τε­στη­μέ­νο και μια προ­σπά­θεια να μπο­λια­στούν τα παι­διά με νέ­ες ιδέ­ες. Αντι­λαμ­βά­νο­μαι ότι τα θέ­μα­τα αυ­τά εί­ναι πο­λύ­πλο­κα και δύ­σκο­λα για ένα παι­δί, γι’ αυ­τό προ­σπα­θώ να τα αγ­γί­ζω με έναν αι­σιό­δο­ξο τρό­πο. Για­τί μπο­ρεί να εί­ναι δύ­σκο­λο για ένα παι­δί να αλ­λά­ξει τον κό­σμο, όμως ένα παι­δί μπο­ρεί με τη στά­ση του να βοη­θή­σει ένα ζώο που υπο­φέ­ρει, να στη­ρί­ξει έναν φί­λο του που αντι­με­τω­πί­ζει δυ­σκο­λί­ες, να αντι­στα­θεί στην αδι­κία.
Η σύν­δε­ση με τα θέ­μα­τα αυ­τά εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­ναι­σθη­μα­τι­κή πα­ρά δια­νοη­τι­κή – γρά­φω για θέ­μα­τα που με προ­βλη­μα­τί­ζουν και με συ­γκι­νούν και που εί­ναι συ­νε­χώς στη σκέ­ψη μου. Πι­στεύω ότι δεν υπάρ­χει κα­νέ­να θέ­μα – όσο δύ­σκο­λο κι αν εί­ναι – που να μην μπο­ρεί να γρα­φτεί. Τα παι­διά ζουν στον κό­σμο μας και αντι­λαμ­βά­νο­νται τα πά­ντα. Όταν απο­φεύ­γου­με να συ­ζη­τή­σου­με ένα θέ­μα, τό­τε αυ­τό απο­κτά δια­στά­σεις, γί­νε­ται τα­μπού και φο­βί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο τα παι­διά.

  • Στα βι­βλία σας, όπως, Η κί­τρι­νη κου­βέρ­τα της ευ­τυ­χί­ας, συ­να­ντού­με αυ­το­βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία. Σε άλ­λα, όπως το Άσπρη στο­λή ή το Από τη γη μέ­χρι τα αστέ­ρια το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό ανοί­γει την πόρ­τα στο ιστο­ρι­κό ή και το πο­λι­τι­κό. Πώς συμ­βαί­νει αυ­τή η δια­δι­κα­σία και η δια­πραγ­μά­τευ­ση;

Πέ­ρα­σαν αρ­κε­τά χρό­νια για να νιώ­σω την ανά­γκη να γρά­ψω ιστο­ρί­ες με αυ­το­βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία. Κά­ποια στιγ­μή η ανά­γκη αυ­τή ήταν τό­σο δυ­να­τή, που δεν υπήρ­χε τρό­πος να το απο­φύ­γω. Η Κί­τρι­νη κου­βέρ­τα της ευ­τυ­χί­ας κα­τα­πιά­νε­ται με το δια­ζύ­γιο και τη γο­νι­κή απο­ξέ­νω­ση, μέ­σα από βιώ­μα­τα που εί­χα ως παι­δί όταν χώ­ρι­σαν οι γο­νείς μου. Η Άσπρη στο­λή εί­ναι μια βιο­γρα­φι­κή ιστο­ρία εμπνευ­σμέ­νη από τη ζωή της μη­τέ­ρας μου, που ως νο­σο­κό­μα έζη­σε τα δύ­σκο­λα χρό­νια των δι­κοι­νο­τι­κών τα­ρα­χών, του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος και της ει­σβο­λής στην Κύ­προ. Μέ­σα από τη δι­κή της ιστο­ρία, προ­σπά­θη­σα να ρί­ξω φως σε όλους τους αν­θρώ­πους – αφα­νείς ήρω­ες – που ερ­γά­ζο­νται αθό­ρυ­βα και ακού­ρα­στα, για να απα­λύ­νουν τον αν­θρώ­πι­νο πό­νο. Και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις δεν ήταν μια συ­νει­δη­τή από­φα­ση που σκέ­φτη­κα και ανέ­λυ­σα. Η γρα­φή ήταν αυ­θόρ­μη­τη και πη­γαία, ίσως και θε­ρα­πευ­τι­κή θα έλε­γα.

Livia Coloji: ει­κο­νο­γρά­φη­ση του βι­βλί­ου «Η Σο­φία και το μι­κρό δά­σος»

  • Στο βι­βλίο σας, Παι­δι­κά όνει­ρα, το όνει­ρο συ­να­ντά το παι­δί και το παι­δί το όνει­ρο. Εί­ναι οι δύο έν­νοιες ταυ­τό­ση­μες; Εί­ναι ο δια­χω­ρι­σμός τους έγκλη­μα; Πώς απο­φα­σί­σα­τε για το πού (σε ποια πρό­σω­πα-χα­ρα­κτή­ρες) θα εστιά­σε­τε σε αυ­τό το βι­βλίο; Μι­λή­στε μας λί­γο για τη δια­δι­κα­σία συγ­γρα­φής του.

    Το βι­βλίο Παι­δι­κά όνει­ρα μι­λά για το δι­καί­ω­μα των παι­διών να ονει­ρεύ­ο­νται και για τη δύ­να­μη των ονεί­ρων. Δυ­στυ­χώς στην κοι­νω­νία που ζού­με κυ­ριαρ­χούν ακό­μα πολ­λά στε­ρε­ό­τυ­πα σε σχέ­ση με το φύ­λο, την κα­τα­γω­γή, τα «πρέ­πει» και τα «μη» των αν­θρώ­πων. Πολ­λοί γο­νείς, θε­ω­ρώ­ντας ότι κά­νουν το κα­λύ­τε­ρο για τα παι­διά τους, τα απο­τρέ­πουν από το να ακο­λου­θή­σουν τον δι­κό τους, ξε­χω­ρι­στό δρό­μο. Σε αυ­τή την ευαί­σθη­τη ηλι­κία, ακό­μα και μια ήπια αντί­δρα­ση από έναν ενή­λι­κα, όπως «η τέ­χνη μπο­ρεί να εί­ναι το χό­μπι σου, αλ­λά όχι το επάγ­γελ­μα σου» μπο­ρεί να εί­ναι κα­θο­ρι­στι­κής ση­μα­σί­ας για την κα­τεύ­θυν­ση που θα ακο­λου­θή­σει ένα παι­δί. Αυ­τό το μή­νυ­μα ήθε­λα να με­τα­φέ­ρω μέ­σα από το βι­βλίο – ότι ο ρό­λος μας, ως ενή­λι­κες, εί­ναι να στη­ρί­ξου­με τα παι­διά να ακο­λου­θή­σουν τον δι­κό τους δρό­μο. Και τα παι­διά πρέ­πει να ακού­νε τη δι­κή τους, εσω­τε­ρι­κή φω­νή, και να έχουν θάρ­ρος και πί­στη στις δυ­να­τό­τη­τές τους.
    Μέ­σα στο βι­βλίο πα­ρου­σιά­ζο­νται οκτώ παι­διά με δια­φο­ρε­τι­κά όνει­ρα, τα οποία φα­ντά­ζουν ακα­τόρ­θω­τα στα μά­τια των με­γά­λων. Κά­ποιοι χα­ρα­κτή­ρες εί­ναι φα­ντα­στι­κοί και κά­ποιοι εί­ναι εμπνευ­σμέ­νοι από άτο­μα που εί­χα την τύ­χη να γνω­ρί­σω. Μό­νο ένα παι­δί απει­κο­νί­ζει ένα άτο­μο πα­γκο­σμί­ως γνω­στό: το κο­ρί­τσι που ονει­ρευό­ταν να ζή­σει ανά­με­σα στα ζώα εί­ναι η Jane Goodall, που αφιέ­ρω­σε τη ζωή της στη με­λέ­τη και προ­στα­σία των χι­μπαν­τζή­δων, σπά­ζο­ντας στε­ρε­ό­τυ­πα σε σχέ­ση με τις γυ­ναί­κες-επι­στή­μο­νες, αλ­λά και τη σχέ­ση του αν­θρώ­που με τα ζώα.

    • Τι εί­ναι το παι­δί για σας ως έν­νοια και τι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τά του; Τι ση­μαί­νει παι­δί χω­ρίς μέλ­λον; Πώς εκλαμ­βά­νε­τε την πα­ρού­σα κα­τά­στα­ση του κό­σμου και του πε­ρι­βάλ­λο­ντός μας; Τι σας λέ­νε φω­νές παι­διών όπως της Γκρέ­τα Τούν­μπεργκ;

      Τα τε­λευ­ταία χρό­νια η Ευ­ρώ­πη ήρ­θε, για πρώ­τη φο­ρά ίσως με­τά το τέ­λος του Β’ Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου, αντι­μέ­τω­πη με τη σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα παι­διών που ξε­ρι­ζώ­θη­καν, που έχα­σαν τα πά­ντα, που κιν­δύ­νευ­σαν στη στε­ριά και τη θά­λασ­σα. Παι­διά που πα­ρα­μέ­νουν ακό­μα εγκλω­βι­σμέ­να σε προ­σφυ­γι­κούς κα­ταυ­λι­σμούς, όπου το όνει­ρο και η ελ­πί­δα εξα­νε­μί­ζο­νται. Την ίδια στιγ­μή, χι­λιά­δες παι­διά σε ανα­πτυσ­σό­με­νες χώ­ρες βιώ­νουν την από­λυ­τη φτώ­χια, με ελά­χι­στες ευ­και­ρί­ες να ξε­φύ­γουν από την κα­τά­στα­ση αυ­τή. Εί­ναι πο­λύ λυ­πη­ρό που δεν βρή­κα­με ακό­μα τους μη­χα­νι­σμούς να προ­στα­τεύ­σου­με τα παι­διά αυ­τά, ενώ αντί­θε­τα, με πρό­φα­ση την «ανά­πτυ­ξη», οι κοι­νω­νί­ες μας συ­νε­χί­ζουν να ρυ­παί­νουν και να κα­τα­στρέ­φουν το φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον, μέ­σα από ένα σύ­στη­μα που ευ­νο­εί κυ­ρί­ως τους πλού­σιους. Παι­διά όπως η Γκρέ­τα Τούν­μπεργκ αντι­λαμ­βά­νο­νται ότι επεί­γει να αλ­λά­ξει ο τρό­πος ζω­ής μας, για να εξα­σφα­λί­σουν όλα τα παι­διά ένα κα­λό μέλ­λον. Οφεί­λου­με να ακού­σου­με τις φω­νές αυ­τές και να ανα­θε­ω­ρή­σου­με τις κα­κές μας συ­νή­θειες.

      • Τι σας μα­γεύ­ει στο ει­κο­νο­βι­βλίο; Ποια τέ­τοια βι­βλία άλ­λων συγ­γρα­φέ­ων σας μά­γε­ψαν μέ­χρι τώ­ρα; Πε­ρι­γράψ­τε τη συ­νά­ντη­σή σας με ένα από αυ­τά ως ανα­γνώ­στρια. Πώς σκέ­φτε­στε τη συγ­γρα­φή του ει­κο­νο­βι­βλί­ου σε σχέ­ση με την ει­κό­να; Πώς γρά­φτη­κε και πώς ολο­κλη­ρώ­θη­κε το βι­βλίο Το κόκ­κι­νο φό­ρε­μα της Σα­βέλ;

        Το ει­κο­νο­βι­βλίο, ως λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος, θε­ω­ρώ ότι εί­ναι πο­λύ πιο κο­ντά στην ποί­η­ση απ’ ότι σε οποιο­δή­πο­τε άλ­λο εί­δος. Με τη λι­τό­τη­τα λό­γου που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τα βι­βλία αυ­τά, ο/η συγ­γρα­φέ­ας επι­κε­ντρώ­νε­ται στα απο­λύ­τως απα­ραί­τη­τα στοι­χεία, αφή­νο­ντας χώ­ρο να ανα­δυ­θεί το συ­ναί­σθη­μα. Μέ­σα από την αλ­λη­λε­πί­δρα­ση κει­μέ­νου και ει­κό­νας, το ει­κο­νο­βι­βλίο έχει την ικα­νό­τη­τα να προ­βλη­μα­τί­σει και να αγ­γί­ξει συ­ναι­σθη­μα­τι­κά τα παι­διά, αλ­λά και τους ενή­λι­κες. Το κεί­με­νο εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­νο, έτσι ώστε να δί­νε­ται ο απα­ραί­τη­τος χώ­ρος στην ει­κό­να για να συ­μπλη­ρώ­σει και να επε­κτεί­νει την ιστο­ρία.
        Όταν γρά­φω μια ιστο­ρία σκέ­φτο­μαι πά­ντα ει­κό­νες και τα κεί­με­να μου εί­ναι συ­νή­θως χω­ρι­σμέ­να σε πα­ρα­γρά­φους που αντι­στοι­χούν η κά­θε μία σε μία ει­κό­να. Το βι­βλίο Το κόκ­κι­νο φό­ρε­μα της Σα­βέλ, που κα­τα­πιά­νε­ται με την προ­σφυ­γιά και πε­ρι­γρά­φει την προ­σπά­θεια ενός παι­διού να προ­σαρ­μο­στεί σε μια νέα χώ­ρα, απο­τε­λεί­ται από μό­νο 640 λέ­ξεις και 10 ει­κό­νες. Στην τε­λευ­ταία σε­λί­δα, απο­φα­σί­σα­με μα­ζί με την ει­κο­νο­γρά­φο του βι­βλί­ου, τη Ντα­νιέ­λα Στα­μα­τιά­δη, να αφαι­ρε­θεί τε­λεί­ως το κεί­με­νο και να αφε­θεί η ει­κό­να να δώ­σει το τέ­λος της ιστο­ρί­ας.
        Μία από τις αγα­πη­μέ­νες μου συγ­γρα­φείς εί­ναι η αμε­ρι­κα­νί­δα Jacqueline Woodson, η οποία πραγ­μα­τεύ­ε­ται ζη­τή­μα­τα που αφο­ρούν την ιστο­ρία της αφρο­α­με­ρι­κά­νι­κης κοι­νό­τη­τας. Ο λό­γος της λι­τός και δυ­να­τός, που συ­γκι­νεί και τα­ρα­κου­νά το ανα­γνώ­στη. Ένα από τα βι­βλία της που ξε­χω­ρί­ζω εί­ναι το The other side που ανα­δει­κνύ­ει την αθλιό­τη­τα του φυ­λε­τι­κού δια­χω­ρι­σμού: δύο παι­διά θέ­λουν να παί­ξουν μα­ζί αλ­λά δεν μπο­ρούν, κα­θώς ένας φρά­κτης χω­ρί­ζει την πό­λη τους στα δύο.

        • Υπάρ­χουν στιγ­μές που η πο­ρεία της ιστο­ρί­ας σάς εκ­πλήσ­σει; Υπάρ­χουν στιγ­μές που οι ήρω­ες και οι ηρω­ί­δες σάς συ­γκι­νούν; Πώς αφή­νε­τε αυ­τούς τους ήρω­ες και τις ηρω­ί­δες όταν τε­λειώ­σει η ιστο­ρία;

          Η αλή­θεια εί­ναι ότι πο­τέ δεν γνω­ρί­ζω το τέ­λος μιας ιστο­ρί­ας όταν αρ­χί­σω να γρά­φω. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο βι­βλίο Ο Νι­κό­λας και η Έλ­λη, που πε­ρι­γρά­φει τη μο­να­χι­κή ζωή μί­ας ελε­φα­ντί­νας σε ζω­ο­λο­γι­κό κή­πο, δεν ήξε­ρα ότι η Έλ­λη θα πέ­θαι­νε στο τέ­λος. Η αρ­χι­κή μου πρό­θε­ση ήταν η Έλ­λη να ελευ­θε­ρω­θεί και να επι­στρέ­ψει στη φύ­ση. Στην πο­ρεία όμως η ιστο­ρία πή­ρε δια­φο­ρε­τι­κή τρο­πή. Η Έλ­λη έφυ­γε από τη ζωή, αλ­λά ο θά­να­τός της έφε­ρε μια με­γά­λη κοι­νω­νι­κή κα­τα­κραυ­γή, που εί­χε ως απο­τέ­λε­σμα να ελευ­θε­ρω­θούν άλ­λα ζώα του ζω­ο­λο­γι­κού κή­που.
          Όταν γρά­φω μια ιστο­ρία, οι ήρω­ες εί­ναι συ­νέ­χεια στο μυα­λό μου, με συ­νο­δεύ­ουν κά­θε λε­πτό της μέ­ρας, ό,τι κι αν κά­νω. Όταν η ιστο­ρία φτά­σει στο τέ­λος της, οι ήρω­ες με αφή­νουν κι αυ­τοί, για να συ­νε­χί­σουν το τα­ξί­δι τους!

          • Για­τί, πού γρά­φε­τε και πό­τε; Πώς ξέ­ρε­τε ότι μια σύ­ντο­μη ιστο­ρία έχει ολο­κλη­ρω­θεί; Έχει αυ­τό αλ­λά­ξει με την πά­ρο­δο των χρό­νων; Υπάρ­χει κά­ποια ιστο­ρία σας που απαι­τού­σε πε­ρισ­σό­τε­ρή ή λι­γό­τε­ρη έκτα­ση; Όταν γρά­φε­τε φα­ντά­ζε­στε το παι­δί ανα­γνώ­στη-ανα­γνώ­στρια ή εί­στε μό­νη;

            Γρά­φω για­τί νιώ­θω έντο­να την ανά­γκη να μι­λή­σω για θέ­μα­τα που απα­σχο­λούν, για­τί θέ­λω να με­τα­φέ­ρω στα παι­διά κά­ποια μη­νύ­μα­τα ή προ­βλη­μα­τι­σμούς, και για­τί η γρα­φή με βοη­θά να βά­λω τις δι­κές μου σκέ­ψεις και συ­ναι­σθή­μα­τα σε μία τά­ξη. Γρά­φω όταν έρ­θει μια ιστο­ρία και με βρει, για­τί εί­ναι αδύ­να­το να την αγνο­ή­σω. Όταν γρά­φω εί­μαι μό­νη με τους ήρω­ες της ιστο­ρί­ας μου και δεν σκέ­φτο­μαι πώς θα ει­σπρά­ξει την ιστο­ρία το παι­δί ανα­γνώ­στης-ανα­γνώ­στρια.
            Αυ­τό θα ήταν πι­στεύω πε­ριο­ρι­στι­κό. Τα ει­κο­νο­βι­βλία, εξάλ­λου, δεν απευ­θύ­νο­νται μό­νο σε παι­διά.
            Όταν ολο­κλη­ρώ­σω μια ιστο­ρία τη βλέ­πω ξα­νά και ξα­νά και αφαι­ρώ όλα τα πε­ριτ­τά στοι­χεία – προ­τά­σεις που μπο­ρούν να φύ­γουν χω­ρίς να αλ­λοιώ­σουν την ιστο­ρία ή στοι­χεία που πε­ρι­γρά­φο­νται μέ­σα από τις ει­κό­νες, άρα δεν χρειά­ζε­ται να επα­να­λαμ­βά­νο­νται στο κεί­με­νο. Όταν νιώ­σω ότι η κά­θε λέ­ξη που πα­ρα­μέ­νει εί­ναι απα­ραί­τη­τη για την ιστο­ρία, τό­τε μπο­ρώ να αφή­σω την ιστο­ρία να πά­ρει τον δρό­μο της.
            Ακό­μα δεν έχω νιώ­σει την ανά­γκη να γρά­ψω κεί­με­να με­γα­λύ­τε­ρης έκτα­σης – οι μι­κρές ιστο­ρί­ες εί­ναι το εί­δος που με εκ­φρά­ζει ως συγ­γρα­φέα και ως άτο­μο. Το 2020 κλεί­νουν 10 χρό­νια από την έκ­δο­ση του πρώ­του μου βι­βλί­ου και νιώ­θω με­γά­λη ευ­γνω­μο­σύ­νη για το τα­ξί­δι αυ­τό και την επα­φή που εί­χα με παι­διά, εκ­παι­δευ­τι­κούς και γο­νείς. Νιώ­θω επί­σης τυ­χε­ρή που εί­χα την ευ­και­ρία να συ­νερ­γα­στώ με αξιό­λο­γους εκ­δό­τες και ει­κο­νο­γρά­φους, όπως η Ρέ­νια Με­ταλ­λη­νού, ο Βα­σί­λης Κου­τσο­γιάν­νης, η Ντα­νιέ­λα Στα­μα­τιά­δη, η Αι­μι­λία Κο­νταί­ου και άλ­λοι.

            ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΗΣ Μα­ρί­νας Μι­χαη­λί­δου-Κά­δη ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

            ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
             

            αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: