Συνέβη κάτι σήμερα. Ανάμεσα στη στάση Σηραγγείου και Γεωργίου. Την ώρα που έπαιρνα τη στροφή. Τη μεγάλη ανοιχτή στροφή που σε βγάζει από το Πασαλιμάνι και βγαίνεις στον ανοιχτό ορίζοντα προς την Αίγινα. Ο ουρανός βαθύ γκρι, ίδιο χρώμα με τη θάλασσα. Πάντα πάω αργά αργά ανάμεσα Σηραγγείου και Γεωργίου. Για να ευχαριστηθώ τη θέα. Σταματάω στη στάση, έχει δεν έχει αποβίβαση. Ανοίγω τις πόρτες και κοιτάω από τους πλαϊνούς καθρέφτες. Μπαίνει και λίγος αέρας φρέσκος. Συνήθως κανείς δε διαμαρτύρεται για την καθυστέρηση. Εξάλλου ποιοι είναι οι επιβάτες τέτοια ώρα; Άνω των εξήντα οχτώ. Αυτοί που κατεβαίνουν στην αγορά από τα χαράματα και έντεκα η ώρα επιστρέφουν κιόλας σπίτι, με το τρόλεϊ για να γλιτώσουν και την ανηφόρα.
Σήμερα φορούσα το ωραίο μου γαλάζιο πουκάμισο. Ατσαλάκωτο. Μόνος μου το σιδέρωσα το βράδυ και το κρέμασα στο πόμολο της ντουλάπας. Στην άλλη γραμμή όταν δούλευα, για τους τουρίστες, ήταν υποχρεωτικό να φοράς πουκάμισο και γραβάτα. Tο ΄χω συνηθίσει καλά να το ‘χω φρεσκοσιδερωμένο κάθε πρωί.
Κοίταξα τα λαμπάκια για τις στάσεις. Κανένα δεν ήταν αναμμένο. Έκανα πως δεν κατάλαβα. Είδα και τους επιβάτες. Τέσσερις όλοι κι όλοι. Μια γριά ξεμαλλιασμένη χωρίς δόντια που ανοιγόκλεινε το στόμα της σαν να μασάει. Είχε αραδιάσει ένα σωρό σακούλες γεμάτες παλιοπράματα στο διπλανό κάθισμα. Αν μπορούσα, θα την κατέβαζα με το ζόρι. Κάτι τέτοιοι μου βρομίζουν το τρόλεϊ. Δυο παππούδες με ίδιο σχήμα φαλάκρα καθισμένοι στις αντικριστές θέσεις στήριζαν τα χέρια στο ίδιο καρότσι.
Κι ένα κορίτσι. Κρατούσε κινητό. Όλα τα κορίτσια κρατάνε κινητό, όταν μπαίνουν στο τρόλεϊ. Έπεσε το φως πάνω της μόλις έστριψα. Γιατί πάντα φωτίζεται το τρόλεϊ, μόλις παίρνω τη στροφή. Αυτή βρισκόταν όμως στην πιο κατάλληλη θέση. Στηριζόταν στον βραχίονα που χωρίζει τους επιβάτες από τον οδηγό. Και είχε την πλάτη της σχεδόν γυμνή. Στραμμένη προς τα εμένα. Την πλάτη της. Και δεν έκανε και ζέστη. Φορούσε ένα αθλητικό μπουστάκι, που άφηνε τους ώμους της γυμνούς με τη ζακέτα δεμένη στη μέση της. Τα μαλλιά της μαζεμένα ψηλά. Ξανθά. Χαμογελούσε μόνη της. Όχι με το στόμα, με τα μάτια χαμογελούσε.
Σταμάτησα στη στάση, άνοιξα την μπροστινή πόρτα, όπως κάνω πάντα. Έχει δεν έχει επιβάτες. Το κορίτσι στράφηκε, καθρεφτίστηκε στον εξωτερικό καθρέφτη. Το πρόσωπό της.
Κοίταξα μήπως ήταν να μπει κανένας. Άνθρωπος. Έκλεισα τις πόρτες από πίσω προς τα εμπρός. Με το δίπλωμα της μπροστινής πόρτας γύρισε το πρόσωπό της προς τα μένα. Πήρα τη στροφή ακόμη πιο αργά απ’ όσο συνήθιζα.
Βγήκαμε στον ανοιχτό ορίζοντα. Το δέρμα της ήταν λευκό σαν τους κόκκους της άμμου. Οι ώμοι της δυνατοί σαν τις γυμνές ρίζες που ξεπροβάλλουν στα χιλιοπατημένα μονοπάτια. Τα μάτια της φωτεινά σαν τους καρπούς που φωτίζονται με τις ακτίνες της ανατολής.
Γελάει δίπλα μου. Αφήνει ελεύθερα τα μαλλιά της, τα χτενίζει με τα δάχτυλά της και τα ξαναμαζεύει ψηλά τεντώνοντας προς τα πίσω τον λαιμό της. Καθρεφτίζεται δίπλα μου στον εσωτερικό καθρέφτη. Σηκώνει ψηλά το κινητό της, περιεργάζεται την οθόνη, τη στρέφει παράλληλα με τον καθρέφτη. Λυγίζει το κεφάλι της προς τα αριστερά. Το πρόσωπό της στον καθρέφτη στηρίζεται στον λαιμό μου. Συνεχίζει να ποζάρει. Απλώνει με τα δάχτυλά της τη φωτογραφία και μου τη δείχνει.
Εκείνη τη στιγμή έφτασα στη στάση Γεωργίου. Το λαμπάκι ήταν αναμμένο. Άνοιξα τη μεσαία πόρτα, για να κατέβουν οι δύο γέροι με το καρότσι. Καθυστέρησαν. Ο ένας το έπιασε από το χερούλι και ο άλλος από τις ρόδες. Τους κοίταξα που το ακούμπησαν μπροστά από το παγκάκι της στάσης και το κράτησαν πάλι μαζί.
Έκλεισα την πόρτα. Από εδώ και μέχρι Ναυτικό Όμιλο δε βλέπεις θάλασσα.
Την είδα στον μεσαίο καθρέφτη, καθισμένη στις θέσεις αντίθετα με τη φορά του τρόλεϊ. Φορούσε και τη ζακέτα της.