Η Διώνη Δημητριάδου στην ποιητική συλλογή της Ο ευτυχισμένος Σίσυφος, αναμοχλεύει βιώματα, τραύματα, απώλειες, μνήμες, θεάσεις, θεωρήσεις, στοχάζεται και αναστοχάζεται στα δύσκολα και δισεπίλυτα της ζωής, μπήγει το νυστέρι βαθιά να ματώσει για να επέλθει η κάθαρση, η συμφιλίωση. Αγωνιά για τον άνθρωπο, την ουσία του στη ζωή, στην ποίηση, θέτει ερωτήματα, προτείνει, αντιστέκεται.
Στο εξώφυλλο: Πικάσο, «Κορίτσι με μαντολίνο», 1910· στο οπισθόφυλλο λιλιπούτειο σκίτσο Σίσυφου, προϊδεάζουν για το περιεχόμενο.
Ο Σίσυφος σύμβολο ματαιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και προσπάθειας, απασχολεί ιδιαίτερα τη Δημητριάδου. Στην κριτική της για τις Διαδρομές μου, είχε κάνει ξεχωριστή αναφορά στον στίχο «Σίσυφοι που απόκαμαν στη ρίζα του βουνού γερμένοι». Ο τίτλος Ο ευτυχισμένος Σίσυφος, παραφράζει τη ρήση του Albert Camus «Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο», μότο του άτιτλου ποιήματος «στέκομαι εδώ στη ρίζα του λόφου» (σ. 14).
Το ποιητικό υποκείμενο συνομιλεί με τον Albert Camus, διερωτάται για τον Σίσυφο κάθε εποχής: «σαν λίγο ατενίσει προς τα πάνω / όλα τα θέλει κι όλα τα ελπίζει / δεν ξέρω αν τότε είναι ευτυχής / ίσως ορθότερο να πω φέρελπις πως νιώθει». Υποθέτει, το παράδοξο κατά την κάθοδο, «μάλλον θα νιώθει ευτυχής». Καταλήγει συνομιλώντας με τον Ηράκλειτο: «ο Σίσυφος περιγελά την τάξη αυτού του κόσμου/με μιαν απλή εξίσωση/ “οδός άνω κάτω μία και ωυτή”».
Ευτυχής; Απορούμε. Υπάρχει και το «μάλλον», βέβαια, και η προμετωπίδα της συλλογής: Πόσο ευτυχισμένος μπορεί να νιώθει ο Σίσυφος όταν: «από μοναχικό αγκίστρι / κρεμάστηκε η ζωή / πότε παλεύει ν' απαγκιστρωθεί / πότε ηρεμεί και περιμένει».
Στο ποίημα «με λόγια υγρά αρχαία σαν τη θάλασσα» (σ. 16), το ποιητικό υποκείμενο με θεωρήσεις του Ηροδότου μας παρασύρει στους στοχασμούς του: «κύκλος όλα τα ανθρώπινα / και ”φθονερόν το θείον”».
Η ποιήτρια με ελεγχόμενο συναισθηματισμό και κάποια υποδόρια ειρωνική θλίψη αγγίζει συνθήκες απόγνωσης, σκιαγραφώντας την υπέρβαση του ορίου και του απόκρημνου που ενέχει η αυτοχειρία ως πράξη και ως αλληγορία στο ποίημα «στερέωσε το καπέλο του», όπου «δεν άφησε σημείωμα ως είθισται», ωστόσο στην κατακλείδα του ποιήματος βοά υπόκωφο σπαραγμό: «μόνο σ' αυτά τα λόγια η μνεία του / (και αυτή ας θεωρηθεί μια άνευ σημασίας / ποιητική κατάθεση)» (σ. 17).
Σε πρώτο ενικό ή πληθυντικό ή σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, σαν σε διάλογο με τον εαυτό και τον σημαντικό άλλο, χρησιμοποιεί τον μύθο, το φαντασιακό και το βιωμένο, την προσωπική και κοινωνική συνθήκη και μνήμη, καταγράφει ρεαλιστικές εικόνες αστικού τοπίου ή εμπειρίες και εικόνες της υπαίθρου, εξωτερικεύει σωματοποιημένο πόνο, ερωτικές πυρκαγιές και ματαιώσεις: «Μνήμη του σώματος // να ψάχνεις τα λειψά απαντημένα / εκεί που σκάει αναπάντεχα το κύμα / σε μια σπηλιά μέσα στη θάλασσα / κείνο το βράδυ που αξημέρωτα σε βρήκε / να λαχταράς στο ξένο δέρμα επάνω / μικρές υγρές σταγόνες / και σε σάστισε // στον σκοτεινό τον δρόμο / πριν να χτιστούν τα σπίτια / ανάστροφα να ορέγεσαι τον έρωτα / κρυφά κι αμίλητα απ' τους άλλους / τότε / περίπου στην αρχή του κόσμου» (σ. 32).
Μεστές κι απόκρημνες λέξεις φέρνουν την πλάστιγγα να γέρνει υπέρ του βιωμένου χρόνου και του θετικού πρόσημου ακόμη και των «άκαρπων» προσπαθειών.
Το ύφος χαρακτηρίζεται από καθαρότητα, βάθος βλέμματος, ήθος, βιωμένη αλήθεια, συμπόνια, ανθρωπιά, κοινωνική ευαισθησία και βαθιά έγνοια για τον άλλο, το συλλογικό καλό, στοχασμό και αναζήτηση νοήματος. Ο λόγος λιτός κι απέριττος, δοκιμιακός, πεζόμορφος ή σε ελεύθερο στίχο αγγίζει τον αναγνώστη. Λόγος με ποιητική πύκνωση, βάθος και αισθητική. Εκφέρεται άλλοτε με κάποια πικρία και ελεγχόμενη θλίψη, άλλοτε πάλι με κάποια αιχμηρότητα και ευθυκρισία προς τον εαυτό και προς τον άλλον, ιδιαίτερα τον «λάθρα βιώσαντα», που απέφυγε να είναι εκεί όταν το επέβαλε η συνθήκη.
Η ποιήτρια, στην τελευταία ενότητα, καταθέτει ποιήματα ποιητικής, όπου εκφράζει ανησυχία για τη μελλοντική πορεία της ποίησης και προτάσσει την αναγκαιότητα, η φωνή και το ηθικό εκτόπισμά της να έχουν απήχηση στη συνείδηση του αναγνώστη, και το ποίημα «τώρα πρέπει / να σταθεί στο ύψος του / χώρο κατάλληλο να βρει / και άλλες λέξεις συναφείς / να δέσουνε το νόημα / αλλιώς ούτε μια κηδεία της προκοπής / δεν θα γραφεί».
Η ζωή είναι έρωτας και η γραφή «ζητάει κοφτερή ακίδα» γράφει στο ποίημα «Με μαλακό μολύβι»
συνεχίζοντας: «κι όταν κουρέλι γίνει το χαρτί / να γράψει πάνω σου / κατάσαρκα // ποιος είπε ότι αστειεύεται ο έρωτας; / μα ούτε και η ποίηση άλλωστε» (σ. 59).
Ο ευτυχισμένος Σίσυφος της Δημητριάδου προσπαθεί να μας αφυπνίσει, να μας ενδυναμώσει για αντοχή και συμφιλίωση με την τραγική μοίρα μας, να φανταστούμε ή να επινοήσουμε το “ευ”, να αντλήσουμε νόημα και χαρά ακόμη και μέσα από τραύματα, ματαιώσεις, απώλειες, γιατί η Ζωή είναι Ζωή και αυτό είναι ευλογία, ευ-τυχία για κάθε Σίσυφο που παλεύει με γενναιότητα, αποδέχεται την τραγική περατότητά της, της δίνει το δικό του προσωπικό νόημα και ουσία, την απολαμβάνει, τη χαίρεται.
Γιατί «η χαρά είναι το μέγιστο χρέος της ζωής»,* γιατί Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ.
* Γιλά Μοσσάεντ, Δέρμα από πεταλούδες,εκδ. Intellectum 2018, μτφρ. Δ. Καϊτατζή-Χουλιούμη