To love is to think

Δημήτρης Λεοντζάκος, «Τοπία ξανά / Η αγάπη», Νεφέλη 2018

————————————————————————

Ένας κό­σμος που πε­θαί­νει, πριν να γεν­νη­θεί ο νέ­ος, απο­κλεί­ει κά­θε έξο­δο. Αδια­νό­η­τη όποια κί­νη­ση προς τα έξω. Δεν υπάρ­χει τί­πο­τα έξω, τί­πο­τα άλ­λο, κα­νέ­νας Άλ­λος. Τί­πο­τα

εκτός της χώ­ρας του αν­θρώ­που και της τρα­γω­δί­ας του[1]

Αδια­νό­η­το να υπάρ­χει καν το «εκτός». Για το πε­ρί­κλει­στο, το κλει­στο­φο­βι­κό τού­το σύ­μπαν, όπου η ύπαρ­ξη ασφυ­κτιά, μι­λά­ει ο καί­ριος στί­χος του Οσίπ Μά­ντελ­στάμ

Ο αέ­ρας έχει πε­τρώ­σει, εί­ναι στέ­ρε­ος σαν τη γη

Έξω αδύ­να­το κα­νείς να βγει, μέ­σα δύ­σκο­λο κα­νείς να μπει[2]

Κι όμως η Ποί­η­ση, μέ­σα από την αφο­ρι­στι­κή γρα­φή του ποι­η­τή Δη­μή­τρη Λε­ον­τζά­κου , επι­χει­ρεί την αδια­νό­η­τη κί­νη­ση.

Εί­ναι αυ­τή η πε­ρί­πλο­κη κί­νη­ση μα­κριά, πέ­ραν, εκτός της χώ­ρας του αν­θρώ­που και της τρα­γω­δί­ας του. Εκτός του αν­θρώ­που.
Εκτός του αν­θρώ­που δεν εί­ναι ο θε­ός, εί­ναι η ανή­κου­στη σιω­πή της αγά­πης.[3]

Η αδια­νό­η­τη, πε­ρί­πλο­κη κί­νη­ση προς το αδύ­να­το, το ανή­κου­στο, προς τα έξω, το άλ­λο, τον Άλ­λο, εί­ναι Έξο­δος προς τον χώ­ρο της αγά­πης- χώ­ρο του αχώ­ρη­του, ενός κό­σμου άλ­λου επί της γης, εκτός της τρα­γω­δί­ας του αν­θρώ­που. Για­τί, όπως μας λέ­ει ο ποι­η­τής

...τα μελ­λού­με­να σο­βούν μες στον αγράμ­μα­το και μα­νια­σμέ­νο αέ­ρα της αγά­πης.[4]

Μια πα­ρό­μοια πα­ρά­δο­ξη κί­νη­ση προς το Πα­ρά-δο­ξο, το εκτός πά­σης κυ­ρί­αρ­χης δο­ξα­σί­ας στον κό­σμο που πε­θαί­νει, δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι κί­νη­ση αντί­στρο­φη στην κυ­ρί­αρ­χη ρο­πή, ανα­στρο­φή, ανα­τρο­πή του κό­σμου τού­του.

Du passé faisons table rase…
Nous ne sommes rien, soyons tout ![5] 

Ποί­η­ση εκ του μη­δε­νός. Musica ex nihilo.

«Ωρολογιακός μηχανισμός» (από το εξώφυλλο του βιβλίου). Κολάζ
«Ωρολογιακός μηχανισμός» (από το εξώφυλλο του βιβλίου). Κολάζ / φωτ. Δημήτρης Καλοκύρης

Η γρα­φή, ο κό­σμος, η άβυσ­σος

Προει­κό­νι­ση της ανα­στρο­φής/ανα­τρο­πής, η ίδια η τυ­πω­μέ­νη μορ­φή του ποι­η­τι­κού βι­βλί­ου του Λε­ον­τζά­κου: πρέ­πει να ανα­πο­δο­γυ­ρί­σεις τα Το­πία Ξα­νά για να βρεις και να δια­βά­σεις τον κύ­κλο ποι­η­μά­των με τον τί­τλο η αγά­πη.
Ένα βι­βλίο στα δύο; Δύο βι­βλία σε ένα; «Ο δι­χα­σμός του Ενιαί­ου και η γνώ­ση των αντι­φα­τι­κών του με­ρών»;[6] Υπάρ­χει το Ενιαίο; Το Ένα; Κι εάν το ν οὐκ ἔστιν, σύμ­φω­να με μια από τις υπο­θέ­σεις στον πλα­τω­νι­κό διά­λο­γο Παρ­με­νί­δης; Αν το Ενιαίο υπάρ­χει μο­νά­χα αυ­το-δι­χα­ζό­με­νο, δι­χα­σμέ­νο μέ­σα του; Αν αυ­τός ο δι­χα­σμός εί­ναι ένας εσω­τε­ρι­κός σπα­ραγ­μός που δεν γνω­ρί­ζε­ται πα­ρά μό­νο εάν κά­νει ο ίδιος την πε­ρί­πλο­κη κί­νη­ση προς τα έξω, προς τα όρια και πέ­ρα από τα όρια του ενός, όταν ο μέ­σα εαυ­τός κι­νη­θεί εκτός εαυ­τού και βρει τον εαυ­τό του -με τον μό­νο τρό­πο , ίσως, που κά­τι τέ­τοιο γί­νε­ται δυ­να­τό να τον βρει- να ανα­κα­λύ­ψει, δη­λα­δή, τον μέ­σα σπα­ραγ­μό από τα έξω;
Ο Friedrich Hölderlin ανί­χνευ­σε αυ­τήν την δια­λε­κτι­κή και την δια­τύ­πω­σε, με απα­ρά­μιλ­λο τρό­πο, σαν ιδιόρ­ρυθ­μη κα­τη­γο­ρι­κή προ­στα­γή, ως εξής:

Με ελεύ­θε­ρη επι­λο­γή, θέ­σε τον εαυ­τό σου σε αρ­μο­νι­κή αντί­θε­ση με μιαν εξω­τε­ρι­κή σφαί­ρα, όπως κι εσύ, μέ­σα σου εί­σαι φύ­σει σε αρ­μο­νι­κή αντί­θε­ση με τον εαυ­τό σου, αλ­λά με τρό­πο που δεν το ανα­γνω­ρί­ζεις όσο πα­ρα­μέ­νεις εντός του εαυ­τού σου[7]

Μή­πως αυ­τή η ηρα­κλεί­τεια πα­λί­ντο­νος ἀρμο­νίη, εντός και εκτός των δια­φο­ρε­τι­κών προ­σώ­πων, δεν εί­ναι και η δια­λε­κτι­κή της αγά­πης;
Η ποι­η­τι­κή γρα­φή του Δη­μή­τρη Λε­ον­τζά­κου κι­νεί­ται πε­ρι­στρε­φό­με­νη, μέ­σα από αλυ­σί­δες στο­χα­στι­κών αφο­ρι­σμών, προς τα όρια της ίδιας της γρα­φής, στο σύ­νο­ρο ανά­με­σα στο πριν και στο με­τά της γλώσ­σας, με­τα­ξύ της φω­νής και του άλα­λου. Ανά­με­σα στην χώ­ρα του αν­θρώ­που και της τρα­γω­δί­ας του και στο πέ­ραν τού­των – όχι στο υπερ­πέ­ραν.

Γρά­φει ο Λε­ον­τζά­κος:

Η σπεί­ρα της γρα­φής και η σπεί­ρα του κό­σμου , πλε­χτές η μία στην άλ­λη. Και η σπεί­ρα κά­τι άλ­λου που μέ­νει βω­βό εκεί. Εκεί δί­πλα. Η άβυσ­σος της λευ­κής λο­γι­κής τους. Της πλε­χτής λο­γι­κής τους. Η άβυσ­σος που τους ενώ­νει. Τους ενώ­νει μια άβυσ­σος. Και η δί­νη της απο­τυ­χί­ας τους.[8]

Γρα­φή, κό­σμος, άβυσ­σος σχη­μα­τί­ζουν έναν βορ­ρό­μειο κόμ­βο, μια αλυ­σί­δα από τρεις αλ­λη­λέν­δε­τους κρί­κους όπου ο κα­θέ­νας συν­δέ­ει τους άλ­λους δύο με­τα­ξύ τους κι όπου εάν ο ένας από αυ­τούς αφαι­ρε­θεί όλη η αλυ­σί­δα δια­λύ­ε­ται. Η γρα­φή φα­νε­ρώ­νει την σύν­δε­ση κό­σμου και αβύσ­σου, όντος και μη όντος σε ένα γί­γνε­σθαι. Ο κό­σμος συν­δέ­ει την γρα­φή με την άβυσ­σο του μη­δε­νός. Η άβυσ­σος συν­δέ­ει τον κό­σμο με την γρα­φή.
Η ποί­η­ση του Δη­μή­τρη Λε­ον­τζά­κου κι­νεί­ται στο χεί­λος του μη­δε­νός, στην άκρη της αβύσ­σου. Τολ­μά να κά­νει το άλ­μα που κα­τορ­θώ­νει ο Ξέ­νος από την Ελέα, ο Άλ­λος, το άλ­λο πρό­σω­πο του ώρι­μου Πλά­τω­να στον Σο­φι­στή,υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι το μη όν εί­ναι: ἔστιν ἄρα ἐξ ἀνά­γκης τὸ μὴ ὄν ἐπί τε κι­νή­σε­ως εἶναι καὶ κατὰ πά­ντα τὰ γέ­νη.[9]

Το άλ­μα τού­το ο ίδιος ο Ξέ­νος (και ο Πλά­των) το ονο­μά­ζουν πα­τρο­κτο­νία, κα­θώς αντι­τί­θε­ται και κα­ταρ­γεί τον Λό­γο του Πα­τρός, την απα­γό­ρευ­ση να ακο­λου­θή­σει κα­νείς την οδό του μη όντος, με την οποία ο Παρ­με­νί­δης, ο πα­τέ­ρας της φι­λο­σο­φί­ας την θε­με­λί­ω­σε για πρώ­τη φο­ρά πά­νω στο Όν, το Εν, το συ­μπα­γές. ασά­λευ­το κι αμε­τά­βλη­το.
Δεν εί­ναι τυ­χαίο ότι σε ένα ποι­η­τι­κό βι­βλίο όπου η γρα­φή συν­δέ­ε­ται με τον κό­σμο μέ­σω της αβύσ­σου, ο ίδιος ο Πα­τέ­ρας Παρ­με­νί­δης εμ­φα­νί­ζε­ται δυο φο­ρές. Πρώ­τα σε ένα πί­να­κα, να στο­χά­ζε­ται δί­πλα από την θά­λασ­σα ενώ φα­νε­ρώ­νο­νται

όντα φω­τός. Ανα­τέλ­λουν. Ήπει­ρο φως.[10]

Εί­ναι η αυ­γή ενός κό­σμου που φα­νε­ρώ­νε­ται σαν κό­σμος συ­νε­κτι­κός, ενιαί­ος, έλ­λο­γος. Μα­ζί του κι ο όρ­θρος της φι­λο­σο­φι­κής σκέ­ψης.

Την δεύ­τε­ρη φο­ρά ο Παρ­με­νί­δης εμ­φα­νί­ζε­ται σαν ένα όν σκη­νι­κό.[11]

[Τ]ου φαί­νε­ται αστείο και ει­ρω­νι­κό όταν ένα ον σαν αυ­τόν- η μορ­φή και το εί­ναι κά­τι δι­χα­σμέ­νου, κά­τι δι­πλού-ονο­μά­ζε­ται Παρ­με­νί­δης[12]

Η εμ­φά­νι­ση του Πα­τρός Παρ­με­νί­δη σαν σκη­νι­κού όντος ισο­δυ­να­μεί με πα­τρο­κτο­νία, αφα­νι­σμό του πα­τρι­κού ρό­λου και ιδρυ­τι­κού λό­γου,ή όπως θα έλε­γε ο Lacan, του Ονό­μα­τος του Πα­τρός, ως της βά­σης της Συμ­βο­λι­κής τά­ξης πραγ­μά­των.

Στο Theatrum Mundi, στην σκη­νή του Κό­σμου σαν Θε­ά­τρου, τα όντα που εμ­φα­νί­ζο­νται εί­ναι δι­χα­σμέ­να, ταυ­τό­χρο­να ο εαυ­τός τους και άλ­λο από τον εαυ­τό τους, όντα και μη όντα. Η θε­α­τρι­κή πρά­ξη κα­θαυ­τή εί­ναι δι­χα­σμός του εκτός και του εντός, μέ­σα στο εκτός και μέ­σα στο εντός, με το δι­χα­σμέ­νο στα αντί­θε­τά του εκτός να πλέ­κε­ται με το εντός και συ­νά­μα να απο­κα­λύ­πτει τον δι­χα­σμό του εντός, την εσω­τε­ρι­κή ρή­ξη κι αντί­φα­ση.
Σχη­μα­τί­ζε­ται έτσι μια ιδιό­τυ­πη ται­νία του Moebius, όπως στους πί­να­κες του Escher. Η κρί­σι­μη αλ­λη­λο­πε­ρι­χώ­ρη­ση του εκτός και του εντός εμ­φα­νί­ζε­ται εναρ­γώς στα Το­πία Ξα­νά, στο ποί­η­μα με τον εμ­βλη­μα­τι­κό τί­τλο Ιώβ.

Ο ΙΩΒ
Η βοή, ο τρο­μα­κτι­κός πα­φλα­σμός αυ­τού που έρ­χε­ται. Που ει­σχω­ρεί. Από εκτός έρ­χε­ται και ει­σχω­ρεί. Στο εκτός ει­σχω­ρεί απ’ όπου έρ­χε­ται.[13]

Ο Τό­πος του Ιώβ εί­ναι η χώ­ρα του αν­θρώ­που και της τρα­γω­δί­ας του. Κι εί­ναι από έναν Ου Τό­πο, που στο τέ­λος της ιώ­βειας τρα­γω­δί­ας, έρ­χε­ται κι ακού­γε­ται η Φω­νή μέ­σα σε ορυ­μα­γδό, μέ­σα στην βοή, τον τρο­μα­κτι­κό πα­φλα­σμό αυ­τού που επέρ­χε­ται με το άρ­ρη­το Όνο­μα, το Τε­τρα­γράμ­μα­το Όνο­μα που θα ονο­μα­τι­στεί μό­νο στο μέλ­λον, έρ­χε­ται μιν ασε­α­ρά – μέ­σα στην λαί­λα­πα,[14] σα­ρώ­νο­ντας κά­θε θρη­σκευ­τι­κή ή ηθι­κο­λο­γι­κή ή νο­μι­κί­στι­κη δι­καί­ω­ση των αν­θρω­πί­νων βα­σά­νων, ενά­ντια στα φλη­να­φή­μα­τα των «ευ­σε­βών», «φι­λάν­θρω­πων», «φί­λων» του Ιώβ και συ­νη­γό­ρων της υπάρ­χου­σας τά­ξης πραγ­μά­των. Επέρ­χε­ται επί των κε­φα­λών τους κα­τα­λύ­ο­ντας κά­θε θε­ο­δι­κία.
Ο Χαίλ­ντερ­λιν όταν κα­λού­σε για στρο­φή προς τα έξω, για μια αρ­μο­νι­κή αντί­θε­ση με το εκτός και ζη­τού­σε το εκτός να ει­σβάλ­λει και να φα­νε­ρώ­σει τις αντι­φά­σεις του εντός, τον άφα­το σπα­ραγ­μό του, δεν έμε­νε στο εντός. Κα­λού­σε και σε μια νέα , ακό­μα πιο ορ­μη­τι­κή επα­νεκ­κί­νη­ση προς τα έξω, ώστε, να υπάρ­ξει Welt in der Welt, Κό­σμος μέ­σα στο κό­σμο και να αντη­χή­σει συ­νη­χώ­ντας η Φω­νή του εντός στην Φω­νή του εκτός, Stimme des Ewigen zum Ewigen, Φω­νή του Αιώ­νιου προς το Αιώ­νιο.[15]
Όπως θα πει αλ­λού, ο μέ­γας Γερ­μα­νός ποι­η­τής της Πά­τμου: «Να αλ­λά­ξουν εκ θε­με­λί­ων τα πά­ντα! Νέ­ος κό­σμος να ξε­πη­δή­σει από τις ρί­ζες του αν­θρώ­πι­νου!»[16]

Φρου­ροί της Αυ­γής

Τα ση­μά­δια της έλευ­σης του Ανή­κου­στου, αυ­τού που οδυ­νη­ρά απου­σιά­ζει, που δεν υπάρ­χει –ή που δεν υπάρ­χει ακό­μα, όπως θα έλε­γε ο μαρ­ξι­στής φι­λό­σο­φος της Ου­το­πί­ας Ernst Bloch– δεν πά­ψα­νε ακα­τά­βλη­τοι φρου­ροί να τα ανα­ζη­τούν αγρυ­πνώ­ντας την νύ­χτα μέ­χρι την αυ­γή της Ευ­φρό­συ­νης Αγ­γε­λί­ας.
Ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζο­ντας τα Το­πία Ξα­νά, στην αντί­θε­τη πλευ­ρά του Βι­βλί­ου της Αντι­στρο­φής, όπως θα μπο­ρού­σα­με να ονο­μά­σου­με το βι­βλίο τού­το του Δη­μή­τρη Λε­ον­τζά­κου, θα συ­να­ντή­σου­με στο ακρο­τε­λεύ­τιο ποί­η­μα του κύ­κλου η αγά­πη, πα­ρά­δο­ξους κι ανό­μοιους με­τα­ξύ τους. φρου­ρούς της Έλευ­σης μιας Νέ­ας Μέ­ρας.

Από την μια, εί­ναι οι Shomerim ha-Boker, οι Φύ­λα­κες της Αυ­γής, Εβραί­οι της Με­σο­γεί­ου που την πα­ρα­μο­νή των με­γά­λων εορ­τών κα­τέ­βαι­ναν στο ακρο­γιά­λι της θά­λασ­σας και πε­ρι­μέ­να­νε μέ­χρι τη αυ­γή άγρυ­πνοι να δουν μή­πως φα­νούν τα πρώ­τα ση­μά­δια της έλευ­σης του Μεσ­σία.
Από την άλ­λη, έχου­με τον Φρου­ρό στα τεί­χη των Μυ­κη­νών που τον βλέ­που­με στην αρ­χή της Ορέ­στειας του Αι­σχύ­λου, στον Αγα­μέ­μνο­να, να πε­ρι­μέ­νει μέ­χρι το πρωί μή­πως η φρυ­κτω­ρία, η λάμ­ψη της πυ­ράς. αναγ­γεί­λει επι­τέ­λους την πτώ­ση της Τροί­ας και την επι­στρο­φή του βα­σι­λιά.

Ο ποι­η­τής δεν θα μπο­ρού­σε να δια­λέ­ξει πιο δια­φο­ρε­τι­κούς –για την ακρί­βεια, εντε­λώς αντί­θε­τους– τύ­πους ολο­νύ­κτιων Φρου­ρών-Μα­ντα­το­φό­ρων των μελ­λου­μέ­νων.
Οι Σο­με­ρίμ Α-Μπό­κερ, οι Εβραί­οι Φρου­ροί της Αυ­γής, μπρο­στά στην θά­λασ­σα και μέ­σα στον ζό­φο της νύ­χτας της Ιστο­ρί­ας, προ­σμέ­νουν την λάμ­ψη που αναγ­γέ­λει την έλευ­ση του Μεσ­σία, το τέ­λος της Ιστο­ρί­ας των βα­σά­νων, το τέ­λος της τρα­γω­δί­ας των Εβραί­ων αλ­λά και της αν­θρω­πό­τη­τας.
Ο Φρου­ρός του Αι­σχύ­λου, αντί­θε­τα, θα αναγ­γεί­λει όχι το τέ­λος αλ­λά τις απαρ­χές της τρα­γω­δί­ας της Ιστο­ρί­ας. Πά­νω στην στέ­γη του ανα­κτό­ρου των Ατρει­δών, πε­ρι­μέ­νει να δει αὐγὴν πυρὸς φέ­ρου­σαν ἐκ Τροί­ας φά­τιν,[17] το μή­νυ­μα της άλω­σης της Τροί­ας και της επι­στρο­φής του Αγα­μέ­μνο­να. Το μή­νυ­μα θα εί­ναι η αρ­χή της κλι­μά­κω­σης και κο­ρύ­φω­σης της τρα­γω­δί­ας όχι μό­νο του Οί­κου των Ατρει­δών αλ­λά και του γέ­νους των αν­θρώ­πων. Στην τρα­γι­κή απαρ­χή της Ιστο­ρί­ας, οι Ερι­νύ­ες του προϊ­στο­ρι­κού χά­ους, μέ­σα από τον εφιάλ­τη της φο­νι­κής ρή­ξης των δε­σμών αί­μα­τος, θα με­τα­τρα­πούν τε­λι­κά στις Ευ­με­νί­δες Προ­στά­τριες του Νό­μου και της Τά­ξης στη Πό­λη-Κρά­τος.
Οι Σο­με­ρίμ Α Μπό­κερ φλέ­γο­νται από μεσ­σια­νι­κή προσ­δο­κία. Ο φρου­ρός της Τρα­γω­δί­ας, αντί­θε­τα, τρέ­μει από τον φό­βο των επερ­χο­μέ­νων, για όσα ξέ­ρει αλ­λά προ­τι­μά ν’ απο­σιω­πά

...φό­βος γὰρ ἀνθ’ ὕπνου πα­ρα­στα­τεῖ[18]

[...]

κλαίω τό­τ’ οἴκου τοῦδε συμ­φορὰν στέ­νων[19]...

O φό­βος και ο θρή­νος του Φρου­ρού προ­α­ναγ­γέλ­λει τον τρό­μο και τον θρή­νο του Χο­ρού των Γε­ρό­ντων όταν θα δουν τε­λι­κά τον Αγα­μέ­μνο­να να μπαί­νει στο ανά­κτο­ρο

τὸν δ’ ἄνευ λύ­ρας ὅμως ὑμνω­δεῖ
θρῆνον ᾽Ε­ρι­νύ­ος αὐτο­δί­δα­κτος ἔσω­θεν
θυ­μός...[20]

Η ψυ­χή, όμως, εντός της, υμνω­δεί
τον θρή­νο χω­ρίς λύ­ρα της Ερι­νύ­ας
που η ίδια δί­δα­ξε στον εαυ­τό της...

Τι μπο­ρεί να ενώ­νει τα αντί­θε­τα, τους Σο­με­ρίμ Α Μπό­κερ της Ελ­πί­δας και τον Φρου­ρό της Τρα­γω­δί­ας; Ποιος Με­σημ­βρι­νός μπο­ρεί να συν­δέ­ει τους αντί­θε­τους πό­λους, το Μεσ­σια­νι­κό και το Τρα­γι­κό; Πώς εί­ναι δυ­να­τό η ψυ­χή των αν­θρώ­πων να πά­ψει να μα­θαί­νει η ίδια στον εαυ­τό της να υμνω­δεί εντός της τον θρή­νο χω­ρίς λύ­ρα του εφιάλ­τη του κό­σμου; Ποιο εί­ναι αυ­τό που προει­κο­νί­ζει την Έξο­δο από την χώ­ρα του αν­θρώ­που και της τρα­γω­δί­ας του, από τον κό­σμο που πε­θαί­νει, στον Ολάμ Αμπά, τον Κό­σμο που Έρ­χε­ται σαν Νυμ­φί­ος κι ει­σβάλ­λει σαν κλέ­φτης, αιφ­νι­δια­στι­κά, μέ­σα στην νύ­χτα; Τί, ποιος, πώς, ποιο εί­ναι;

Ο ποι­η­τής μας δί­νει την λι­τή απά­ντη­ση στον ακρο­τε­λεύ­τιο στί­χο

Η αγά­πη εί­ναι.[21]

Rosa Luxemburg

Η αγά­πη δεν εί­ναι ο αφρός ενός συ­ναι­σθή­μα­τος. To love is to think– να αγα­πάς ση­μαί­νει να σκέ­φτε­σαι. Τα λό­για αυ­τά του Alberto Careiro, ενός από τα ετε­ρώ­νυ­μα του με­γά­λου Πορ­το­γά­λου ποι­η­τή Fernando Pessoa, ο Δη­μή­τρης Λε­ον­τζά­κος τα βά­ζει υπό­τι­τλο στο ποί­η­μα «Οι άν­θρω­ποι θα ση­κω­θούν αρ­γά»[22] στα Το­πία Ξα­νά. Κι ακό­μα, στην Αγά­πη, αμέ­σως πριν προει­δο­ποι­ή­σει ότι τα μελ­λού­με­να σο­βούν στον αγράμ­μα­το και μα­νια­σμέ­νο αέ­ρα της αγά­πης, θα μας πει ότι

Η γνώ­ση εί­ναι ένα αντι­κεί­με­νο της αγά­πης.[23]

Εδώ ο ποι­η­τής μας δια­σταυ­ρώ­νε­ται με τον φι­λό­σο­φο Alain Badiou (τον οποίο, μά­λι­στα, ανα­φέ­ρει ρη­τά και στις Ση­μειώ­σεις στα Το­πία Ξα­νά).[24] Ο Γάλ­λος φι­λό­σο­φος δί­νει ιδιαί­τε­ρη θέ­ση στην αγά­πη ως δια­δι­κα­σία αλή­θειας, procédure de vérité, με­τα­ξύ των άλ­λων δια­δι­κα­σιών αλή­θειας –την τέ­χνη, την επι­στή­μη, την πο­λι­τι­κή της χει­ρα­φέ­τη­σης– που συ­να­παρ­τί­ζουν, κα­τ’ αυ­τόν, τους όρους ύπαρ­ξης, τις συν­θή­κες, τις conditions της φι­λο­σο­φι­κής σκέ­ψης, χω­ρίς, όμως, να συμ­φύ­ρο­νται ή να συγ­χω­νεύ­ο­νται μα­ζί της.[25]
Με ένα μο­να­δι­κό, με ένα τρό­πο σχε­δόν μα­γευ­τι­κό,θα έλε­γε κα­νείς, οι τέσ­σε­ρις αυ­τές δια­δι­κα­σί­ες αλή­θειας, η αγά­πη, η επι­στή­μη, η τέ­χνη, η επα­να­στα­τι­κή πο­λι­τι­κή, συν­δυά­ζο­νται σε ένα γυ­ναι­κείο πρό­σω­πο: την με­γά­λη κι ασυμ­βί­βα­στη και πι­στή άχρι θα­νά­του στην υπό­θε­ση της αλ­λα­γής του κό­σμου Rosa Luxemburg. Στο πρό­σω­πό της συν­δέ­ε­ται το Μεσ­σια­νι­κό της Επα­νά­στα­σης με το Τρα­γι­κό της Ιστο­ρί­ας, μέ­σα από την Αγά­πη των πά­ντων, αν­θρώ­πων και ζώ­ων – προ­πα­ντός, γα­τών σαν την γά­τα της Μι­μή, θύ­μα των αντε­πα­να­στα­τι­κών διωγ­μών τον και­ρό του Με­γά­λου Πο­λέ­μου. Αλ­λά αγά­πη και των που­λιών, των λου­λου­διών, των νε­φών και των άλ­λων πλα­σμά­των.
Σε ένα γράμ­μα της, η Ρό­ζα Λού­ξε­μπουργκ έγρα­φε: Νοιώ­θω σπί­τι μου όλο τον κό­σμο, οπου­δή­πο­τε υπάρ­χουν σύν­νε­φα και που­λιά και αν­θρώ­πι­να δά­κρυα.[26]

Σ’ αυ­τήν αφιε­ρώ­νει κι ο Δη­μή­τρης Λε­ον­τζά­κος ένα από τα ωραιό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα του βι­βλί­ου του:

Εί­μαι η Rosa και σας μι­λώ απ’ το νε­ρό. Κου­τσαί­νω. Πο­νώ. Στο σώ­μα πο­νώ. Από πέ­ντε χρο­νών. Κά­τι μου έκο­ψαν, το ένα μου πό­δι εί­ναι λει­ψό και κου­τσαί­νω. «το α, κομ­μέ­νο από τη φρά­ση, πέ­τα­ξε μα­κριά όπως η μπά­λα στο λι­βά­δι». Μου εί­πε ο Κάφ­κα, το που­λί. Ο Κάφ­κα, το απο­δη­μη­τι­κό.

[...]

Με απα­σχο­λούν οι Άγ­γε­λοι και η πο­λι­τι­κή. διό­τι εί­ναι υπάρ­ξεις και πο­νούν αρ­γά, με υπο­μο­νή. Πο­νούν στο σώ­μα που δεν έχουν, όπως κι εγώ. Ό πό­νος έξω.

Η Ιστο­ρία. Τα ψη­λά που­λιά. Οι Άγ­γε­λοι. Ο Κάφ­κα εί­ναι αμι­γώς πο­λι­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας.

[...]

Με σκό­τω­σαν το 1919, με πέ­τα­ξαν μες στο νε­ρό. Αν­θί­ζω αρ­γά. Εν μέ­ρει εί­πα. Εν μέ­ρει εί­ναι η αλή­θεια...

[...]

Αυ­τό εί­ναι το νε­ρό: ο τά­φος της Ρό­ζας που εί­ναι κε­νός. Το τε­λευ­ταίο που τους εί­πα εί­ναι για την πί­στη μου στον κό­σμο, στον λαό. Και στην επα­νά­στα­ση. Τα πράγ­μα­τα τους έλε­γα, πρέ­πει να ση­κω­θούν. Σαν άγ­γε­λοι. Να πε­τούν. Να πε­τά­ξουν σαν Άγ­γε­λοι στο νε­ρό.[27]

Η Ρό­ζα Λού­ξε­μπουργκ αγα­πού­σε αλη­θι­νά, γι’ αυ­τό σκε­φτό­ταν βα­θειά. Χω­ρίς σχή­μα­τα νε­κρά. Γι’ αυ­τό και πά­λευε το κε­φά­λαιο, τους πο­λέ­μους του, τους χα­μερ­πείς δού­λους του, τον κά­θε Bernstein, Scheideman, Ebert, Noske, Kautsky. Πά­λευε χω­ρίς συμ­βι­βα­σμούς. Ασυμ­φι­λί­ω­τα. Ακό­μα και στην ήτ­τα, την πα­ρα­μο­νή της δο­λο­φο­νί­ας της, δια­κή­ρυσ­σε ότι η τά­ξη δεν κυ­ριαρ­χεί στο Βε­ρο­λί­νο πα­ρά προ­σω­ρι­νά κι η Επα­νά­στα­ση θα λέ­ει πά­ντα αγέ­ρω­χα, εγώ ήμουν, εί­μαι και θα εί­μαι.
Η Ρό­ζα Λού­ξε­μπουργκ λά­τρευε να χο­ρεύ­ει. Ευ­φρό­συ­να. Με το κου­τσό πό­δι. Να χο­ρεύ­ει τον χο­ρό της έλ­λει­ψης και του πό­νου έξω. Τον χο­ρό της αγά­πης άνευ ορί­ων άνευ όρων. Τον χο­ρό του Κό­σμου που Έρ­χε­ται.

[ Ομι­λία στην πα­ρου­σί­α­ση του βι­βλί­ου, Bο­ο­κs+, 2 Μαρ­τί­ου 2019 }

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.
Το­πία ξα­νά / Η αγά­πη
του Δη­μή­τρη Λε­ον­τζά­κου

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: