Το ξύλο του αδερφού μου

Ένα κομ­μά­τι ύφα­σμα, που κά­πο­τε ήταν τσου­βά­λι για λι­πά­σμα­τα, ανέ­μι­ζε στον όχτο, λί­γο πιο ψη­λά από την κοί­τη του Αλιάκ­μο­να. Απέ­κλειε με­ρι­κώς από τα ξέ­να μά­τια τον από­πα­το του σπι­τιού και πε­ριό­ρι­ζε τον κρύο αγέ­ρα.
Ο Αλιάκ­μο­νας ακου­γό­ταν να τρέ­χει ευ­τυ­χι­σμέ­νος στον κα­τή­φο­ρο. Εί­χε σμι­λέ­ψει κα­τά πως ήθε­λε την πο­ρεία του ύστε­ρα από τό­σους αιώ­νες πο­τα­μί­σιας ζω­ής, με­τά από τό­σα κα­λο­καί­ρια και τό­σους χει­μώ­νες που πέ­ρα­σαν από πά­νω του. Φού­σκω­νε πε­ρή­φα­νος και ορ­γι­σμέ­νος με την κα­κο­και­ρία και κι­νού­νταν ήσυ­χος τον κα­λό και­ρό.
Εί­δε κορ­μούς δέν­δρων να τρα­μπα­λί­ζο­νται στα θο­λά νε­ρά του, ψά­ρια να φω­λιά­ζουν στα λα­γού­μια του, παι­διά να κο­λυ­μπούν στα μέ­ρη που ηρε­μού­σε, εκεί που τα νε­ρά φαί­νο­νται σα να στα­μα­τούν για να ξα­πο­στά­σουν λί­γο. Η δύ­να­μή του ήταν φα­νε­ρή, προσ­διό­ρι­ζε όλο το γύ­ρω χώ­ρο. Ήταν ο άρ­χο­ντας της πε­ριο­χής, αυ­τός πό­τι­ζε τα χω­ρά­φια, έφερ­νε την βλά­στη­ση, ξε­δι­ψού­σε τους αν­θρώ­πους και όλα τα ζω­ντα­νά. Ήταν το αντί­θε­το της φω­τιάς. Αυ­τή αφυ­δα­τώ­νει την ζωή κι αυ­τός την έκα­νε να ανα­βλύ­ζει και να θε­ριεύ­ει.
Ένα κο­ρι­τσά­κι βγή­κε από τον από­πα­το κι έσια­ξε την φού­στα του. Κρα­τού­σε ένα μα­κρό­στε­νο χαρ­τί στο χέ­ρι, σε μέ­γε­θος πα­λά­μης, κομ­μέ­νο από το πε­ριο­δι­κό Ρο­μάν­τζο. Το έβγα­λε από το καρ­φί που ήταν πια­σμέ­νο, δεν το εί­χε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει όπως συ­νή­θως. Της εί­χε κά­νει εντύ­πω­ση το σκί­τσο που ήταν σχε­δια­σμέ­νο επά­νω του. Ήταν μια γε­λοιο­γρα­φία που κα­τά τύ­χη εί­χε κο­πεί σχε­δόν ατό­φια. Έδει­χνε τον «Σπα­γκο­ραμ­μέ­νο», αγα­πη­μέ­νο ήρωα των γε­λοιο­γρα­φιών τού Στα­μά­τη Πο­λε­νά­κη, που τσού­γκρι­ζε ένα κόκ­κι­νο πα­σχα­λιά­τι­κο αυ­γό με ένα φί­λο του και εί­χε κα­τα­φέ­ρει να βά­ψει μό­νο το μι­σό. Το άβα­φτο μέ­ρος του το κά­λυ­πτε έντε­χνα με το χέ­ρι του.

Χα­μο­γε­λού­σε η μι­κρή, για­τί κι αυ­τή πολ­λές φο­ρές ήθε­λε να κα­λύ­ψει με πο­νη­ριές πράγ­μα­τα που δεν εί­χε κα­μιά όρε­ξη να κά­νει. Δεν το έκα­νε, βέ­βαια, από τσι­γκου­νιά, αλ­λά για για να απο­τα­μιεύ­σει χρό­νο για αυ­τά που την ένοια­ζαν. Έφτα­σε, σχε­δόν, ως την βά­ση της σκά­λας, που οδη­γού­σε στον απά­νω όρο­φο, όταν εί­δε τον μι­κρό­τε­ρo αδερ­φό της να κα­τε­βαί­νει. Τον πα­ρα­κο­λου­θού­σε κα­θώς δρα­σκέ­λι­ζε τα σκα­λο­πά­τια. Εί­χε λί­γο την έγνοια του για­τί δεν υπήρ­χαν κά­γκε­λα να πια­στεί σε πε­ρί­πτω­ση που γλι­στρού­σε. Προ­σπά­θη­σε να του εξη­γή­σει την γε­λοιο­γρα­φία, αλ­λά δεν της έδω­σε και πολ­λή ση­μα­σία. Τα δι­κά του παι­χνί­δια ήταν δια­φο­ρε­τι­κά, ενώ εκεί­νη έπαι­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο με τα εί­κο­σι τέσ­σε­ρα γράμ­μα­τα της αλ­φα­βή­τας που έχτι­ζαν και ερ­μή­νευαν τον κό­σμο γύ­ρω της.  

Από ψη­λά ακού­στη­κε τρα­χιά η φω­νή της μά­νας τους. «Τι σας εί­πα εγώ; Ακό­μα να φέ­ρε­τε τα ξύ­λα για την σό­μπα;» κοι­τά­χτη­καν με­τα­ξύ τους, το εί­χαν ήδη ξε­χά­σει, δεν έκα­νε και τό­σο πο­λύ κρύο. Ού­τε έβα­ζαν με τον νου τους ότι η μά­να τους ήθε­λε να μπου­μπου­νί­σει την σό­μπα για να βρά­σει τα φα­σό­λια. Ξε­κί­νη­σαν να ανε­βο­κα­τε­βαί­νουν την σκά­λα με τα ξύ­λα στα χέ­ρια, δυό ή τρία μα­ζί, που έπαιρ­ναν από το δι­πλα­νό υπό­στε­γο και τα στοί­βα­ζαν έξω από την απά­νω πόρ­τα.
Και ήταν έτοι­μα να ανε­βά­σουν κι άλ­λα όταν η μά­να τους πρό­βα­λε στο κε­φα­λό­σκα­λο. Κοί­τα­ξε αγριε­μέ­νη τα ξύ­λα: «Ντιπ δεν σας κό­βει», φώ­να­ξε, «πά­λι από αυ­τά που πιά­νει η βρο­χή κου­βα­λή­σα­τε», άρ­πα­ξε ένα μου­σκε­μέ­νο ξύ­λο με το χέ­ρι της και το πέ­τα­ξε ίσα κα­τά πά­νω τους. Εκεί­να έμει­ναν ακί­νη­τα, δεν έκα­ναν κα­μιά προ­σπά­θεια να προ­φυ­λα­χτούν, δεν πρό­λα­βαν να το υπο­λο­γί­σουν. Και το ξύ­λο, με την ορ­μή που πή­ρε, έπια­σε τον μι­κρό στο στή­θος, λί­γο προς τα δε­ξιά, εκεί που ήταν σαν να έφεγ­γε το άσπρο πα­νί του κα­ρα­βιού που στό­λι­ζε το που­λό­βερ του. Το εί­χε πλέ­ξει αυ­τή η ίδια με τα χέ­ρια της, στις κα­λές της τις στιγ­μές.
Τρί­κλι­σε λί­γο κι έπε­σε κά­τω. Ήταν με­λα­νια­σμέ­νος, με λί­γη ανα­πνοή. Το κο­ρι­τσά­κι έσκυ­ψε επά­νω του σα­στι­σμέ­νο. Και η μά­να από­μει­νε για δευ­τε­ρό­λε­πτα με κρε­μα­σμέ­να χέ­ρια. Ύστε­ρα κα­τέ­βη­κε δυο-δυο τα σκα­λιά, πή­ρε το παι­δί στην αγκα­λιά της και το έτρι­βε πα­ντού.
«Νε­ρό, φέ­ρε νε­ρό», εί­πε στην μι­κρή. Γέ­μι­σε τις χού­φτες της με νε­ρό από τον τε­νε­κέ που ήταν κά­τω από την αστρέ­χα* και το έρι­ξε στο πρό­σω­πο του αδερ­φού της. Κι εκεί­νος άρ­χι­σε να παίρ­νει κα­λύ­τε­ρες ανα­πνο­ές και το αί­μα ξα­να­γύ­ρι­σε στα χεί­λια και στα μά­γου­λά του.

«Δεν εί­ναι τί­πο­τα», εί­πε τό­τε η μά­να, «μια ζα­λά­δα ήταν».
«Όχι, όχι, δεν ήταν ζα­λά­δα, εσύ το έκα­νες», της εί­πε η μι­κρή.

Εκεί­νη μό­νο την αγριο­κοί­τα­ξε.
Μια στα­λιά κο­ρί­τσι κι έβγα­ζε γλώσ­σα!
Και ήταν σαν να ήθε­λε αυ­τήν να χτυ­πού­σε το ξύ­λο.
Το κο­ρι­τσά­κι φύ­λα­ξε κα­λά το χαρ­τί με τον σπα­γκο­ραμ­μέ­νο στην τσέ­πη του. Πή­ρε ύστε­ρα το ξύ­λο που χτύ­πη­σε τον αδερ­φό της και το πέ­τα­ξε στον Αλιάκ­μο­να, για να το πά­ρει το πο­τά­μι όπως τό­σα και τό­σα άλ­λα.
Και το τα­ξί­δε­ψε προς τα κά­τω το πο­τά­μι, ένα μι­κρό ξύ­λο ήταν μό­νο.
Τα παι­διά όμως ακό­μα το θυ­μού­νται, το αγό­ρι μπερ­δεύ­ει τις ανα­πνο­ές του και τραυ­λί­ζει όταν ανοί­γει το στό­μα να μι­λή­σει και το κο­ρί­τσι έχει έναν σκα­λω­μέ­νο φό­βο στην καρ­διά, που δεν φεύ­γει με τα χρό­νια.
Κι ο Αλιάκ­μο­νας ακό­μα τρέ­χει στον κα­τή­φο­ρο ευ­τυ­χι­σμέ­νος, εί­ναι πά­νω από τα αν­θρώ­πι­να. Αν εί­μα­στε κι εμείς φτιαγ­μέ­νοι μό­νο από νε­ρό, μπο­ρεί να ήταν κα­λύ­τε­ρα, δεν θα μας έμε­νε κα­νέ­να ση­μά­δι.

*«Αστρέ­χα»: η γω­νία στη σκε­πή από όπου τρέ­χει το νε­ρό της υδρορ­ρο­ής.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: