«Να διερευνήσουμε το μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης»

«Να διερευνήσουμε το μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης»

Ο βρα­βευ­μέ­νος και πο­λυ­δια­βα­σμέ­νος βρε­τα­νός συγ­γρα­φέ­ας Ian McEwan βρέ­θη­κε τον πε­ρα­σμέ­νο Οκτώ­βριο στην Αθή­να (η δεύ­τε­ρη επί­σκε­ψή του στην Ελ­λά­δα), προ­σκε­κλη­μέ­νος του Αμε­ρι­κα­νι­κού Κολ­λε­γί­ου Ελ­λά­δος, όπου και έδω­σε μια διά­λε­ξη με θέ­μα «Ο εαυ­τός στη λο­γο­τε­χνία», στο πλαί­σιο της κα­θιε­ρω­μέ­νης σει­ράς δια­λέ­ξε­ων «Kimon Friar».
Στη συ­νέ­ντευ­ξη που ακο­λου­θεί ο συγ­γρα­φέ­ας μι­λά­ει για το μυ­θι­στό­ρη­μά του Μη­χα­νές σαν κι εμέ­να, που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 2019 σε με­τά­φρα­ση της Κα­τε­ρί­νας Σχι­νά από τις εκ­δό­σεις Πα­τά­κη (λί­γο αρ­γό­τε­ρα κυ­κλο­φό­ρη­σε από τις ίδιες εκ­δό­σεις, και πά­λι σε με­τά­φρα­ση της Κ. Σχι­νά, και η νου­βέ­λα του Η Κα­τσα­ρί­δα). Ο Μακ­γιού­αν συ­ζη­τά­ει για τα με­γά­λα θέ­μα­τα που τον απα­σχο­λούν στις σε­λί­δες του μυ­θι­στο­ρή­μα­τός του, σε μια επο­χή θε­α­μα­τι­κής ανά­πτυ­ξης της τε­χνη­τής νοη­μο­σύ­νης και ει­σβο­λής της σε όλα τα επί­πε­δα της ζω­ής: από τις με­γά­λες εται­ρεί­ες και τα αυ­τό­νο­μα αυ­το­κί­νη­τα μέ­χρι τις απει­ρά­ριθ­μες ανά­γκες της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Ο Μακ­γιού­αν κέρ­δι­σε το 1987 το Whitbread Award και έξι χρό­νια με­τά το Prix Femina Étranger για το μυ­θι­στό­ρη­μά του Χα­μέ­νο παι­δί. Τρία μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του συ­μπε­ρι­λή­φθη­καν στις τε­λι­κές υπο­ψη­φιό­τη­τες για το βρα­βείο Booker, το οποίο τε­λι­κά κέρ­δι­σε το 1998 για το Άμ­στερ­νταμ. Το 2008, οι βρε­τα­νι­κοί Τimes τον συ­μπε­ριέ­λα­βαν στη λί­στα με τους «πε­νή­ντα σπου­δαιό­τε­ρους Βρε­τα­νούς συγ­γρα­φείς από το 1945» ενώ η ‘’Daily Telegraph’’ τον κα­τέ­τα­ξε δέ­κα­το ένα­το στον κα­τά­λο­γο με τους «100 πιο ισχυ­ρούς αν­θρώ­πους στον βρε­τα­νι­κό πο­λι­τι­σμό». Ο μυ­θο­πλα­στι­κός κό­σμος τού «Μη­χα­νές σαν κι εμάς» δεν εί­ναι ακρι­βώς ίδιος με τον δι­κό μας, μο­λο­νό­τι του μοιά­ζει αρ­κε­τά. Δυο ερα­στές κα­λού­νται να υπο­στούν μια δο­κι­μα­σία που υπερ­βαί­νει τα όρια της κα­τα­νό­η­σης και της αντο­χής τους ενώ η δρά­ση εκτυ­λίσ­σε­ται στο Λον­δί­νο της δε­κα­ε­τί­ας του 1980, αλ­λά με πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κή την ιστο­ρι­κή ει­κό­να εκεί­νων των ημε­ρών.

  • ΕΡ: Μι­λώ­ντας για το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μά σας, το Μη­χα­νές σαν κι εμέ­να, που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 2019 στην Αγ­γλία, και λί­γους μό­νο μή­νες με­τά με­τα­φρά­στη­κε στα ελ­λη­νι­κά, θα λέ­γα­τε ότι ισχύ­ει αυ­τό που γρά­φτη­κε στον Guardian, ότι δη­λα­δή πρό­κει­ται για μια δυ­στο­πία με αν­θρω­ποει­δή ρο­μπότ;

ΑΠ: Όχι κα­θό­λου, ο όρος «δυ­στο­πία» εί­ναι κά­πως απλοϊ­κός για μέ­να. Εκεί­νο που θέ­λω να διε­ρευ­νή­σω στο μυ­θι­στό­ρη­μά μου εί­ναι οι δυ­να­τό­τη­τές μας με την τε­χνη­τή νοη­μο­σύ­νη, η οποία εί­ναι πι­θα­νόν να απο­δει­χθεί πιο έξυ­πνη από εμάς. Και κά­τι τέ­τοιο έχει οπωσ­δή­πο­τε να κά­νει και με τη στα­θε­ρό­τη­τά μας, με την ικα­νό­τη­τά μας με άλ­λα λό­για να δώ­σου­με προ­ο­πτι­κή στην τε­χνη­τή ευ­φυ­ΐα, κα­τα­λα­βαί­νο­ντας κα­τ’ αυ­τόν τον τρό­πο κα­λύ­τε­ρα τον εαυ­τό μας. Εί­ναι μια πρό­κλη­ση κι ένα κά­λε­σμα να πά­με πέ­ρα από τη λο­γι­κή της Μαί­ρης Σέλ­λεϋ, που έβλε­πε στη μη­χα­νή και την κα­τα­σκευή ένα τέ­ρας με επι­κίν­δυ­νες, αν όχι και κα­τα­στρο­φι­κές δυ­νά­μεις. Όπως κι αν έχουν τα πράγ­μα­τα, βλέ­πω ένα μέλ­λον ανοι­χτό μπρο­στά μας κι αυ­τό εί­ναι κά­τι που πρέ­πει να ψά­ξου­με επι­στα­μέ­νως.

  • ΕΡ: Ποια εί­ναι η σχέ­ση η οποία προ­κύ­πτει από τη συ­νά­ντη­ση του αν­θρώ­που με τη μη­χα­νή;

ΑΠ: Το θέ­μα με τον κε­ντρι­κό ήρωα και αφη­γη­τή του βι­βλί­ου, τον Τσάρ­λι, εί­ναι πως βρί­σκε­ται απέ­να­ντι σε μια μη­χα­νή, τον Άνταμ, ο οποί­ος νιώ­θει και συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται σαν άν­θρω­πος. Ο Τσάρ­λι ξέ­ρει πως ο Άνταμ εί­ναι μη­χα­νή, μια μη­χα­νή που προ­σποιεί­ται τον πό­νο και την αγά­πη, μια μη­χα­νή που εί­ναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να πα­ρα­κο­λου­θή­σει την πρό­ο­δό της, όπως κι εκεί­νη, από την πλευ­ρά, ξέ­ρει πως χρειά­ζε­ται να κα­τα­νο­ή­σει τι ακρι­βώς εκ­προ­σω­πεί η ίδια, κα­θώς και με ποιον τρό­πο την αντι­με­τω­πί­ζουν και τη με­τα­χει­ρί­ζο­νται οι άλ­λοι. Αν, ωστό­σο, δεν υπάρ­χει δια­φο­ρά ανά­με­σα στο μη­χα­νι­κό και το αν­θρώ­πι­νο, τό­τε η μη­χα­νή πλη­σιά­ζει τον άν­θρω­πο κι όταν ο Τσάρ­λι πιά­νει τον εαυ­τό του να ζη­λεύ­ει τον Άνταμ λό­γω της σε­ξουα­λι­κής του επα­φής με τη Μι­ρά­ντα, την ερω­μέ­νη του, αι­σθά­νε­ται ζή­λεια. Κι η ζή­λεια απο­τε­λεί τεκ­μή­ριο για την αν­θρω­πι­νό­τη­τα του αντί­πα­λου ρο­μπότ, για την αν­θρώ­πι­νη συ­νεί­δη­ση και προ­διά­θε­σή του. Το πρώ­τι­στο θέ­μα του βι­βλί­ου εί­ναι το ότι αυ­τή τη συ­ζή­τη­ση την οποία κά­νου­με σή­με­ρα δεν θα μπο­ρού­σα­με να την κά­νου­με προ δε­κα­ε­τί­ας. Σή­με­ρα το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της τε­χνο­λο­γι­κής υπο­δο­μής μας βα­σί­ζε­ται στην τε­χνη­τή νοη­μο­σύ­νη: από τη χρη­σι­μο­ποί­η­σή της στις με­γά­λες εται­ρεί­ες μέ­χρι την ει­σβο­λή της στην κα­θη­με­ρι­νή ζωή. Ο σύγ­χρο­νος πο­λι­τι­σμός βρί­σκε­ται μπρο­στά σε κρί­σι­μες ηθι­κές απο­φά­σεις για­τί έχει φτά­σει σε ένα κομ­βι­κό ση­μείο – στο ση­μείο όπου δεν γνω­ρί­ζου­με αν ένα αυ­τό­νο­μο όχη­μα, ένα αυ­το­κί­νη­το που το κυ­βερ­νά υπο­λο­γι­στής, έχει σκο­πό να προ­στα­τέ­ψει τη ζωή του οδη­γού ή του πε­ζού. Κι ας έχου­με υπό­ψη πως από το πε­δίο της στρα­τιω­τι­κής τε­χνο­λο­γι­κής έρευ­νας μπο­ρεί να προ­έλ­θουν μη­χα­νές ικα­νές για φο­νι­κές πρά­ξεις. Απέ­χου­με πο­λύ από μια επο­χή με ρο­μπότ όπως ο Άνταμ. Ο Άνταμ, όμως, απο­τε­λεί μια με­τα­φο­ρά για όλα αυ­τά και το βι­βλίο μου ενα­ντιώ­νε­ται σε εκτρο­πές της τε­χνο­λο­γί­ας όπως οι στρα­τιω­τι­κές.    

  • ΕΡ: Μο­λο­νό­τι ο αφη­γη­μα­τι­κός χρό­νος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος επι­στρέ­φει στο πα­ρελ­θόν, και συ­γκε­κρι­μέ­να στο 1982, τα ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κά: η Αγ­γλία έχει χά­σει τον πό­λε­μο των Φό­κλαντ, το Δια­δί­κτυο εί­ναι ήδη πα­ρόν κι ο Άλαν Τιού­ρινγκ, ο πα­τέ­ρας της επι­στή­μης των υπο­λο­γι­στών, εί­ναι ζω­ντα­νός και ακ­μαί­ος. Τι ση­μαί­νει αυ­τό το εναλ­λα­κτι­κό ιστο­ρι­κό σκη­νι­κό;

ΑΠ: Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η ιδέα για το Μη­χα­νές σαν κι εμέ­να ξε­κί­νη­σε από τον Τιού­ρινγκ, που πέ­θα­νε το 1954. Ήθε­λα να εί­ναι κα­τά τη δε­κα­ε­τία του 1980 ζω­ντα­νός και ακ­μαί­ος, ήθε­λα να εί­ναι όχι πο­λύ με­γά­λος ακό­μη σε ηλι­κία και όχι ιδιαι­τέ­ρως τρε­λός. Το πα­ρά­δειγ­μα του Τιού­ρινγκ μάς λέ­ει ότι δεν υπάρ­χει τί­πο­τε αδή­ρι­το στην ιστο­ρία της επι­στή­μης. Πολ­λά θα μπο­ρού­σε να έχουν εξε­λι­χθεί δια­φο­ρε­τι­κά, πολ­λά θα μπο­ρού­σε να έχουν πε­θά­νει, όπως και πολ­λά θα μπο­ρού­σε να έχουν αν­θο­φο­ρή­σει με έναν εντε­λώς απρό­βλε­πτο τρό­πο. Τι απο­κλεί­ει να εί­χα­με έναν άλ­λο Με­σαί­ω­να και μιαν άλ­λη χρι­στια­νο­σύ­νη; Κα­νέ­να από τα δε­δο­μέ­να του πα­ρό­ντος δεν ανα­γκά­στη­κε να ακο­λου­θή­σει μια προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη πο­ρεία και δια­δρο­μή. Τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα αυ­τό κά­νουν, άλ­λω­στε: επι­νο­ούν και προ­βάλ­λουν μια δια­φο­ρε­τι­κή προ­ο­πτι­κή, μιαν άλ­λη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Και υπό αυ­τή την έν­νοια το βι­βλίο μου αγ­γί­ζει και τη σύγ­χρο­νη βρε­τα­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

  • ΕΡ: Εν­νο­εί­τε την πο­λι­τι­κή βρε­τα­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και το Brexit για το οποίο μι­λά­τε στην «Κα­τσα­ρί­δα», που κυ­κλο­φό­ρη­σε επί­σης το 2019.

ΑΠ: Όντως. Το θε­ω­ρώ θε­με­λιω­δώς βλα­κώ­δες να φύ­γει η Βρε­τα­νία από την Ευ­ρω­παϊ­κή Ένω­ση, αλ­λά φο­βά­μαι πως τί­πο­τε δεν εί­ναι εύ­κο­λο να λυ­θεί στις εμ­φυ­λια­κές συν­θή­κες που ζού­με. Ακό­μα και στην πε­ρί­πτω­ση ενός δεύ­τε­ρου δη­μο­ψη­φί­σμα­τος θα έπρε­πε να υπάρ­χει ένα ισχυ­ρό απο­τέ­λε­σμα και κά­τι τέ­τοιο δεν δια­φαί­νε­ται. Εί­μα­στε εγκλω­βι­σμέ­νοι ανά­με­σα στην κοι­νο­βου­λευ­τι­κή και τη δη­μο­ψη­φι­σμα­τι­κή δη­μο­κρα­τία και η έλ­λει­ψη Συ­ντάγ­μα­τος δεν βοη­θά­ει.

  • ΕΡ: Τι συμ­βαί­νει, για να επι­στρέ­ψου­με στη λο­γο­τε­χνι­κή σας δου­λειά, με το ερω­τι­κό τρί­γω­νο που πρω­τα­γω­νι­στεί στις σε­λί­δες του βι­βλί­ου σας;

ΑΠ: Ο Τσάρ­λι έχει δώ­σει πολ­λά λε­φτά για να απο­κτή­σει τον Άνταμ και στην αρ­χή προ­σπα­θεί να τον ελέγ­ξει και να τον πο­δη­γε­τή­σει. Εν συ­νε­χεία μοιά­ζει να τον απο­δέ­χε­ται, πα­ρα­τη­ρώ­ντας μια ση­μα­ντι­κή αλ­λα­γή στη σχέ­ση του με τη μη­χα­νή. Από την άλ­λη πλευ­ρά, εί­ναι πράγ­μα­τι ερω­τευ­μέ­νος ο Άνταμ με τη Μι­ρά­ντα; Μπο­ρεί, όντας ρο­μπότ, στ’ αλή­θεια να αγα­πή­σει; Πρό­κει­ται για μια γραμ­μή εξέ­λι­ξης των λο­γο­τε­χνι­κών ηρώ­ων την οποία με εν­δια­φέ­ρει σε από­λυ­τους όρους να δεί­ξω στον ανα­γνώ­στη, εμπλέ­κο­ντας, όσο μπο­ρώ, και τον ίδιο στη δια­δι­κα­σία.  

  • ΕΡ: Μι­λώ­ντας για τα αφη­γη­μα­τι­κά σας πρό­σω­πα, πι­στεύ­ε­τε πως εί­ναι ηθι­κά αμ­φί­ση­μα, κά­πως δι­φο­ρού­με­να εν­δε­χο­μέ­νως;  

ΑΠ: Το ηθι­κό ζή­τη­μα εί­ναι στην καρ­διά του βι­βλί­ου. Η Μι­ρά­ντα θέ­λει να πά­ρει εκ­δί­κη­ση και λέ­ει ψέ­μα­τα στο δι­κα­στή­ριο για έναν βια­σμό. Ο Άνταμ, πά­λι, υιο­θε­τεί μιαν άλ­λη ηθι­κή στά­ση. Δεν έχει κα­νέ­να ζή­τη­μα με τη δια­τή­ρη­ση και την υπε­ρά­σπι­ση της ηθι­κής στα­θε­ρό­τη­τας, αλ­λά και δεν εί­ναι σε θέ­ση να νιώ­σει πως υπάρ­χει κά­τι που να τον αγ­γί­ζει, κά­τι έτοι­μο να του προ­κα­λέ­σει την ανά­γκη για βα­θύ­τε­ρη επα­φή. Και τι γί­νε­ται όταν δεν μπο­ρεί κα­νείς να δι­δά­ξει σε μια μη­χα­νή την τε­χνι­κή να λέ­ει ψέ­μα­τα; Τι γί­νε­ται όταν η μη­χα­νή δεν μπο­ρεί να εν­νο­ή­σει τα συ­ναι­σθή­μα­τα και τις αι­τί­ες που οδη­γούν στο αν­θρώ­πι­νο ψέ­μα; Αυ­τός εί­ναι, θα έλε­γα, ο πυ­ρή­νας του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού μου προ­βλη­μα­τι­σμού.


————————————
Η συ­νέ­ντευ­ξη αναρ­τή­θη­κε στην ιστο­σε­λί­δα του Αθη­ναϊ­κού-Μα­κε­δο­νι­κού Πρα­κτο­ρεί­ου Ει­δή­σε­ων στις 3 Οκτω­βρί­ου 2019.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Ίαν Μακ Γιού­αν ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: