Πώς διασφαλίζεται η γλυκύτης της ζωής

Του Σ., που ανα­κά­λυ­ψε την επι­γρα­φή· του Π., που την ανέ­γνω­σε·
και του άλ­λου Π., που ονει­ρεύ­τη­κε ότι την ονει­ρεύ­τη­κε.

Ἀγή­ρα­ον ἄνθρω­πον ἔοντ’ οὐ δύ­να­τον γέ­νε­σθαι. ΣΑΠ­ΦΩ



Με τη σκα­λιγ­μέ­νη επι­γρα­φή επά­νω της και τον μαί­αν­δρο τρι­γύ­ρω σαν μπιρ­μπι­λω­τό τουρ­να­λέ­το νυ­φι­κής κλί­νης, όπου έχει πλα­γιά­σει άνυμ­φος γα­μπρός, μαρ­μά­ρι­νη, και στο μέ­γε­θος πε­λώ­ρια σαν εκεί­νη που σκέ­πει το μι­κρό δέ­μας του βα­σα­νι­σμέ­νου Γε­ωρ­γί­ου Βι­ζυ­η­νού στο Α΄ Νε­κρο­τα­φείο Αθη­νών, θα μπο­ρού­σε κα­νείς να τη θε­ω­ρή­σει επι­τύμ­βια πλά­κα. Ο Π. πα­ρα­τη­ρεί το αυ­λα­κω­μέ­νο κα­τώ­φλι, τις φα­γω­μέ­νες πα­ρα­στά­δες, τις αρ­μο­νι­κά σμι­λε­μέ­νες λε­πτο­μέ­ρειές της και κα­τα­λή­γει στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι δεν εί­ναι πλά­κα, αλ­λά πύ­λη.
Κά­τω από την επι­γρα­φή της υπάρ­χει ένα ανά­γλυ­φο κό­σμη­μα, ίδιο κι απα­ράλ­λα­κτο μ’ εκεί­νο το μα­κά­βριο με το οποίο σκό­πευε να κο­σμή­σει το εξώ­φυλ­λο των ποι­η­μά­των του ο άλ­λος κα­κο­ρί­ζι­κος ποι­η­τής μας, ο Κώ­στας Κα­ρυω­τά­κης. Το «στο­λί­δι», μια νε­κρο­κε­φα­λή με δυο οστά χια­στί, εί­ναι όπως αυ­τό που έχουν σή­με­ρα στα­μπα­ρι­σμέ­νο στη συ­σκευα­σία τους τα γε­ωρ­γι­κά δη­λη­τή­ρια και τα πο­ντι­κο­φάρ­μα­κα. Πα­λιό­τε­ρα το ’βλε­πες και στα ρά­φια των φαρ­μα­κεί­ων, εκεί όπου ήταν το­πο­θε­τη­μέ­να τα πο­λύ­χρω­μα μπου­κά­λια και τα βά­ζα με τα πιο πί­ζου­λα φάρ­μα­κα – οι σπε­τσιέ­ρη­δες έπρε­πε να ’χουν δε­κα­τέσ­σε­ρα τα μά­τια τους μη ξε­πα­τώ­σουν κά­ναν άν­θρω­πο και πά­ει άδι­κα των αδί­κω.
Μο­λο­νό­τι από τη φύ­ση τους ψυ­χρά υλι­κά το μάρ­μα­ρο κι η πέ­τρα, λε­πτο­δου­λε­μέ­να από τη σμί­λη του μά­στο­ρα και γλυμ­μέ­να από το κύ­μα της θά­λασ­σας και του αγέ­ρα ή την πο­λύ­χρο­νη χρή­ση, αντα­πο­δί­δουν πά­ντα με θαλ­πω­ρή και τρυ­φε­ρό­τη το άγ­γιγ­μα κα­θε­νός. Ο Π. αγ­γί­ζει την πύ­λη απα­λά και νιώ­θει ότι τα δά­χτυ­λά του χαϊ­δεύ­ουν βε­λού­δο ή μα­λα­κές πα­ρειές νε­ά­νι­δος, εκεί­νες όπου πά­νω τους ξα­γρυ­πνά ο έρως. Οι ξαν­θές κο­ρα­σί­δες, οι «ξαν­θοί άγ­γε­λοι», όπως τις απο­κα­λού­σε ο ίδιος ο Βι­ζυ­η­νός, ήταν που γο­ή­τευαν τον ποι­η­τή και δι­η­γη­μα­το­γρά­φο έως τα στερ­νά του, όταν έπα­θε ο δύ­στυ­χος ό,τι χει­ρό­τε­ρο μπο­ρεί να πά­θει άν­θρω­πος, να «με­τα­βλη­θεί εντός του ο ρυθ­μός του κό­σμου».

Εί­χεν αρ­χί­σει να σου­ρου­πώ­νει και ο Π. με δυ­σκο­λία δια­βά­ζει την κε­φα­λαιο­γράμ­μα­τη επι­γρα­φή πά­νω στο μάρ­μα­ρο συ­μπλη­ρώ­νο­ντας πε­ρισ­σό­τε­ρο από διαί­σθη­ση και λι­γό­τε­ρο από βε­βαιό­τη όσα ανά­γλυ­φα γράμ­μα­τα εί­ναι δυ­σα­νά­γνω­στα ή ακρω­τη­ρια­σμέ­να. Εί­ναι μια εξά­στι­χη στρο­φή από αστα­θείς εν­δε­κα­σύλ­λα­βους στί­χους, που τους εδό­ξα­σαν οι πα­λαιοί, Ιτα­λοί κυ­ρί­ως, ποι­η­τές, ας μην ξε­χνά­με όμως ότι και στη δι­κή μας επο­χή, το 1935, τους ελά­μπρυ­νε η σε­φε­ρι­κή Στέρ­να λί­γο πριν από τη σχε­δόν ορι­στι­κή αχρη­σία τους.

…Μό­νη, και την καρ­διά της τό­σο πλή­θος
μό­νη, και στην καρ­διά της τό­σος μό­χθος
και τό­σος πό­νος, στά­λα-στά­λα μό­νος…
Μα­ζεύ­ο­ντας τον πό­νο της πλη­γής μας
να βγού­με από τον πό­νο της πλη­γής μας…

Η στρο­φή της επι­γρα­φής στην πύ­λη εί­ναι συ­νταγ­μέ­νη αδέ­ξια, αλ­λά με ει­λι­κρί­νεια ψυ­χής, αν κι αυ­τό από μό­νο του δεν εί­ναι βέ­βαια το πρώ­το ζη­τού­με­νο στην ποί­η­ση, γε­νι­κώς στην τέ­χνη, ού­τε εί­ναι το πα­σα­πόρ­τι για να μπαι­νο­βγαί­νεις στα χω­ρά­φια τους και να αλε­ο­που­λα­ρί­ζεις ασύ­δο­τος εκεί μέ­σα. Ψι­λά γράμ­μα­τα, θα πει κα­νείς όταν πρό­κει­ται για ζη­τή­μα­τα θα­νά­του όπου μπρο­στά τους όλα τα υπό­λοι­πα ωχριούν και κα­τα­ντούν ασή­μα­ντα.
Σε πρώ­τη ανά­γνω­ση το πε­ριε­χό­με­νο της επι­γρα­φής θυ­μί­ζει την Εξό­διο Ακο­λου­θία εις Κε­κοι­μη­μέ­νους του Μο­να­χού Ιω­άν­νη Δα­μα­σκη­νού, σχε­δόν σε κα­λεί να την ψά­λεις σε ήχο πλά­γιο τέ­ταρ­το ή ακό­μη και να τη μοι­ρο­λο­ή­σεις σε πο­ντια­κό σκο­πό, που σπα­ρα­ξι­κάρ­δια θρη­νεί την απώ­λεια της φιλ­τά­της πα­τρί­δος. Πολ­λές οι χα­μέ­νες πα­τρί­δες από τις πο­λε­μι­κές συρ­ρά­ξεις της φυ­λής, άλ­λες τό­σες όμως –και ση­μα­ντι­κό­τε­ρες– εν και­ρώ ει­ρή­νης από τις κα­κο­κε­φα­λιές μας.

ΟΡΩ CΕ ΤΑ­ΦΕ ΔΕΙ­ΝΗΝ Cȣ ΤΗΝ ΘΕΑ
ΚΑΙ ΚΑΡ­ΔΙΟ­CΤΑ­ΛΑ­ΚΤΟΝ ΟΜ­ΒΡΟΝ ΕΚ­ΧΕΩ
ΧΡΕ­ΟC ΤΟ ΚΟΙ­ΝΟ­ΒΛΗ­ΤΟΝ ΕΙΣ ΝȣΝ ΛΑΜ­ΒΑ­ΝΩΝ
ΠΩC ȣΝ ΔΙΑ­ΒΗ­CΟ­ΜΑΙ ΔΥ­CΧΕ­ΡΕΣ ΠΕ­ΡΑΣ
ΟΛΟΣ ΕΞΙ­CΤΑ­ΜΕ­ΝΟΣ ΚΑΙ ΤΡΕ­ΜΩΝ ΚΡΑ­ΖΩ
ΑΙΑΙ ΘΑ­ΝΑ­ΤΕ ΤΙC ΔΥ­ΝΑ­ΤΑΙ ΦΥ­ΓΕΙΝ CΕ 
~ ΜΑΪȣ Η΄ 1731 ~

Σε ελεύ­θε­ρη με­τα­γρα­φή: «Σε βλέ­πω, Τά­φε, με φρι­κτή τη θω­ριά σου, και τρέ­χου­νε νε­ρο­πο­ντή καρ­διο­στά­λα­χτα τα δά­κρυά μου. Το κοι­νό­βλη­το χρέ­ος, τη μοί­ρα του αν­θρώ­που συλ­λο­γί­ζο­μαι. “– Πώς άρα­γε θα δια­βώ το δύ­σκο­λο τέρ­μα;” Ανα­στα­τω­μέ­νος και τρέ­μο­ντας από την κορ­φή ώς τα νύ­χια, φω­νά­ζω. “– Αχου, αχ, Θά­να­τε, ποιος δύ­νε­ται να σε απο­φύ­γει;”».

Όταν στην ποί­η­ση γί­νε­ται λό­γος για τον κρα­ταιό Θά­να­το, ακό­μη και οι πε­νι­χροί, με­γα­λό­στο­μοι στί­χοι ενός ανώ­νυ­μου, πα­μπά­λαιου και άση­μου ποι­η­τή από ένα νη­σί του Αι­γαί­ου μπο­ρούν να συ­γκι­νή­σουν τον άν­θρω­πο όπου γης. Στην προ­κει­μέ­νη μά­λι­στα πε­ρί­πτω­ση, οι στί­χοι αυ­τοί εκτός από τους αιώ­νες που κου­βα­λούν στη ρά­χη τους, φέρ­νουν μα­ζί τους και δυο απρό­σμε­να δώ­ρα από το πε­ρι­φρο­νη­μέ­νο γλωσ­σι­κό πα­ρελ­θόν μας, τον «καρ­διο­στά­λα­κτον όμ­βρον» και το «χρέ­ος το κοι­νό­βλη­τον», δώ­ρα που μπο­λιά­ζουν με λι­βα­νω­τή μο­σχο­βο­λιά την πο­λύ­πα­θη γλώσ­σα μας. Το επί­θε­το καρ­διο­στά­λα­κτον (δά­κρυον) μαρ­τυ­ρεί­ται σε αρ­χαίο από­σπα­σμα από πά­πυ­ρο, που πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1900. Η λέ­ξη χρη­σι­μο­ποιεί­ται κι από τον Κω­στή Πα­λα­μά ως επι­θε­τι­κός προσ­διο­ρι­σμός στο ου­σια­στι­κό φι­λί (καρ­διο­στά­λα­χτο φι­λί) σε ποί­η­μά του από τα Πα­ρά­και­ρα (1919), αλ­λά το επί­θε­το κοι­νό­βλη­τος εί­ναι αμάρ­τυ­ρο αλ­λα­χό­θεν.

Αν, όπως λέ­γε­ται, εί­ναι μέ­γι­στη απώ­λεια και όνει­δος για τον άν­θρω­πο η κα­κο­ποί­η­ση, κά­πο­τε και η δο­λο­φο­νία, μιας λέ­ξης, άλ­λο τό­σο κέρ­δος εί­ναι η νε­κρα­νά­στα­σή της ή η γέν­νη­ση μιας άλ­λης, νέ­ας και πε­ρί­λα­μπρης σαν νε­ό­κο­πη μο­νέ­δα. Πα­τρί­δες εί­ναι και οι λέ­ξεις, άλ­λο­τε χα­μέ­νες κι άλ­λο­τε κερ­δι­σμέ­νες, όμως, η λα­λέ­ου­σα πη­γή με το λά­λον ύδωρ της, η καρ­πε­ρή μή­τρα της αρ­χέ­τυ­πης Μη­τέ­ρας Γλώσ­σας, σε πεί­σμα των χρη­σμών και των συμ­φο­ρών δεν έχει πά­ψει να γεν­νο­βο­λά αρ­τι­με­λή γλωσ­σι­κά νε­ο­γνά, ακό­μη και σε βια­στι­κές επο­χές που τις χα­ρα­κτη­ρί­ζει η αμά­θεια και η προ­χει­ρό­της της εδι­κής μας.
Τέ­τοιες στιγ­μές απώ­λειας ή κέρ­δους επ’ ου­δε­νί πρέ­πει ο άν­θρω­πος να τις αψη­φά. Ανά­γκη πά­σα να εγρη­γο­ρεί, να λυ­γί­ζει τις αντι­στά­σεις του και να τα­πει­νώ­νει το πεί­σμα του, για να μπο­ρεί η καρ­δία, ακό­μη κι αν «το σώ­μα κοι­μά­ται, αυ­τή ν’ αγρυ­πνεί» για να προ­σέρ­χε­ται λεύ­τε­ρη και να ευ­φραί­νε­ται ή να θλί­βε­ται κα­τά την πε­ρί­στα­ση. «Και­ρός τού κλαύ­σαι και και­ρός τού γε­λά­σαι», και­ρός για τον κο­πε­τό, και­ρός για το τρα­γού­δι και τον χο­ρό, λέ­νε οι πά­λι γρα­φές, κι ένας ξέ­νος ποι­η­τής, ει­δο­ποιεί κι αυ­τός με τον εδι­κό του τρό­πο.

– «Γκρέ­μι­σε τη μα­ταιο­δο­ξία σου, γκρέ­μι­σέ την», άν­θρω­πε!

Όλοι το γνω­ρί­ζουν, ότι η χα­ρά κι η πί­κρα, οι δυο στυ­λο­βά­τι­δες της ζω­ής, «μιαν ώραν εσπαρ­θή­κα­σι, κι’ ομά­δι εγεν­νη­θή­κα’» μα­ζί με τον άν­θρω­πο κι αυ­τές, που τον επι­σκέ­πτο­νται πε­ριο­δι­κώς κι εναλ­λάξ, πό­τε η μια, πό­τε η άλ­λη. Κά­πο­τε, σπα­νιό­τε­ρα, συμ­βαί­νει να τον επι­σκε­φθούν κι οι δυο μα­ζί, και τό­τε συμ­μα­χούν και τον πο­τί­ζουν ένα γλυ­κύ­πι­κρο ρο­σό­λι χα­ράς μα­ζί και πό­νου. Μπο­ρεί καμ­μιά φο­ρά ν’ αρ­γεί, αλ­λά για κα­θε­τί έρ­χε­ται η ώρα κι αν άφη­σες απρο­νό­η­τα να πε­τά­ξει το γρή­γο­ρο που­λί, το τα­χύ ξε­φτέ­ρι, άμε ύστε­ρα να το πε­ρι­μα­ζέ­ψεις, δεν ημπο­ρείς.

Ο Π. δεν ξε­κολ­λά το χέ­ρι του από τη βα­ρειά πύ­λη και μα­γνη­τι­σμέ­νος από τη λεία σα­γή­νη και τη δρό­σο του μαρ­μά­ρου συ­νε­χί­ζει να τη θω­πεύ­ει. Βαθ­μιαία η ανα­πνοή του αρ­χί­ζει να λι­γο­στεύ­ει, το μυα­λό του νυ­σταγ­μέ­νο μου­διά­ζει με μια γλυ­κειάν αγω­νία που δεν μπο­ρεί να της αντι­στα­θεί, λες και το άγ­γιγ­μα της πύ­λης τον προ­τρέ­πει να μη πα­λέ­ψει, αλ­λά να πα­ραι­τη­θεί, ν’ αφε­θεί στη γα­λί­φι­κη υπό­σχε­ση μιας άλ­λης γα­λή­νης, που δεν μπό­ρε­σε πα­ρά μό­νο λί­γες, με­τρη­μέ­νες στιγ­μές να βρει στη ζωή.
Τέ­λος, απο­φα­σί­ζει να την ανοί­ξει και κα­θώς πα­τεί πά­νω στο κα­τώ­φλι της τον δια­περ­νά ένα ρί­γος, ρί­γος μαρ­μα­ρω­μέ­νο σαν τη φω­νή τού προ αιώ­νων εκλι­πό­ντος άδο­ξου ποι­η­τή των στί­χων της επι­γρα­φής. Η σκέ­ψη του, «σκέ­ψη σχε­δόν ακά­μω­τη κι αμέ­σως ξε­χα­σμέ­νη», γλι­στρά σαν το πο­λυ­πλό­κα­μο χτα­πό­δι μέ­σ’ από το κε­φά­λι του και σω­ριά­ζε­ται στον πά­το ενός ξε­ρο­πή­γα­δου, αβο­ή­θη­τη κι αζή­τη­τη.
Εκεί, ακί­νη­τος, σχε­δόν ναρ­κω­μέ­νος ο Π. στον στε­γνό βυ­θό, νιώ­θει μια βρο­χή να πέ­φτει από το ανοι­χτό φι­λια­τρό του πη­γα­διού και να τον δρο­σί­ζει. Μό­νη τε­λευ­ταία έγνοια του, ότι δεν θα προ­λά­βει να γνω­στο­ποι­ή­σει στους πε­ρι­λει­πό­με­νους φί­λους τα όσα αό­ρα­τα έκρυ­βε επί αιώ­νες αυ­τή η επι­τύμ­βια πύ­λη, που ανα­κα­λύ­φθη­κε με τη συ­νέρ­γεια ενός ονεί­ρου και μιας πρό­σφα­της ανα­κο­μι­δής προ­σφι­λούς προ­σώ­που. Ανά­γλυ­φα λό­για, οπού σπά­νια κα­νείς τ’ ανι­στο­ρεί, αφού ευ­θύς μό­λις χα­ρα­χτούν, προ­τού κα­λά-κα­λά προ­λά­βουν να δια­βα­στούν, τα «σκε­πά­ζει βα­ρύ το έρε­βος» και το πέν­θος του χρό­νου. Ώσπου οι αιώ­νες που τα πή­ραν μα­κριά να τα ξα­να­φέ­ρουν πά­λι οπί­σω στην ώρα τους, λό­για που ται­ριά­ζουν φη­λί-κλει­δί στην απε­γνω­σμέ­νη κραυ­γή όλων των αν­θρώ­πων της γης.

– Αχου, αχ, Θά­να­τε, ποιος δύ­νε­ται να σε απο­φύ­γει;

Αντικρίζει με θάμβος τα όσα πρωτόγνωρα βλέπει.

Τώ­ρα, που εστα­μά­τη­σε η βρο­χή, ο Π. δια­κρί­νει από τον βυ­θό το στό­μιο του πη­γα­διού απ’ όπου ένα μπάλ­λω­μα ου­ρα­νού του χα­μο­γε­λά σαν μα­κρι­νό, αλ­λά φω­τει­νό αστέ­ρι. Ήρε­μος και σαν έτοι­μος από και­ρό ετοι­μά­ζε­ται να πλη­ρώ­σει το δι­κό του κοι­νό­βλη­τον χρέ­ος, έτσι που πά­ντα επι­θυ­μού­σε, μό­νος μέ­σα στη σϊ­ω­πή, αλ­λά δια­μιάς αστρά­φτει απρό­σμε­να φως και του φα­νε­ρώ­νει μο­νο­στιγ­μείς τά όσα ολό­κλη­ρη η ζωή αδυ­να­τού­σε να δεί­ξει. Ναι, εί­ναι σί­γου­ρος, ότι ήλ­θε η στιγ­μή να εξο­φλή­σει κι αυ­τός την ομό­μοι­ρη οφει­λή, αλ­λά αλ­λιώς, χω­ρίς να χρεια­στεί να ρω­τή­σει τον Χρό­νο και τον Θά­να­το κοι­νό­το­πες ρη­το­ρι­κές ερω­τή­σεις χα­ραγ­μέ­νες στο μάρ­μα­ρο ή στο χαρ­τί, κα­τα­δι­κα­σμέ­νες να μέ­νουν εσα­εί ανα­πά­ντη­τες. Άλ­λω­στε, έτσι που λι­γό­στε­ψε ο χρό­νος τώ­ρα πια, πού και­ρός για εν­δο­σκο­πή­σεις και σπά­τα­λες πο­λυ­τέ­λειες.
Αντι­κρί­ζει με θάμ­βος τα όσα πρω­τό­γνω­ρα βλέ­πει. Ένα ανα­ρίθ­μη­το πλή­θος κό­σμου, παρ­δα­λό, πε­ρι­δια­βά­ζει σου­λα­τσά­ρο­ντας εδώ κά­τω μέ­σα σε μιαν ακα­θό­ρι­στη βα­βού­ρα από ομι­λί­ες, όπου ανα­γνω­ρί­ζει μια επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη λέ­ξη, «απο­χω­ρι­σμός, απο­χω­ρι­σμός…». Πο­τέ δεν έχει δει συ­γκε­ντρω­μέ­νο τό­σο κό­σμο ού­τε καν τον Αύ­γου­στο στο «Και» της προ­κυ­μαί­ας του νη­σιού, και μουρ­μου­ρί­ζει μέ­σα από τα δό­ντια του με θαυ­μα­σμό μα­ζί κι ανα­κού­φι­ση.

– Συ­νεν­νο­ού­νται, λοι­πόν, με λό­για, και μά­λι­στα ελ­λη­νι­στί οι ψυ­χές όταν απο­χω­ρι­στούν το σώ­μα τους! Κι αυ­τή η πι­κρή λέ­ξη –«απο­χω­ρι­σμός»– τι άλ­λο μπο­ρεί να δη­λώ­νει πά­ρεξ ότι όλοι ετού­τοι κου­βα­λούν ακό­μη ασή­κω­τη τη νο­σταλ­γία για την Επά­νω Πα­τρί­δα;

Μέ­σα στο κα­τα­βυ­θι­σμέ­νο άγνω­στο πλή­θος δια­κρί­νει πο­λυα­γα­πη­μέ­νους φί­λους κι άλ­λους τό­σους συγ­γε­νείς, οπού μα­ζί τους κά­πο­τε συ­νέ­τρω­γε, συλ­λα­λού­σε και χω­ρά­τευε. Έχο­ντας νιώ­σει βα­θιά μέ­σα του την απου­σία τους, ήταν πά­ντα επι­θυ­μία του να τους συ­να­ντή­σει κά­ποια στιγ­μή στον ύπνο ή στον ξύ­πνο του, να τους ρω­τή­σει ένα σω­ρό πράγ­μα­τα κι απο­ρί­ες στοι­βαγ­μέ­νες φύρ­δην-μί­γδην μέ­σα του. Να, όμως, που τώ­ρα όλοι του οι σχε­δια­σμοί πά­νε πε­ρί­πα­το μέ­σα σε μια στιγ­μή. Το μό­νο που βρί­σκει να τους πει εί­ναι ό,τι πιο άσχε­το κι αδιά­φο­ρο του έρ­χε­ται στο μυα­λό, λες και τέ­τοια άβο­λη στιγ­μή τους προ­σκα­λεί να δει­πνή­σουν το βρά­δυ στο σπί­τι του!

– Με­τα­κό­μι­σα, δεν μέ­νω πια εκεί όπου ξέ­ρα­τε. Μέ­νω τρεις δρό­μους πα­ρα­κά­τω, τους φω­νά­ζει το­νί­ζο­ντας με ιδιαί­τε­ρη έμ­φα­ση το «πα­ρα­κά­τω».

Τον κοι­τά­ζουν, αλ­λά το βλέμ­μα τους δια­περ­νά το σώ­μα του σαν να ’ναι κα­μω­μέ­νο όχι από σάρ­κα και οστά, μα από διά­φα­νο γυα­λί, ύστε­ρα καρ­φώ­νε­ται οπί­σω και χά­νε­ται κά­που μα­κριά, απλα­νές και άδειο. Νιώ­θει ντρο­πή για την ανό­η­τη, την αχρεί­α­στη πλη­ρο­φο­ρία που τους έδω­σε, αλ­λά εί­ναι πια αρ­γά κι εί­ναι άσκο­πο ακό­μη και να τους γνέ­ψει ότι με­τά­νιω­σε, αφού απο­γοη­τευ­μέ­νος συ­νει­δη­το­ποιεί ότι δεν έχουν καν αντι­λη­φθεί την πα­ρου­σία του. Εί­ναι προ­φα­νές ότι ακό­μη δεν έχει γί­νει ένας από αυ­τούς. Τον κα­τα­κλύ­ζει μια αί­σθη­ση ανα­πη­ρί­ας και μα­ταί­ω­σης, το πα­ρά­πο­νο ενός ανεκ­πλή­ρω­του ονεί­ρου.

– Τι κι αν έχο­με ξα­να­ντα­μώ­σει πά­λι τώ­ρα; Αυ­τοί έχουν πια εξο­φλη­μέ­νο το κοι­νό­βλη­το χρέ­ος τους κι εγώ δεν ανή­κω ακό­μη στον εδι­κό τους κό­σμο. Φαί­νο­νται σο­φό­τε­ροι, αλ­λά δεν εί­ναι γα­λη­νε­μέ­νοι, το νιώ­θω, το βλέ­πω. Χω­ρί­ζουν πα­ντο­τι­νώς οι δρό­μοι των ζω­ντα­νών και των πε­θα­μέ­νων, οι κό­σμοι μας ξε­χω­ρι­στοί, οι δρό­μοι μας αντί­θε­τοι, καμ­μιά συ­μπό­ρευ­ση, κι εί­ναι των αδυ­νά­τω αδύ­να­το να συ­να­πα­ντη­θού­με. Ας έχο­με γεν­νη­θεί στον ίδιο τό­πο, τώ­ρα εί­ναι άλ­λη του κα­θε­νός η πο­θει­νή πα­τρί­δα.

Πα­ρα­ζα­λι­σμέ­νος ο Π. τσι­μπά τα μά­γου­λά του να βε­βαιω­θεί ότι ακό­μη ζει.

– Αν τε­λι­κά προ­λά­βω να τα πω τού­τα στους επά­νω, ποιος θα τα πι­στέ­ψει αφού κα­νείς δεν τα εί­δε με τα μά­τια του, κα­νείς δεν τ’ άκου­σε με τ’ αφτιά του; Αυ­τή η πύ­λη, πού μό­λις τώ­ρα κα­τα­λα­βαί­νω πό­σοι την έχουν δια­βεί, πρέ­πει να γί­νει πύ­λη ει­ρη­νο­φό­ρα, πύ­λη μα­γι­κή κι ευ­φρό­συ­νη για τους ζω­ντα­νούς, συλ­λο­γί­ζε­ται, αλ­λά οι σκέ­ψεις του πνί­γο­νται μέ­σα στη γε­νι­κή βα­βού­ρα, που συ­νε­χί­ζε­ται αδιά­πτω­τη μα­ζί μ’ εκεί­νη τη λέ­ξη που ξε­χω­ρί­ζει, «απο­χω­ρι­σμός».

Αρ­χί­ζει ν’ ανα­μα­σά μη­χα­νι­κά σαν προ­σευ­χή με­ρι­κές λέ­ξεις, που έρ­χο­νται στα χεί­λη του από την επι­τύμ­βια επι­γρα­φή.

– «Χρέ­ος πώς ουν δια­βή­σο­μαι δυ­σχε­ρές πέ­ρας…».

Ύστε­ρα –

Στα ονεί­ρα­τα του ύπνου και του ξύ­πνου μας προσ­δο­κού­με συ­χνά πράγ­μα­τα που τε­λι­κά δεν πραγ­μα­το­ποιού­νται, κα­θώς η φο­ρά (και η κα­τα­φο­ρά) της τύ­χης και των ποι­κι­λό­τρο­πων, ασύμ­πτω­των συμ­πτώ­σε­ων εί­ναι συ­χνά ισχυ­ρό­τε­ρη από τους αν­θρώ­πι­νους προ­γραμ­μα­τι­σμούς, τις επι­θυ­μί­ες και τις ευ­σε­βείς ευ­χές.
Όμως με­τά από την κα­τά­βα­ση, τη νέ­κυια του χθε­σι­νο­βρα­δι­νού ονεί­ρου, ο Π. ξυ­πνά το πρωί με έντο­νο το συ­ναί­σθη­μα μιας ευ­τυ­χί­ας σαν να ’χε επι­τέ­λους πραγ­μα­το­ποι­ή­σει κοι­μι­σμέ­νος όσα επί χρό­νια έλ­πι­ζε να πραγ­μα­τω­θούν ξυ­πνη­τός – «εγώ κα­θεύ­δω και η καρ­δία μου αγρυ­πνεί». Κι αυ­τό για να πλη­ρω­θεί γι’ ακό­μη μια φο­ρά το ρη­θέν ότι εί­ναι ανά­γκη να ονει­ρευό­μα­στε, ακό­μη κι αν εί­μα­στε συ­ντε­τριμ­μέ­νοι από του βί­ου την κα­κο­τυ­χία και την απελ­πι­σία ‒ ιδί­ως τό­τε. Ανοί­γει διά­πλα­τα το πα­ρά­θυ­ρο της κά­μα­ράς του κι αντι­κρί­ζει μια μέ­ρα ηλιό­λου­στη, μέ­ρα χα­ρά-θε­ού.

– Ώρα κα­λή!, φω­νά­ζει αυ­θόρ­μη­τα σαν ν’ απευ­θύ­νε­ται σε αγα­πη­μέ­νη κα­μα­ρά­δα που ανα­πά­ντε­χα τη συ­να­ντά.

Χτες όλο το βρά­δυ έπε­φτε ένα ευ­λο­γη­μέ­νο, πο­τι­στι­κό ψι­λό­βρο­χο με­τά από ένα μή­να ανα­βρο­χιάς και μό­νο την αυ­γή εί­χε κά­μει ανέ­καμ­μα. Τα αρ­γο­πο­ρη­μέ­να δια­μά­ντια των στα­γό­νων στρα­φτα­λί­ζουν τώ­ρα στα κα­τα­πρά­σι­να φύλ­λα της πο­λύ­φο­ρης κο­ντο­λε­μο­νιάς-κο­ντο­λε­μο­νί­τσας, που ’ναι σαν πο­λυ­έ­λαιος μες στο μι­κρό πε­ρι­βό­λι με τα κί­τρι­να λε­μό­νια της αναμ­μέ­να κε­ριά, και τα άν­θια της άσπρες πε­τα­λού­δες, που μό­λις τώ­ρα ξε­δί­πλω­σαν τα μο­σκο­βο­λι­στά φτε­ρά τους. Μες στο προ­στα­τευ­μέ­νο αλω­νά­κι της, δεν έχουν θέ­ση οι λω­λο­α­γέ­ρη­δες, οι πα­γε­τοί και οι καύ­σω­νες του και­ρού ού­τε οι ασυμ­φω­νί­ες, οι έρι­δες και τα συμ­φέ­ρο­ντα των αν­θρώ­πων και των λα­ών. Το ημε­ρο­λό­γιο πά­νω στο γρα­φείο δεί­χνει 21 του Μάρ­τη, εα­ρι­νή ιση­με­ρία, μα­θές ίση μέ­ρα ίση νύ­χτα, γιορ­τή της ανα­γέν­νη­σης της Φύ­σης, γιορ­τή και της Ποι­ή­σε­ως.

– Πά­νω Κό­σμος, Κά­τω Κό­σμος, Ζωή, Θά­να­τος, δρό­μοι πά­νω, δρό­μοι κά­τω, ισο­μοι­ρα­σμέ­να πρά­μα­τα, τα­κτο­ποι­η­μέ­να νέ­τα-σκέ­τα. Τα­κτο­ποι­η­μέ­να; Ποιος μας βε­βαιώ­νει ότι δεν σφάλ­λο­με στην κο­σμι­κή τά­ξη και ότι πράγ­μα­τι έτσι εί­ναι η ζωή;, ανα­ρω­τιέ­ται με κα­θα­ρό­τε­ρο μυα­λό τώ­ρα. Αν μό­νο απο­φά­σι­ζαν οι άν­θρω­ποι να σκε­φτούν αφα­νά­τι­στοι, να κα­τα­λά­βουν πό­σο εύ­κο­λα δαι­μο­νο­ποιού­με τα δι­κά μας λά­θη για ν’ απο­σεί­σο­με τις ευ­θύ­νες από πά­νω μας –μή­πως δεν γί­νε­ται έτσι και στην πο­λι­τι­κή που βα­σα­νί­ζει λα­ούς και χώ­ρες;–, αυ­τό το άθλη­μα, το να τρα­βι­ζά­ρεις το βά­ρος και την ευ­θύ­νη, ήταν ανέ­κα­θεν πο­λύ δη­μο­φι­λές, πο­λύ βο­λι­κό για τ’ αν­θρώ­πι­να πλά­σμα­τα.

Όμως τα που­λιά κε­λαη­δούν με­θυ­σμέ­να από ζωή, αφιο­νι­σμέ­να κι από έρω­ντα, χω­ρίς να νοιά­ζο­νται για ημε­ρο­μη­νί­ες κι άχρη­στους υπο­λο­γι­σμούς. Βα­θυ­πρά­σι­νες πι­νε­λιές τα λι­γο­στά δέ­ντρα στις σκι­σμές των γκρί­ζων βρά­χων κι ένα ζω­νά­ρι θα­λάσ­σης που υπο­γραμ­μί­ζει με με­νε­ξε­δί με­λά­νι όλη τού­τη την ευ­μορ­φιά. Στο βά­θος, η Δή­λος, η θε­ο­γεν­νη­μέ­νη και η θε­ο­γεν­νή­τρα, λί­γο δε­ξιό­τε­ρα η Ρή­νεια, το νη­σί των νε­κρών, όπου τώ­ρα τη βο­ρει­νή πού­ντα της κα­τά τον μαΐστρο με­ριά την εγκα­τοι­κούν κο­πά­δια οι γλά­ροι, γι’ αυ­τό κι ονο­μά­ζε­ται «Γλα­ρό­που­ντα». Ύστε­ρα νη­σιά κι άλ­λα νη­σιά, το ένα πί­σω από τ’ άλ­λο σε μιαν ανυ­πέρ­βλη­τη μου­σι­κή σύν­θε­ση οπού πο­τέ μου­σουρ­γός δεν μπό­ρε­σε να συν­θέ­σει. Μου­ζι­κή γεν­νη­μέ­νη από το χώ­μα, τον ήλιο, τον αγέ­ρα και τη θά­λασ­σα, μου­ζι­κή ξα­να­γυ­ρι­σμέ­νη κα­τά το δί­καιο, όπως όλα τα επι­γής, εκεί όπου ανή­κει, στο χώ­μα.
«Αν συλ­λο­γι­ζό­σουν ώς πού τε­λειώ­νουν τα όμορ­φα νη­σιά», εύ­χε­ται ο Σε­φέ­ρης σ’ ένα από τα εξο­χό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα που έχουν γρα­φτεί στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα. Το συ­γκε­κρι­μέ­νο μέ­ρος του ποι­ή­μα­τος απο­τε­λεί­ται από τρεις συ­ντο­μό­τα­τες στρο­φές, εξ ών η τε­λευ­ταία μο­νό­στι­χη. Όλες κι όλες οι λέ­ξεις που το συ­να­παρ­τί­ζουν μό­λις εξή­ντα έξι ‒με­τρη­μέ­νες εξή­ντα έξι‒, ακρι­βώς δι­πλά­σιες από εκεί­νες της πα­λιάς επι­γρα­φής στη μαρ­μά­ρι­νη πύ­λη, δι­πλά­σιες και οι αρά­δες του, όπου, μ’ ένα κτη­τι­κό «της» («δι­κό της») ο ποι­η­τής απο­φα­σί­ζει γι’ άλ­λη μια φο­ρά να εμπλέ­ξει θαυ­μα­τουρ­γά κι αξε­διά­λυ­τα τη γυ­ναί­κα με τη θά­λασ­σα. «Το δέρ­μα σου γλι­στρού­σε στο δέρ­μα της εύ­κο­λο και ζε­στό». Σε ποιο δέρ­μα γλι­στρού­σε το δέρ­μα του ποι­η­τή; Της γυ­ναί­κας ή της θά­λασ­σας; Την ίδια στιγ­μή, ένα «κα­μα­κω­μέ­νο χτα­πό­δι» στα ρη­χά τι­νά­ζει το επι­θα­νά­τιο με­λά­νι του. Ύστε­ρα, απέ­ρα­ντη γα­λή­νη.

– «Σε κοί­τα­ζα μ’ όλο το φως και το σκο­τά­δι που έχω».

Λί­γο πα­ρα­κά­τω, ο ίδιος ποι­η­τής επα­λη­θεύ­ο­ντας γι’ άλ­λη μια φο­ρά, από άλ­λους τολ­μη­ρό­τε­ρους δρό­μους το ρη­τό της λαϊ­κής σο­φί­ας, το ντυ­μέ­νο για λό­γους γο­ή­τρου με κα­θα­ρευου­σιά­νι­κη ντυ­μα­σιά, «πυρ, γυ­νή και θά­λασ­σα», θα προ­σθέ­σει κι αυ­τός σαν τον αρ­χαίο φι­λό­σο­φο και τον εγ­γλέ­ζο δά­σκα­λό του στο δι­κό του ποί­η­μα το άλ­λο κα­τα­λυ­τι­κό στοι­χείο, τη φω­τιά, που κυ­ριαρ­χεί πά­νω σ’ όλα και τα πά­ντα κρί­νει.

Και το πέ­ρα­σμα και το στα­μά­τη­μα
και το πλά­για­σμα και το τί­ναγ­μα
τα χεί­λια το χαϊ­δε­μέ­νο δέ­ρας,
όλα γυ­ρεύ­ουν να κα­ούν…

– Αρ­γά ή γρή­γο­ρα, έρ­χε­ται πά­ντα η ορι­σμέ­νη ώρα για αν­θρώ­πους και για τό­πους, ακό­μα κι αν αυ­τοί οι τό­ποι εί­ναι γεν­νή­το­ρες θε­ών, σκέ­φτε­ται ο Π. Την ανά­γκη αυ­τή μή­τε οι θε­οί μή­τε οι άν­θρω­ποι μπο­ρούν να την αλ­λά­ξουν, «αγέ­ρα­στος να μεί­νει ο άν­θρω­πος δεν εί­ναι δυ­να­τόν» ‒ το τρα­γου­δά­ει και η Σαπ­φώ, η συν­νη­σιώ­τισ­σά μας. Ού­τε οι θε­οί μέ­νουν αθά­να­τοι, πό­σους απ’ αυ­τούς έχο­με ξε­κά­μει μέ­σα στον ρουν την αν­θρώ­πι­νης ιστο­ρί­ας μας! Και­ρός για τον νό­στο, και­ρός και για τον μι­σε­μό, και­ρός για την ομι­λία και και­ρός για τη σϊ­ω­πή. Μα σή­με­ρα, όλα εί­ναι φως κι όλα εί­ναι άνοι­ξη εδώ πέ­ρα.
Εν­στι­κτω­δώς τού έρ­χο­νται στο μυα­λό τρεις πε­ριώ­νυ­μοι σο­λω­μι­κοί στί­χοι από ισά­ριθ­μα ποι­ή­μα­τα, που δο­ξά­ζουν τη γλύ­κα της ζω­ής, κι ασυ­γκρά­τη­τος, γε­μά­τος ώς τα μπού­νια από το σφρί­γος μιας νε­κρα­νά­στα­σης, τους απαγ­γέλ­νει με­γα­λό­φω­να σαν ξόρ­κι.

– «Δεν τόλ­πι­ζα νά­ν’ η ζωή μέ­γα κα­λό και πρώ­το – Γλυ­κιά η ζωή και ο θά­να­τος μαυ­ρί­λα – Όποιος πε­θά­νη σή­με­ρα χί­λιες φο­ρές πε­θαί­νει»!

Οι λέ­ξεις του ποι­η­τή, μια φω­νή φω­τός, μια ηχη­τι­κή φω­το­συρ­μή από σπί­θες λα­μπε­ρής φω­τιάς, γλι­στρούν και τρέ­χουν σαν πο­τά­μι. Κα­τά βά­θος ο Π. νιώ­θει ότι ακό­μη και τα λό­για των ποι­η­τών εί­ναι φο­ρές που δεν αρ­κούν όσο ποι­η­τι­κά κι αν εί­ναι, κι αρ­χί­ζει να κά­νει αυ­τό που ξέ­ρει πο­λύ κα­λά στις τέ­τοιες πε­ρι­στά­σεις, να πα­ρα­λα­λεί, μα­θές να πα­ρα­μι­λεί, όχι προς εκτό­νω­ση, αλ­λά για πα­ρα­μυ­θία, επα­να­λαμ­βά­νο­ντας ευ­φρό­συ­να λα­χα­νια­σμέ­νος κά­ποιους ήχους φτειαγ­μέ­νους από αγα­πη­μέ­νες, αλ­λά πε­τσο­κομ­μέ­νες λέ­ξεις ποι­η­μά­των, συλ­λα­βές τυ­χαία συρ­ραμ­μέ­νες δί­χως νό­η­μα, αλ­λά με τον Ρυθ­μό που μπο­ρεί να κι­νή­σει ολό­κλη­ρο το σύ­μπαν. Ήχους ακα­τά­λη­πτους για όσους δεν ομι­λούν την «ιδιά­ζου­σα διά­λε­κτο» των ερα­στών και των νο­σταλ­γών, που τό­σο λι­γό­στε­ψαν στη ζωή μας.

– Πρι­λής‒ερώ‒χο­ρέ‒γε­λού, προ­βά‒βε­λά‒θα­λά‒ρα­νού.

Και ξα­νά, αλ­λά­ζο­ντας τη σει­ρά.

– Προ­βά‒βε­λά‒θα­λά‒ρα­νού, πρι­λής‒ερώ‒χο­ρέ‒γε­λού.

Τέ­λος, εν­θυ­μού­με­νος και τις κα­τα­λη­κτι­κές αρά­δες από το εξαί­σιο «Άγρα­φον» του Σι­κε­λια­νού τις επι­κα­λεί­ται κι αυ­τές ακρω­τη­ρια­σμέ­νες.

– Θα­μά‒υπό‒με­γά‒αντί, φεγ­γιά‒δι­καί‒στρα­πή‒ελ­πί…

Αν κα­νείς τον άκου­γε, σί­γου­ρα θα έλε­γε ότι του έχει σα­λέ­ψει. Όμως ο άν­θρω­πος ‒το εί­παν κι άλ­λοι, όλα τα ’χουν πει οι ποι­η­τές, τί­πο­τε δεν τους έχει ξε­φύ­γει‒ δεν αντέ­χει πολ­λή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κι άμα ζο­ρι­στεί ποιος ξέ­ρει τι μπο­ρεί να κά­νει. Το ακα­τα­νό­η­το μπο­ρεί μό­νο με το ακα­τα­νό­η­το να εν­νοη­θεί, κι όπως δια­τεί­νε­ται μια άλ­λη λυ­ρι­κή ψυ­χή, εί­ναι με κά­τι τέ­τοια «λό­για πα­ρά­ξε­να κι αι­νιγ­μα­τι­κά, κρυ­φές συλ­λα­βές όπου πα­σχί­ζουν οι άν­θρω­ποι την ταυ­τό­τη­τά τους ν’ αρ­θρώ­σουν».
Συλ­λα­βές σαν κι αυ­τές, που έχουν τη δύ­να­μη μέ­χρι και τον μη­χα­νι­σμό του κό­σμου να ξε­κλει­δώ­σουν εί­ναι οι άναρ­θρες φω­νί­τσες της ηδο­νής και της τρυ­φε­ρό­της, το γουρ­γου­ρη­τό από το κα­σου­λά­κι που ρου­θου­νί­ζει χω­μέ­νο στη μα­σχά­λη μας, τα κε­λαη­δη­τά ψελ­λί­σμα­τα του μω­ρού όταν το λού­ζο­με σε χλια­ρό, ευω­δια­στό νε­ρό κι ύστε­ρα το σφογ­γί­ζο­με μ’ αφρά­το πε­σκί­ρι, οι στε­ναγ­μοί του αν­θρώ­που, που χέ­ρια πι­δέ­ξια μα­λά­ζουν και κα­τευ­νά­ζουν το πο­νε­μέ­νο σαρ­κίο του. Όλα τού­τα εί­ναι το πα­ρά­παν της γεν­ναιο­δω­ρί­ας της ζω­ής, ευ­δαί­μων όποιος εγκαί­ρως το κα­τα­λά­βει και γλυ­τώ­σει από το κυ­νή­γι των κα­τά συρ­ρο­ήν δια­ψεύ­σε­ων, που τσα­λα­κώ­νουν στο τέ­λος και τον πιο ρω­μα­λέο άν­θρω­πο.
Μια παυ­σί­λυ­πη τρυ­φε­ρό­τη, μια στορ­γή για τον εαυ­τό του και για όλον τον κό­σμο, που ζει και δο­κι­μά­ζε­ται ανά­με­σα στο σφυ­ρί και στο αμό­νι, μια αλ­λη­λεγ­γύη κι ευ­γνω­μο­σύ­νη για την ανοι­ξιά­τι­κη φύ­ση, πού ’ναι σή­με­ρα στην κα­λή της ώρα, τυ­λί­γει τον Π. ωσάν κου­κού­λι. Μέ­σα στο ανοι­ξιά­τι­κο ρα­βαΐσι της ζω­ής τρι­γύ­ρω, βε­βαιώ­νε­ται γι’ ακό­μη μια φο­ρά, ότι δεν εί­ναι άλ­λος πα­ρά μό­νο ένας, ο μπα­γά­σας, ο πε­ζε­βέ­γκης ο Θά­να­τος, πού απο­δεί­χνει και δια­σφα­λί­ζει τη γλυ­κύ­τη­τά της Ζω­ής σε πεί­σμα των πα­θών και των βα­σά­νων της.

Μπα­γά­σας, μα­θές έξυ­πνος και κα­τα­φερ­τζής, πε­ζε­βέ­γκης, μα­θές προ-αγω­γός με την πρω­ταρ­χι­κή, την κα­λή έν­νοια του «προ-άγω». Εν­διά­με­σος προ­ξε­νη­τής και με­σά­ζων, ρου­φιά­νος δη­λα­δή, μοι­ρά­ζει με γνώ­μο­να την εδι­κή του δι­καιο­σύ­νη έτσι που μό­νον αυ­τός γνω­ρί­ζει το με­ρί­διο της ζω­ής, προ­τού μας αρ­πά­ξει για τα πέ­ραν. Πα­ντα­χού πα­ρών αρ­χι­φύ­λαξ κι άγρυ­πνος προ­στά­της της Ζω­ής, αντι­χνού­με­νος χαρ­του­λά­ρης κι αδά­μα­στος θε­μα­το­φύ­λα­κάς της, πα­ντού και πά­ντα ο Θά­να­τος, ο Θά­να­τος, αλ­λά εμείς, αφε­λείς κι άμα­θοι, πα­ρα­συρ­μέ­νοι, τον προ­σβάλ­λο­με επι­πό­λαια κι άδι­κα φτύ­νο­ντας τον κόρ­φο μας κά­θε που θ’ ακου­στεί τ’ όνο­μά του!
Ο Π. υπο­μει­διά συ­γκα­τα­βα­τι­κά οι­κτεί­ρο­ντας από μέ­σα του τους πα­ρά­φρο­νες που πε­ρίσ­σε­ψαν στους και­ρούς μας, τους υπερ­φί­α­λους θια­σώ­τες μιας αιώ­νιας, αλ­λά μα­ρα­γκια­σμέ­νης ζω­ής χω­ρίς ανα­γέν­νη­ση, χω­ρίς νε­ό­τη. Όλους αυ­τούς τους μι­κρό­νο­ες, που ονει­ρεύ­ο­νται και το ’χουν βά­λει σκο­πό τους να κά­νουν αθά­να­τη, μα­θές ανυ­πό­φερ­τη, του θνη­τού αν­θρώ­που τη θνη­τή ζωή. Να την με­ταλ­λά­ξουν σ’ ένα ξε­ρό φύλ­λο δέ­ντρου πα­τι­κω­μέ­νο ανά­με­σα στις σε­λί­δες ενός αδιά­βα­στου βι­βλί­ου.
Δεν εί­ναι δα απα­ραί­τη­τη καμ­μιά μα­ντι­κή ικα­νό­τη ή σο­φία για να προ­βλέ­ψει κα­νείς τα ζο­φε­ρά συ­νε­πα­κό­λου­θα αυ­τής της Ύβρε­ως, άλ­λω­στε αυ­τά εί­ναι γνω­στά αρ­χαιό­θεν. Ο πλα­νή­της γε­μά­τος από Τι­θω­νούς, Μα­θου­σά­λες και Σί­βυλ­λες, αδεια­νά καυ­κιά τζι­τζι­κιών, στε­γνά κο­χύ­λια και φυ­ρα­μέ­να στα­μνιά, θα ’χει τό­τε μό­νο αντί­βα­ρο στο μαρ­τύ­ριο μιας ζω­ής, που ήταν κά­πο­τε πο­λύ­τι­μη και κα­τά­ντη­σε βά­σα­νο και κου­ρέ­λι, ένα μο­να­δι­κό τρα­γού­δι μα­ζί και θρή­νο, μιαν επω­δό, που θα μπο­ρού­σες να την πεις κι επω­δή, ένα ξόρ­κι από δυο αδύ­να­μες λέ­ξεις –«ἀπο­θα­νεῖν θέ­λω»–, οπού άγριοι αγέ­ρη­δες θα τις πα­ρα­σέρ­νουν συ­ρί­ζο­ντας σαν φί­δια απ’ άκρη σ’ άκρη στην έρη­μη, στην κου­φή πια μάν­να γη.

Μό­νον ελά­χι­στοι, με μό­να εφό­διά τους ώς το τέ­λος τη στό­χα­ση και τη φω­νή, θα προ­κρί­νουν να ζή­σουν σύμ­φω­να με τον χρό­νο που δό­θη­κε από τη φύ­ση στον άν­θρω­πο. Και κά­νο­ντας «οί­στρο της ζω­ής τον φό­βο του θα­νά­του», θα επι­μέ­νουν να παί­ζουν τον γλυ­κό σκο­πό της γλυ­κειάς ζω­ής με τ’ αση­μέ­νια σου­βριά­λια τους με­λε­τώ­ντας την άνοι­ξη μες στο βι­βλίο του χει­μώ­να.

(Νο­έμ­βριος - Δε­κέμ­βριος 2019)


Από το υπό έκ­δο­ση βι­βλίο Το σε­ντού­κι που γύ­ρευε το κλει­δί του και άλ­λες δι­η­γή­σεις.




ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Πα­να­γιώ­τη Κου­σα­θα­νά ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: