Οι ρίζες της έκπληξης: Κανσάι της Οσάκα

Οι ρίζες της έκπληξης: Κανσάι της Οσάκα

«Το μέγεθος του πόνου κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν στην αφθαρσία του κορμιού.
Και, λοιπόν, τόσο ανόητο είναι αυτό;»
Γιούκιο Μισίμα, Δίψα για έρωτα


Οι στήλες διαπραγματεύονται αφθαρσία, επιβλητικά καθησυχαστικός ο απαραίτητος Βούδας, αγαλματίδια που δεν ξεπερνούν συνήθως σε ύψος το ένα, ενάμιση μέτρο, αφιερωματικές μικρές παγόδες, ιδεογράμματα που μαρτυρούν εμμονές της μνήμης, απόπειρες διάσωσης ταυτοτήτων, ταφόπλακες όρθιες, οι μισές ήδη μουτζουρωμένες από τα χρόνια, υλικά της κούρασης, μα ακόμα ορθώνονται εκεί, αποφασιστικοί όγκοι, οι οποίοι προφανώς εννοούν δράση. Αναφερόμενες ασφαλώς σ΄ ένα συγκεκριμένο παρελθόν επωνύμων ή ασήμων κεκοιμημένων, οι στήλες υπογραμμίζουν πόθο αδιάλειπτης παρουσίας. Δίπλα τους, μια ολόκληρη πόλη, απτόητη, επιμένοντας να ψάχνει κι άλλο ζωτικό διάστημα για να επεκταθεί όσο γίνεται περισσότερο, συνεχίζει ν΄ αναπνέει ρυθμούς ταχείας προόδου. Δεν διστάζει να επιβάλλει σκληρούς χωροταξικούς κανόνες, δοκιμάζει τρόπους εκεί που άλλοι ιθύνοντες θα είχαν παραιτηθεί προ πολλού, λαμβάνοντας υπόψιν τη στενότητα καταρχήν των δεδομένων.
Μαζεύω σκιές και δόσεις φωτός. Φτάνω συμπτωματικά στον περίβολο του Νεκροταφείου του Ναού Shitennojiji στο Κανσάι της Οσάκα. Κατανοώ αμέσως ότι δεν μπορώ ν΄ αποφύγω τη συνάντηση. Στριμωγμένο στις πύλες της καθημερινότητας των κατοίκων, το κοιμητήριο δεν είναι ένα απόστημα του δόλιου χρόνου, ένα ενδιαίτημα συλλογικών εφιαλτών, αλλά ένα καθόλα φυσιολογικό παράρτημα της πόλης. Ο θάνατος λες κι εγκαθίσταται στο μέσα μέρος της ζωής με φορτικότητα, με αγένεια ασύγγνωστη. Και βεβαίως με όλα του τα συμφραζόμενα μαζί, πολιτογραφείται στη σελίδα των μονίμων κατοίκων. Η καλλιγραφία στα αναθήματα προτείνει ασφαλώς συμφιλίωση, και μάλιστα hic et nunc, με τις τύχες και τις αστοχίες των ανθρώπων. Συμφιλίωση, που πάει να πει, έστω πρόσκαιρη, διαγραφή της λήθης.

*

Η έξοδος, η είσοδος, το πέρασμα στον κόσμο των νεκρών και η απομάκρυνση, αργά ή γρήγορα, απ΄ αυτόν συμβαίνουν ανεπαισθήτως. Η συγκατοίκηση, εκούσια ή ακούσια, αποβλέπει στο να καταργήσει, στην κυριολεξία του όρου, τους συμβατικούς διαχωρισμούς, τα σύνορα ζωής και ό,τι αντιθέτως την αποτελειώνει. Έτσι, ο γείτονας του φίλου, που με φιλοξενεί, θα μπορούσε να είναι φέρ’ ειπείν ο γνωστός ή ο παντελώς άγνωστος νεκρός, ο μόλις προ ολίγου μεταστάς ή ο πολύ παλαιότερος των ημερολογίων φθοράς. Η ακριβολογία της λέξης «μαζί», οι σημασίες του αυστηρού προσδιορισμού «από κοινού» καθορίζουν την τάξη, την πρακτική μιας υποχρεωτικής αισθητικής βίου / α - βίου. Η υπάλληλος της τράπεζας, που περνάει από εδώ δυο φορές τις εργάσιμες ημέρες, βλέπει το νεκροταφείο σαν προέκταση του πρωινού της, αλλά και σαν τον απαραίτητο διάκοσμο του απογεύματος. Με κούνησε η λέξη «Necropolis»: την είχα δει πολλές φορές, στο κέντρο της κομψής εκείνης επιγραφής στη Μελβούρνη, στη Λεωφόρο του Πρίγκηπα, να δείχνει προς την κατεύθυνση του μεγάλου Νεκροταφείου. Ήρθε στο νου μου σαν πιο βολική, πιο εξημερωμένη από τις άλλες συνώνυμές της. Να ταιριάζει περισσότερο με ό,τι συνθέτει τη σκηνή των συγχρωτισμών που εμπεδώνονται στην Οσάκα.

*

Η μια ταφόπλακα αγγίζει την άλλη, στοιχηματίζοντας ότι με τον καιρό θα κολλήσει οριστικά στο πλάι της. Η μεγάλη συνομοσπονδία πένθους και προσευχών. Σα να θέλουν όλες μαζί να συγκεντρωθούν στη μοναδική ταφόπλακα, να ενοποιηθούν στο εσωτερικό της μιας και μόνο μαζικής ανάμνησης. Ένα σύνολο, το οποίο μόλις κι αφήνει τα στοιχεία που το συναπαρτίζουν, να διακριθούν ως χωριστές, ως αυτόνομες μονάδες. Κάθε εκατοστό του μέτρου αξιολογείται ιδιαιτέρως. Ούτε μια σπιθαμή ελεύθερη. Τόσο οι ατομικές, όσο και οι οικογενειακές μνήμες οφείλουν να προστατευθούν πλήρως. Το χόρτο δεν μπορεί να μεγαλώσει, δεν σκαρφαλώνει πουθενά, δεν φαίνεται ούτε ένα σημάδι γρασιδιού. Κανένας σπόρος δεν διανοείται να αυτοφυτευθεί στις ελάχιστες χαραμάδες. Η δυνατότητα της χειραψίας: απλώς αγγίζει νοερώς ο περαστικός το παλαιό, πλην ευανάγνωστο χνάρι του άλλου στην πέτρα φρουρό. Αποδεχόμενος τη διάρκεια των ονομάτων, ο διαβάτης συνομιλεί εντέλει με τους απολεσθέντες εαυτούς, οι οποίοι συνωθούνται κατ΄ ανάγκην μέσα στο ίδιο μεγα -υποκείμενο: στο υπόγειο, εννοώ, ησυχαστήριο του Shitennojiji.

*

Οι άμεσες δηλώσεις της στερεότυπης βουδικής αρχιτεκτονικής, οι χαρακτήρες των αποχρώσεων του απογεύματος που αρχίζει να κάθεται στα πεζούλια, στις προσόψεις του Ναού, οι υπογραφές της νιρβάνα, με το αναγκαίο για τις περιστάσεις τακτ: η αίσθηση μιας εξ αντικειμένου πιστοποιημένης πληρότητας. Όλες ανεξαιρέτως οι λεπτομέρειες των γλυπτών θαρρώ ότι επιβεβαιώνουν, μεταξύ άλλων, την καταλλαγή παθών πάσης φύσεως. Την ανέκκλητη καταλλαγή, μου τονίζει αμέσως η συμμετρία των τάφων. Το βουητό της πόλης έχει όμως στο μεταξύ βαλθεί να σαρώσει ισορροπίες και συνθήκες γαλήνης. Στ΄ αυτιά μου μια ζωηρή άρνηση: η σταθερή υπονόμευση της μη - ζωής. Ακούω βεβαίως και τις αντιρρήσεις των σκιών, τις ενστάσεις της σιωπής. Ακούω σαν δικαστής ανυπόμονους διαδίκους.

*

Η ενότητα, η φαινομένη σύμπνοια του χώρου και του μη χρόνου. Η ατέρμονη προσπάθεια σύγκλισης των εναντιωματικών τάσεων. Το μέλλον συναρτάται απλώς μ΄ ένα χώρο, έστω ως εκ των πραγμάτων ελάχιστο. Να το χωνέψω καλά αυτό: όπως ακριβώς εκείνη η αλφαδιασμένη, παραλληλεπίπεδη πέτρα καταλαμβάνει τελεσίδικα το δικό της διάστημα, έτσι ακριβώς κατοχυρώνεται η διάρκειά μου μακροπρόθεσμα. Δεν είμαι άλλωστε κι εγώ υπόθεση πέτρας; Τι πιο ξεκάθαρο; Συλλογίζομαι τελείως αναλογικά τώρα. Ένα από τα συμπτώματα των περιηγήσεών μου στην Οσάκα.

*

Οι συμπαγείς προβολές από τον κάτω κόσμο. Οι τάφοι, ενσωματωμένοι πλήρως στο οπτικό πεδίο, όπως συμβαίνει με τις ντάλιες στον κήπο, με τα επεκτατικά νούφαρα στη λιμνούλα καθρέφτη, με τις κερασιές θωπείες στη μέση του ματιού. Τα ιδεογράμματα ζωντανεύουν συμπεριφορές. Κινούνται. Σαν περίπατος. Δεν μελετώ επιγραφές. Δεν το έχω δοκιμάσει ποτέ πριν. Ισχυρίζομαι βεβαίως ότι μελετώ, πάντα πρόθυμος κι έτοιμος σε γενικές γραμμές, τους ζωντανούς των προγραμματισμένων ή και των απρόοπτων συναντήσεων στους ευρύτερους χώρους των κοινωνικών συναναστροφών. Όποτε όμως επιστρέφω στο συναφές φωτογραφικό υλικό, ξαναμπαίνω στην ατμόσφαιρα εκείνων των πολυσημιών. Εκεί διασώζεται η γεωμετρική σαφήνεια, η αποφασιστικότητα της παράταξης των μηνυμάτων, εν είδει στρατιωτικού προτάγματος, πάνω στα υλικά του κοιμητηρίου. Το εγχείρημα της επιβολής του παρελθόντος στη ροή του σήμερα, η ενάργεια, ο συναγερμός του εγώ να ξεπεράσει τη Μοίρα. Καρφιά, πρόκες στο νου, η σμίλη του μάστορα.

*

Πόσο κοντά άραγε περνάμε από τις αναμνηστικές πλάκες; Πόσα εκατοστά του μέτρου ακριβώς; Η πόλη μας πιέζει, μας σπρώχνει. Θέλει ν΄ ακουμπάμε τους τάφους, είναι ολοφάνερο. Πόσο κοντά όμως κατά βάθος θέλουμε; Πόσο αντέχουμε να βρισκόμαστε κάθε φορά σε απόσταση αναπνοής από το χθες των βίων; Να σημειώσω εδώ: τόσο πολύ κοντά στο μηδέν έφτασα λοιπόν, έτοιμος να χαλαρώσω τελείως μετά από το κοπιαστικό ταξίδι. Νοιώθω να κλείνουν τα μάτια μου…

*

Παράλληλα επίπεδα, καμία καμπή, καμία διαφυγή του νοήματος: το παρελθόν επιμένει να υπάρχει, έστω ταριχευμένο με το ζόρι στα σωθικά της πόλης. Το πρόβλημα της συνύπαρξης, μου λένε είναι τόσο παλιό, όσο και το πρόβλημα της ίδιας της πόλης να οικοδομηθεί και να διαχειρισθεί στη συνέχεια την επαύξησή της. Ποτέ δηλαδή δεν της αρκούσαν τα πολεοδομικά της πέρατα. Έχοντας μάλιστα φτάσει προ πολλού στο αδιαχώρητο, δείχνει ότι είναι μια φασκιωμένη, υπερτροφική εστία ζωής. Μια υπερύπαρξη. Συνοψίζω: η θεμελιώδης προοπτική του μηνύματος του Ναού Shitennojiji αφορά σε επίτευξη συναίνεσης, εφ΄ όσον οι επικράτειες ζώντων και νεκρών δεν διαφοροποιούνται καθόλου σε μια μακροπρόθεσμη ακτίνα θέασης.

*

Οι σχεδόν καμπάνες. Γειωμένες στα ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα, τα οποία τους ανήκουν δικαιωματικά. Οι τρούλοι τους, με τα όρθια δόρατα στο κέντρο, παραπέμπουν σε στροφές παμπάλαιων προσευχών, σε δημοφιλείς συνθήκες λατρείας. Είναι οι στερεότυποι θύλακες των ικεσιών και των ελπίδων για τη μεγάλη προσφορά της Ανάπαυσης. Πρόκειται για τις στούπες, για τις καταστατικές φωλεές του Ιερού. Υψώνονται, εποπτεύουν σύνεση γαλήνης. Κάτι περισσότερο: ευαγγελίζονται αιώνες γαλήνης. Ακένωτη ώρα. Δώρο του τοπίου.

*

Υφέρπει άραγε η επιθυμία της κατάργησης, έστω στο απώτερο μέλλον, του συγκεκριμένου νεκροταφείου; Μπορώ να υποθέσω ότι εκδηλώνεται αραιά και που ένα είδος καλυμμένης απαρέσκειας από την πλευρά κάποιων μεμονωμένων ή και ατύπως συνασπισμένων κατοίκων; Ή μήπως όλοι τους θέλουν να πιστεύουν ότι είναι οι πιστοί παραστάτες των εκδημησάντων;

*

Ούτε υπερπολυτελείς σαρκοφάγοι, ούτε το βαθύσκιο φλοίσβισμα των ατέρμονων ύμνων. Η σιωπή και το απέριττο σκήνωμα δηλώνει πεποίθηση ανύψωσης σε κάποιο στερέωμα άδολων ουσιών. Στους αντίποδες του πάλλευκου μαρμάρου και των αλαβάστρινων ληκύθων κάποιων άλλων ταφικών εθίμων, λίγο πολύ γνωστών μας στη Δύση, η πέτρα, η σκεβρωμένη πέτρα της Οσάκα υποδεικνύει λιτότητα προσεγγίσεων. Ο σύνθετος χαρακτήρας αυτής της οπτικής γωνίας: η έκδηλη λεπτότητα φρονήματος, η παρηγορία μέσα από το ιδεόγραμμα της άτμητης, της ηθελημένης εγκράτειας. Φωτογραφίζω λίγα αντιπροσωπευτικά σημεία, από τα όσα έχουν επιδαψιλεύσει κατά καιρούς στις σκληρές επιφάνειες των λίθων τα χέρια των έμπειρων καλλιγράφων. Είναι τ΄ αποσπάσματα ενός ημερολογίου κάθαρσης (ή μάλλον απόγνωσης).

*

Ορισμένες λεπτομέρειες χάραξης έχουν θαφτεί κάτω από την πατίνα της μόλυνσης, την οποία συνεχώς συσσωρεύει η ανάπτυξη του τόπου. Το παλαιό αίτημα του Ζεν για την ανόρθωσή μας μέσα στους κόλπους της φύσης, μόλις που γίνεται αισθητό. Περισσότερο σαν ψίθυρος, που γεννιέται στα κράσπεδα του κοιμητηρίου κι ανεβαίνει ως τη στάθμη της στιγμής, παρά σαν επωδός, που εγκολπώνονται για την περίσταση οι επαγγελματίες μοναχοί, νιώθεται η ευλάβεια της λύπης.

*

Οι τύμβοι σαν δόντια, σχεδόν ισοϋψή απομεινάρια του προστατευτικού τείχους των υπάρξεων που προηγήθηκαν και πλέον θεωρούνται . Αποσπάσματα φράκτη, υπενθυμίζουν στους περαστικούς την εμπροσθοφυλακή των αοράτων. Αυξάνονται οι μορφές της διορατικότητας, τα σινιάλα του διαφορετικού, μια διέγερση. Από μια φωνή δική μας, η παράλληλη ροπή της διάδοσης των διαισθήσεων, της διασποράς των μεταλλαγών: «Η καρυδιά μας μυρίζει σαν άλλο λουλούδι, / Μ΄ ένα μόνο κλαδί  – κάηκαν τ΄ άλλα. / Μ΄ ένα μόνο κλαδί θα σου μυρίζει τώρα, / Σα δέντρο ακέραιο ξανά – / Όχι σαν καρυδιά μα σαν άνθος πρωτόφαντο». Ο φίλος μου, ο Νίκος Φωκάς. Αθήνα, Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας 23. Να ΄ναι καλύτερα μόνο.

*

Μαθαίνω, καθώς κυλούν οι ώρες, ότι όσοι έχουν φτάσει το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους και άνω, πλησιάζουν τα τριάντα τρία εκατομμύρια Ο αριθμός τους αντιπροσωπεύει το ιδιαίτερα ανησυχητικό ποσοστό του 26% περίπου επί του συνολικού πληθυσμού. Πρωτοφανές για τα έως σήμερα ιαπωνικά δεδομένα. Εάν μάλιστα συγκρατήσουμε ότι το εργατικό δυναμικό, μέσα σε σαράντα πέντε χρόνια από σήμερα, προβλέπεται να πέσει στο επίπεδο των πενήντα πέντε εκατομμυρίων, από τα ογδόντα επτά εκατομμύρια που μετρήθηκαν το έτος της οριακής αύξησής του, δηλαδή το 1995, τότε αντιλαμβάνεται κανείς την πληθώρα των οξύτατων προβλημάτων, σε πλείστους τομείς, που έχει ν΄ αντιμετωπίσει σε λίγο η χώρα αυτή. Η αρνητική επίπτωση της γήρανσης του πληθυσμού στην ομαλή πορεία της παραγωγής του εθνικού της προϊόντος κρίνεται ότι είναι η χειρότερη στο πλαίσιο ανάλογων εμπεδώσεων των αναπτυγμένων οικονομιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι άλλοι αριθμοί, κι άλλα στατιστικά τεκμήρια μιας καθοδικής τάσης. Υπάρχει δυνατότητα ανάσχεσης κι αντιστροφής της; Πορεία με απορίες, κλίμακες φόβου. Κι αυτή η δροσιά στις πέτρες, στους τοίχους; Σταγόνες από πού; Λίγο από το στύγιον ύδωρ φτάνει μάλλον ως εδώ. Το σκίρτημα μετά, το βήμα του Ορφέα στο πεζούλι, λίγο πιο πίσω, στα δεξιά, καθώς γυρίζω να κοιτάξω, το αεράκι που σηκώνεται να πει τα δικά του, ανέπαφο, ανεξάντλητο, πάντα χρήσιμο για να μεταφέρει αφθαρσίας αίσθημα. Ανανεώνω την υπόσχεση στους φίλους να ξανάρθω, να περάσω δυο τρεις μήνες, ει δυνατόν, εδώ. Υπόσχεση που φέρνει προς τη μεριά της ειλικρινέστερης δέσμευσης.

*

Συγκεντρώνομαι στη δομή εκείνου του απογεύματος, με την ψύχρα του να με συσπειρώνει. Είναι εκείνη που με κάνει να μαζεύω τις σκέψεις μου, να ξεχωρίζω αμέσως καλυμμένα σκύβαλα από ζείδωρα σημαίνοντα, να κατευθύνομαι, μ΄ άλλα λόγια, στο ένδον κέντρο. Η μεταβολή, η συσπείρωση στο είναι. Νομίζω ότι θα μπορούσα να διαβάσω στην εντέλεια, μία προς μία, όλες τις επιγραφές. Σα να ήταν δηλαδή έτοιμα τα ιδεογράμματα να με διαπεράσουν σε κλάσμα δευτερολέπτου. Σα να αποτελούμαι τώρα μόνο από πνεύμα. Η αιφνίδια λάμψη, μια αστραπή, επίσκεψη ακαριαία από τον Άδη των Ιαπώνων. Φωταγωγημένο κράσπεδο του νου. Αυθυποβολή ασφαλώς. Δεν είμαι τελείως άπειρος στο είδος. Ίσως να σφάλλω, να μην είναι αυτή ακριβώς η εικόνα. Μερικές οντολογικές ασκήσεις. Δεν άργησα βέβαια να προσγειωθώ στο γνωστό, στο σκληρό έδαφος της άγνοιας.

*

Μακριά, αλλού. Επαναφορά στην οικειότητα, στο Αιγαίο. Περιποιούμαι αυτές τις αράδες. Η ευεπίφορη ώρα. Το αυγουστιάτικο περιβάλλον στους Μύλους της Σάμου, το 2014, μου φέρνει για μια στιγμή στο νου, εντελώς ανεξήγητα το παραπάνω σκηνικό, όπως σχεδόν μου δόθηκε τη μέρα εκείνη στα ενδότερα του Ναού Shitennojiji. Η Οσάκα συνδράμει όραμα, θέλγεται μυστηριωδώς από το θέρος στο πατρώο νησί, το διατμιζόμενο τώρα, θα πρόσθετε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Από τη φωτοχυσία, αυτή που σμιλεύει τις ιδέες και τις κάνει πιο ευάγωγες. Οι νεκροί από την Ιαπωνία που φτάνουν εδώ, σ΄ αυτή τη σελίδα καταγραφών ελέους, είναι κατά πάσα πιθανότητα οι αυριανοί ζωντανοί χαρακτήρες του νέου μου οδοιπορικού. Ό, τι θα στοιχηθεί τότε σε βιβλίο, θα είναι ασφαλώς ένα είδος τελετουργικής αναβίωσης.

————————————————————
Βιβλιογραφία παραθεμάτων
Γιούκιο Μισίμα, Δίψα για έρωτα, μτφρ. Γιούρι Κοβαλένκο, Καστανιώτης 1994

Νίκος Φωκάς,Ποιητικές συλλογές, 1954-2000,  Ύψιλον / βιβλία 2002

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Γιώργου Βέη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: