Δε θυμήθηκε την ύπαρξή μου, ούτε τη στενότατη συγγένειά μας, παρά μόνο όταν οι ρευματισμοί τον καθήλωσαν στο κρεβάτι.
Εκεί, στο παλαιό οίκημα, όπου ο μηδέποτε νυμφευθείς ηλικιωμένος είχε περάσει την άσκοπη ζωή του, εκτυλίχθηκε επίσης ο ασυνήθιστος βίος της Υπαλίας. Τα όσα ακολουθούν αποτελούν εκμυστηρεύσεις του αρρώστου.
Η Υπαλία ήταν ένα κοριτσάκι τριών χρόνων όταν ο συγγενής μου την περιμάζεψε μια βροχερή νύχτα, αφού τη βρήκε χαμένη, δίχως να ξέρει να πει πού έμενε ούτε να προφέρει άλλο όνομα εξόν απ’ αυτή την παράξενη λέξη, αλλοιωμένη εκδοχή, πιθανότατα, του ονόματός της.*
Ανέπτυξε για κείνη μια ιδιαίτερη στοργή, φαινόμενο άλλωστε όχι σπάνιο όταν πρόκειται για τέτοιους μισανθρώπους. Για χάρη της προσέλαβε Αγγλίδα γκουβερνάντα, καθηγήτρια πιάνου και ζωγραφικής. Στα δεκαέξι της χρόνια (η μέχρι τότε ζωή της δεν έχει σημασία για τούτη την αφήγηση) ήταν μια άψογη δεσποινίδα –αν και κάπως απόμακρη–, και μάλιστα εκθαμβωτικά όμορφη.
Είχε όμως τέτοιαν εμμονή με την ομορφιά της, ώστε η αυταρέσκεια δεν άργησε να την οδηγήσει στην παραφροσύνη.
Το σπίτι διέθετε ένα ευρύχωρο υπόγειο με πολύ καλό φωτισμό, γιατί όταν ο συγγενής μου ήταν νέος το χρησιμοποιούσε ως αίθουσα ξιφασκίας.
Εκείνο το υπόγειο έγινε για την Υπαλία το επωαστήριο της τρέλας της. Αν εξαιρέσει κανείς τις ώρες που κοιμόταν, εκεί περνούσε όλον της το χρόνο, μέρα νύχτα, καθισμένη μπροστά σε έναν από τους λευκούς τοίχους, πάντοτε στην ίδια θέση. Ισχυριζόταν ότι έβλεπε το είδωλό της σ’ εκείνο τον τοίχο, ακριβώς όπως σ’ έναν καθρέφτη, και μάλιστα πιο καθαρά απ’ ό,τι στα καλύτερα επαργυρωμένα κρύσταλλα.
Όλες οι προσπάθειες που έγιναν προκειμένου να έρθει στα σύγκαλά της στάθηκαν μάταιες. Άφηνε να την απομακρύνουν από το σημείο που τόσο βλαβερή επίδραση είχε πάνω της χωρίς καμιάν αντίσταση· αλλά κατόπιν είχε τόσο σοβαρές ενοχλήσεις στην καρδιά, ώστε ήταν απαραίτητο να την εγκαταλείψουν πάλι στη μανία της.
Ντυμένη πάντοτε στα λευκά, που είναι το χρώμα των αθεράπευτα τρελών, μπροστά στον λευκό τοίχο, βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο σ’ εκείνη τη γαλήνια ιδιωτεία, από την οποία απουσίαζε ολότελα ο στοχασμός: τόσο απόλυτη ήταν η ικανοποίηση που αντλούσε από την καλλονή της. Αποζητούσε τη μοναξιά, και γινόταν σκυθρωπή όταν πήγαιναν και την ενοχλούσαν κατά τη διάρκεια της αποκλειστικής της απασχόλησης. Ο ηλικιωμένος συγγενής είχε φτάσει στο σημείο να τη βλέπει μονάχα τη νύχτα, όταν, σαν πανώριο φάντασμα, έμπαινε στο υπνοδωμάτιό της μ’ εκείνο το αργό, αιωρούμενο σχεδόν, βάδισμα των εκστατικών.
Μέρα με τη μέρα η Υπαλία εξαϋλωνόταν, ενώ η ομορφιά της γινόταν ολοένα και πιο αιθέρια· το δέρμα της ήταν πλέον τόσο χλωμό που έμοιαζε διάφανο, ενώ η ίδια είχε βυθιστεί σε μιαν απόκοσμη σιωπή που ταίριαζε σε οπτασία. Όταν πέθανε, θα έλεγε κανείς ότι η λευκότητά της ξεγλίστρησε από το σώμα της σαν αδιόρατο σύννεφο· γιατί το μόνο διακριτό σημάδι του θανάτου της ήταν το κιτρινωπό χρώμα που προσέλαβε η επιδερμίδα της.
Κάμποσες μέρες μετά το θάνατό της, πήγαν να πάρουν από το υπόγειο την πολυθρόνα όπου είχε περάσει δύο χρόνια μέσα στην αδιατάρακτη ευτυχία του αυτοθαυμασμού της. Και ο θετός πατέρας της, κοιτάζοντας με ανείπωτη πικρία εκείνο τον τοίχο, απέναντι στον οποίο αισθανόταν μιαν αόριστη ζήλια, ως εάν επρόκειτο για κάποιον αντίζηλο, ανακάλυψε ένα θαύμα.
Υπήρχε εκεί, πολύ αχνό, τόσο που μονάχα στο φως του μεσημεριού μπορούσε κανείς να το διακρίνει, ένα πορτρέτο της Υπαλίας…
Δεν ήταν δυνατόν να το πιστέψω, παρά μόνο βλέποντάς το με τα ίδια μου τα μάτια.
Ήταν πέρα για πέρα αλήθεια, όσο απίθανο κι αν φαίνεται.
Γαλήνια, λεπταίσθητη όπως μονάχα η μακρινή μαρμαρυγή μιας χαραυγής στα χιόνια, πρόβαλλε η ζωντανή εικόνα της Υπαλίας, ή μάλλον η Υπαλία η ίδια, με όλη την άυλη, ύστατη ομορφιά της. Επρόκειτο για ένα ομοίωμα που φαινόταν να προέρχεται από το εσωτερικό του τοίχου, και όχι για κάποια προσωπογραφία ζωγραφισμένη στην επιφάνειά του – άλλωστε δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτό που αντικρίζαμε δεν ήταν ζωγραφική. Ήταν μάλλον μια αντανάκλαση, που έδινε ακέραιη την εντύπωση της ζωής.
…Και την έδινε σε τέτοιο βαθμό, ώστε μια ακατανίκητη περιέργεια ν’ αγγίξω εκείνη την «εικόνα» κυρίευσε το πνεύμα μου: μια περιέργεια την οποία συγκρατούσε μόνον ο σεβασμός, γιατί η εικόνα ζούσε κατά τέτοιον τρόπο, ώστε φοβόμουν μήπως ψηλαφώντας τη θα προσέβαλλα την αιδώ της.
Έτεινα, παρ’ όλα αυτά, το χέρι προς το αψεγάδιαστο μάγουλο, με κάποιο τρέμουλο συγκίνησης και προσμονής.
Το μάγουλο είχε τη θέρμη του ανθρώπινου σώματος, έστω κι αν η θέρμη αυτή ήταν ανεπαίσθητη!
Μόλις κατάφερα να δαμάσω την ταραχή μου, έκανα μια καταληκτική δοκιμή. Άγγιξα κάμποσες φορές το πορτρέτο –ας το ονομάσουμε έτσι–, καθώς και τα γύρω σημεία του τοίχου. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Η διαφοροποιημένη θερμοκρασία ήταν γεγονός.
Ένα κοινό θερμόμετρο επιβεβαίωσε προ ολίγου την πεποίθησή μας – γιατί ο ηλικιωμένος συγγενής θέλησε να διαπιστώσει και ο ίδιος το γεγονός. Και νομίζω πως κάτι σοβαρό πρόκειται να του συμβεί, του δύστυχου. Μέσα σε τρεις μόνο μέρες έχει γεράσει φρικτά. Δεν κάνει τίποτε άλλο από το να φωνάζει τη νεκρή Υπαλία, την αγαπημένη του νεκρή…
…Νεκρή;…
* Πράγματι, το όνομα του πρωτοτύπου (Hipalia) αποτελεί, προφανώς, παραλλαγή του ονόματος της Αλεξανδρινής νεοπλατωνικής φιλοσόφου και μαθηματικού Υπατίας (Hipacia ή Hipatia στα ισπανικά).