Του Σ., που ανακάλυψε την επιγραφή· του Π., που την ανέγνωσε·
και του άλλου Π., που ονειρεύτηκε ότι την ονειρεύτηκε.
Ἀγήραον ἄνθρωπον ἔοντ’ οὐ δύνατον γένεσθαι. ΣΑΠΦΩ
Με τη σκαλιγμένη επιγραφή επάνω της και τον μαίανδρο τριγύρω σαν μπιρμπιλωτό τουρναλέτο νυφικής κλίνης, όπου έχει πλαγιάσει άνυμφος γαμπρός, μαρμάρινη, και στο μέγεθος πελώρια σαν εκείνη που σκέπει το μικρό δέμας του βασανισμένου Γεωργίου Βιζυηνού στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, θα μπορούσε κανείς να τη θεωρήσει επιτύμβια πλάκα. Ο Π. παρατηρεί το αυλακωμένο κατώφλι, τις φαγωμένες παραστάδες, τις αρμονικά σμιλεμένες λεπτομέρειές της και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι πλάκα, αλλά πύλη.
Κάτω από την επιγραφή της υπάρχει ένα ανάγλυφο κόσμημα, ίδιο κι απαράλλακτο μ’ εκείνο το μακάβριο με το οποίο σκόπευε να κοσμήσει το εξώφυλλο των ποιημάτων του ο άλλος κακορίζικος ποιητής μας, ο Κώστας Καρυωτάκης. Το «στολίδι», μια νεκροκεφαλή με δυο οστά χιαστί, είναι όπως αυτό που έχουν σήμερα σταμπαρισμένο στη συσκευασία τους τα γεωργικά δηλητήρια και τα ποντικοφάρμακα. Παλιότερα το ’βλεπες και στα ράφια των φαρμακείων, εκεί όπου ήταν τοποθετημένα τα πολύχρωμα μπουκάλια και τα βάζα με τα πιο πίζουλα φάρμακα – οι σπετσιέρηδες έπρεπε να ’χουν δεκατέσσερα τα μάτια τους μη ξεπατώσουν κάναν άνθρωπο και πάει άδικα των αδίκω.
Μολονότι από τη φύση τους ψυχρά υλικά το μάρμαρο κι η πέτρα, λεπτοδουλεμένα από τη σμίλη του μάστορα και γλυμμένα από το κύμα της θάλασσας και του αγέρα ή την πολύχρονη χρήση, ανταποδίδουν πάντα με θαλπωρή και τρυφερότη το άγγιγμα καθενός. Ο Π. αγγίζει την πύλη απαλά και νιώθει ότι τα δάχτυλά του χαϊδεύουν βελούδο ή μαλακές παρειές νεάνιδος, εκείνες όπου πάνω τους ξαγρυπνά ο έρως. Οι ξανθές κορασίδες, οι «ξανθοί άγγελοι», όπως τις αποκαλούσε ο ίδιος ο Βιζυηνός, ήταν που γοήτευαν τον ποιητή και διηγηματογράφο έως τα στερνά του, όταν έπαθε ο δύστυχος ό,τι χειρότερο μπορεί να πάθει άνθρωπος, να «μεταβληθεί εντός του ο ρυθμός του κόσμου».
Είχεν αρχίσει να σουρουπώνει και ο Π. με δυσκολία διαβάζει την κεφαλαιογράμματη επιγραφή πάνω στο μάρμαρο συμπληρώνοντας περισσότερο από διαίσθηση και λιγότερο από βεβαιότη όσα ανάγλυφα γράμματα είναι δυσανάγνωστα ή ακρωτηριασμένα. Είναι μια εξάστιχη στροφή από ασταθείς ενδεκασύλλαβους στίχους, που τους εδόξασαν οι παλαιοί, Ιταλοί κυρίως, ποιητές, ας μην ξεχνάμε όμως ότι και στη δική μας εποχή, το 1935, τους ελάμπρυνε η σεφερική Στέρνα λίγο πριν από τη σχεδόν οριστική αχρησία τους.
…Μόνη, και την καρδιά της τόσο πλήθος
μόνη, και στην καρδιά της τόσος μόχθος
και τόσος πόνος, στάλα-στάλα μόνος…
Μαζεύοντας τον πόνο της πληγής μας
να βγούμε από τον πόνο της πληγής μας…
Η στροφή της επιγραφής στην πύλη είναι συνταγμένη αδέξια, αλλά με ειλικρίνεια ψυχής, αν κι αυτό από μόνο του δεν είναι βέβαια το πρώτο ζητούμενο στην ποίηση, γενικώς στην τέχνη, ούτε είναι το πασαπόρτι για να μπαινοβγαίνεις στα χωράφια τους και να αλεοπουλαρίζεις ασύδοτος εκεί μέσα. Ψιλά γράμματα, θα πει κανείς όταν πρόκειται για ζητήματα θανάτου όπου μπροστά τους όλα τα υπόλοιπα ωχριούν και καταντούν ασήμαντα.
Σε πρώτη ανάγνωση το περιεχόμενο της επιγραφής θυμίζει την Εξόδιο Ακολουθία εις Κεκοιμημένους του Μοναχού Ιωάννη Δαμασκηνού, σχεδόν σε καλεί να την ψάλεις σε ήχο πλάγιο τέταρτο ή ακόμη και να τη μοιρολοήσεις σε ποντιακό σκοπό, που σπαραξικάρδια θρηνεί την απώλεια της φιλτάτης πατρίδος. Πολλές οι χαμένες πατρίδες από τις πολεμικές συρράξεις της φυλής, άλλες τόσες όμως –και σημαντικότερες– εν καιρώ ειρήνης από τις κακοκεφαλιές μας.
ΟΡΩ CΕ ΤΑΦΕ ΔΕΙΝΗΝ Cȣ ΤΗΝ ΘΕΑ
ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΟCΤΑΛΑΚΤΟΝ ΟΜΒΡΟΝ ΕΚΧΕΩ
ΧΡΕΟC ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΛΗΤΟΝ ΕΙΣ ΝȣΝ ΛΑΜΒΑΝΩΝ
ΠΩC ȣΝ ΔΙΑΒΗCΟΜΑΙ ΔΥCΧΕΡΕΣ ΠΕΡΑΣ
ΟΛΟΣ ΕΞΙCΤΑΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΤΡΕΜΩΝ ΚΡΑΖΩ
ΑΙΑΙ ΘΑΝΑΤΕ ΤΙC ΔΥΝΑΤΑΙ ΦΥΓΕΙΝ CΕ
~ ΜΑΪȣ Η΄ 1731 ~
Σε ελεύθερη μεταγραφή: «Σε βλέπω, Τάφε, με φρικτή τη θωριά σου, και τρέχουνε νεροποντή καρδιοστάλαχτα τα δάκρυά μου. Το κοινόβλητο χρέος, τη μοίρα του ανθρώπου συλλογίζομαι. “– Πώς άραγε θα διαβώ το δύσκολο τέρμα;” Αναστατωμένος και τρέμοντας από την κορφή ώς τα νύχια, φωνάζω. “– Αχου, αχ, Θάνατε, ποιος δύνεται να σε αποφύγει;”».
Όταν στην ποίηση γίνεται λόγος για τον κραταιό Θάνατο, ακόμη και οι πενιχροί, μεγαλόστομοι στίχοι ενός ανώνυμου, παμπάλαιου και άσημου ποιητή από ένα νησί του Αιγαίου μπορούν να συγκινήσουν τον άνθρωπο όπου γης. Στην προκειμένη μάλιστα περίπτωση, οι στίχοι αυτοί εκτός από τους αιώνες που κουβαλούν στη ράχη τους, φέρνουν μαζί τους και δυο απρόσμενα δώρα από το περιφρονημένο γλωσσικό παρελθόν μας, τον «καρδιοστάλακτον όμβρον» και το «χρέος το κοινόβλητον», δώρα που μπολιάζουν με λιβανωτή μοσχοβολιά την πολύπαθη γλώσσα μας. Το επίθετο καρδιοστάλακτον (δάκρυον) μαρτυρείται σε αρχαίο απόσπασμα από πάπυρο, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1900. Η λέξη χρησιμοποιείται κι από τον Κωστή Παλαμά ως επιθετικός προσδιορισμός στο ουσιαστικό φιλί (καρδιοστάλαχτο φιλί) σε ποίημά του από τα Παράκαιρα (1919), αλλά το επίθετο κοινόβλητος είναι αμάρτυρο αλλαχόθεν.
Αν, όπως λέγεται, είναι μέγιστη απώλεια και όνειδος για τον άνθρωπο η κακοποίηση, κάποτε και η δολοφονία, μιας λέξης, άλλο τόσο κέρδος είναι η νεκρανάστασή της ή η γέννηση μιας άλλης, νέας και περίλαμπρης σαν νεόκοπη μονέδα. Πατρίδες είναι και οι λέξεις, άλλοτε χαμένες κι άλλοτε κερδισμένες, όμως, η λαλέουσα πηγή με το λάλον ύδωρ της, η καρπερή μήτρα της αρχέτυπης Μητέρας Γλώσσας, σε πείσμα των χρησμών και των συμφορών δεν έχει πάψει να γεννοβολά αρτιμελή γλωσσικά νεογνά, ακόμη και σε βιαστικές εποχές που τις χαρακτηρίζει η αμάθεια και η προχειρότης της εδικής μας.
Τέτοιες στιγμές απώλειας ή κέρδους επ’ ουδενί πρέπει ο άνθρωπος να τις αψηφά. Ανάγκη πάσα να εγρηγορεί, να λυγίζει τις αντιστάσεις του και να ταπεινώνει το πείσμα του, για να μπορεί η καρδία, ακόμη κι αν «το σώμα κοιμάται, αυτή ν’ αγρυπνεί» για να προσέρχεται λεύτερη και να ευφραίνεται ή να θλίβεται κατά την περίσταση. «Καιρός τού κλαύσαι και καιρός τού γελάσαι», καιρός για τον κοπετό, καιρός για το τραγούδι και τον χορό, λένε οι πάλι γραφές, κι ένας ξένος ποιητής, ειδοποιεί κι αυτός με τον εδικό του τρόπο.
– «Γκρέμισε τη ματαιοδοξία σου, γκρέμισέ την», άνθρωπε!
Όλοι το γνωρίζουν, ότι η χαρά κι η πίκρα, οι δυο στυλοβάτιδες της ζωής, «μιαν ώραν εσπαρθήκασι, κι’ ομάδι εγεννηθήκα’» μαζί με τον άνθρωπο κι αυτές, που τον επισκέπτονται περιοδικώς κι εναλλάξ, πότε η μια, πότε η άλλη. Κάποτε, σπανιότερα, συμβαίνει να τον επισκεφθούν κι οι δυο μαζί, και τότε συμμαχούν και τον ποτίζουν ένα γλυκύπικρο ροσόλι χαράς μαζί και πόνου. Μπορεί καμμιά φορά ν’ αργεί, αλλά για καθετί έρχεται η ώρα κι αν άφησες απρονόητα να πετάξει το γρήγορο πουλί, το ταχύ ξεφτέρι, άμε ύστερα να το περιμαζέψεις, δεν ημπορείς.
Ο Π. δεν ξεκολλά το χέρι του από τη βαρειά πύλη και μαγνητισμένος από τη λεία σαγήνη και τη δρόσο του μαρμάρου συνεχίζει να τη θωπεύει. Βαθμιαία η αναπνοή του αρχίζει να λιγοστεύει, το μυαλό του νυσταγμένο μουδιάζει με μια γλυκειάν αγωνία που δεν μπορεί να της αντισταθεί, λες και το άγγιγμα της πύλης τον προτρέπει να μη παλέψει, αλλά να παραιτηθεί, ν’ αφεθεί στη γαλίφικη υπόσχεση μιας άλλης γαλήνης, που δεν μπόρεσε παρά μόνο λίγες, μετρημένες στιγμές να βρει στη ζωή.
Τέλος, αποφασίζει να την ανοίξει και καθώς πατεί πάνω στο κατώφλι της τον διαπερνά ένα ρίγος, ρίγος μαρμαρωμένο σαν τη φωνή τού προ αιώνων εκλιπόντος άδοξου ποιητή των στίχων της επιγραφής. Η σκέψη του, «σκέψη σχεδόν ακάμωτη κι αμέσως ξεχασμένη», γλιστρά σαν το πολυπλόκαμο χταπόδι μέσ’ από το κεφάλι του και σωριάζεται στον πάτο ενός ξεροπήγαδου, αβοήθητη κι αζήτητη.
Εκεί, ακίνητος, σχεδόν ναρκωμένος ο Π. στον στεγνό βυθό, νιώθει μια βροχή να πέφτει από το ανοιχτό φιλιατρό του πηγαδιού και να τον δροσίζει. Μόνη τελευταία έγνοια του, ότι δεν θα προλάβει να γνωστοποιήσει στους περιλειπόμενους φίλους τα όσα αόρατα έκρυβε επί αιώνες αυτή η επιτύμβια πύλη, που ανακαλύφθηκε με τη συνέργεια ενός ονείρου και μιας πρόσφατης ανακομιδής προσφιλούς προσώπου. Ανάγλυφα λόγια, οπού σπάνια κανείς τ’ ανιστορεί, αφού ευθύς μόλις χαραχτούν, προτού καλά-καλά προλάβουν να διαβαστούν, τα «σκεπάζει βαρύ το έρεβος» και το πένθος του χρόνου. Ώσπου οι αιώνες που τα πήραν μακριά να τα ξαναφέρουν πάλι οπίσω στην ώρα τους, λόγια που ταιριάζουν φηλί-κλειδί στην απεγνωσμένη κραυγή όλων των ανθρώπων της γης.
– Αχου, αχ, Θάνατε, ποιος δύνεται να σε αποφύγει;