Έλα
Ακολουθώ τα ίχνη απ’ το αίμα και φτάνω σε μιαν αίθουσα σαν αναγνωστήριο. Κάποιοι είναι μαζεμένοι γύρω από ένα κατάστιχο και τραβάνε γραμμές με το χάρακα πάνω απ’ τα ονόματα που είν’ εκεί. Κάθε τόσο κάποιος κόβει τα δάχτυλά του με το χαρτί, κι οι σταγόνες το αίμα πέφτουν στις σελίδες. Αυτό όμως δεν αποδεικνύει τίποτα (παρόλο που οι σταγόνες είναι όμοιες μεταξύ τους), ενώ κάποιος ισχυρίζεται ότι δεν είναι αίμα, αλλά μπογιά, ψηλαφώντας την υπόθεση, βουτώντας στη γλώσσα το δάχτυλο, και γυρίζοντας σελίδα. Συγγνώμη, λέω πλησιάζοντας, μήπως είδατε να περνάει από ’δω ένα αρνί; Δεν υπάρχουν αρνιά εδώ, μου απαντά ο ίδιος μετά από μια στιγμή που με κοιτά, τονίζοντας περίεργα κάθε λέξη του, και σηκώνει το δάχτυλο για να δει από πού φυσάει ο αέρας, ο οποίος μπαίνει απ’ την πόρτα που ’χω αφήσει ανοιχτή πίσω μου και σαρώνει τις σελίδες του βιβλίου.
Ιστορία γύρω απ’ τη φωτιά
«Έχουμε τη φωτιά και τα ξύλα. Σειρά σου».
Κυνηγάω το λαγό, που πηδάει χαρούμενα από ’δω κι από ’κει, όταν σκοντάφτω στην περίεργη στίξη του κειμένου. Έτσι βλέπω τα ίχνη του συγγραφέα, που κι αυτός σκόνταψε ’δω, αλλά και τι είδε (όπως είδα το λαγό με τα ίδια μου τα μάτια), όπως προσέχει κανείς κάτι ασυνήθιστο σκοντάφτοντας πάνω του, ή πεσμένο στο έδαφος, όταν σωριάζεται φαρδύς πλατύς, οπότε πεσμένος μπρούμυτα, βλέπω μπροστά μου με μεγάλα γράμματα (ενώ, καθώς οι σπίθες ανεβαίνουν, θα ’θελα ν’ αποκοιμηθώ): «Μη βιάζεσαι. Όποιος βιάζεται σκοντάφτει». Προτού προλάβω να σκεφτώ, «ήταν ανάγκη να το δω αυτό γραμμένο, προτού το σκεφτώ;», βλέπω κάποιον να έρχεται προς τα ’κει όπου είμαι πιασμένος σαν ζώο, κι έχει έναν χαρτοκόπτη στο χέρι του.
Η συνέχεια
Τα μάτια μου κουράζονται και ξεστρατίζουν ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου. Τα παίρνω απ’ τις σελίδες και βλέπω: Κηλίδες αίμα που οδηγούν κάπου, και στον τοίχο αποτυπώματα ματωμένης παλάμης, σαν σπηλαιογραφία που έχω ν’ αποκρυπτογραφήσω. Απ’ αυτό καταλαβαίνω από πού έρχομαι, και ότι αυτός που προπορεύεται δίνει ό,τι έχει για να φτάσει ώς το τέλος και να μπορέσω να τον ακολουθήσω, ενώ γι’ αυτό (για να καταλάβω) αρκεί η θέα του αίματος – όπως αμέσως ξέρω πως είναι αίμα. Όταν σκέφτομαι πως βλέπω μόνο ίχνη, τον βλέπω μπροστά μου, πεσμένο, να μου δίνει τα μάτια του με τα ίδια του τα χέρια, για να μπορέσω να συνεχίσω. Όμως αυτό που βλέπω στη συνέχεια με φοβίζει, γιατί βλέπω εμένα κατεβάζοντας τα μάτια να γυρίζω πίσω στο βιβλίο μου, δικαιολογούμενος πως τη συνέχεια την έχω δει ήδη.