Το μύθευμα του Μπόρχες για «το διήγημα του Μπόρχες»

Το μύθευμα του Μπόρχες για «το διήγημα του Μπόρχες»

Με­τά­φρα­ση: Λευ­τέ­ρης Μα­κε­δό­νας

Όπως εί­ναι γνω­στό, ο Νόρ­μαν Τό­μας Ντι Τζιο­βάν­νι[1] με­τέ­φρα­σε στα αγ­γλι­κά ένα σε­βα­στό τμή­μα τού έρ­γου τού Χόρ­χε Λουίς Μπόρ­χες. Αφο­σιω­μέ­νος σε αυ­τήν του την ερ­γα­σία, διέ­μει­νε για ένα με­γά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα στο Μπου­έ­νος Άι­ρες, κά­που γύ­ρω στο 1970. Τον γνώ­ρι­σα προ­σω­πι­κά, εί­δα πώς ερ­γα­ζό­ταν και μπο­ρώ να σας δια­βε­βαιώ­σω, ότι ο άν­θρω­πος ήταν ευ­φυ­ής, μορ­φω­μέ­νος, ικα­νός κι ιδιαί­τε­ρα σχο­λα­στι­κός στη δου­λειά του.

Εί­ναι βέ­βαιο, ότι η φι­λι­κή σχέ­ση με­τα­ξύ του Μπόρ­χες και του Ντι Τζιο­βάν­νι τε­λι­κώς εκ­φυ­λί­σθη­κε – για λό­γους που εγώ αγνοώ – κι ότι ο Μπόρ­χες έφτα­σε να χο­λω­θεί με τον βο­ρειο­α­με­ρι­κά­νο με­τα­φρα­στή του.
Για αυ­τόν τον λό­γο, χρό­νια με­τά, θε­ώ­ρη­σε πως εί­χε έρ­θει η κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή να απο­κα­λύ­ψει μία ιστο­ρία. Θα τη βρει κα­νείς στις σε­λί­δες 36-38 του έρ­γου τού Ρο­μπέρ­το Αλι­φά­νο Το χιού­μορ τού Μπόρ­χες (Μπου­έ­νος Άι­ρες, Πρόα 2000), ένα ανά­γνω­σμα το οποίο, πα­ρε­μπι­πτό­ντως, θα μου επι­τρέ­ψε­τε να σας συ­στή­σω ανε­πι­φύ­λα­κτα.

Ο Μπόρχες με τον Ντι Τζιοβάννι
Ο Μπόρχες με τον Ντι Τζιοβάννι

Ο Μπόρ­χες κι ο Αλι­φά­νο συ­ζη­τούν για τη συ­νή­θεια του να πί­νει κα­νείς μά­τε, για τα λά­θη που γί­νο­νται συ­χνά κα­τά την ετοι­μα­σία του, τις οξεί­ες πα­ρε­νέρ­γειες που μπο­ρεί να έχει η υπερ­βο­λι­κή πρό­σλη­ψή του κλπ. Όμως, «μά­τε» δεν εί­ναι μό­νο το ρό­φη­μα, αλ­λά και το δο­χείο από το οποίο το πί­νου­με. Η αυ­στη­ρή ορ­θο­δο­ξία υπο­δει­κνύ­ει, ότι το δο­χείο αυ­τό πρέ­πει οπωσ­δή­πο­τε να εί­ναι μία κο­λο­κύ­θα· η ετε­ρο­δο­ξία δύ­να­ται να προ­σλά­βει διά­φο­ρες μορ­φές, όλες τους επί­μεμ­πτες (μία σιέλ κού­πα στην πε­ρί­πτω­ση του Δον Ισί­δρο Πα­ρό­δι των Έξι προ­βλη­μά­των,[2] ένα ξύ­λι­νο μά­τε στην πε­ρί­πτω­ση του γρά­φο­ντος αυ­τό το άρ­θρο· ακό­μη και –horresco referens[3]– ένα απλό γυά­λι­νο πο­τή­ρι τού νε­ρού στις πιο αι­ρε­τι­κές πε­ρι­πτώ­σεις).

Μι­λά­ει ο Μπόρ­χες:

«Εί­χα δύο ει­δών μά­τε, ένα σε σχή­μα γα­λέ­τας[4] κι ένα άλ­λο κοι­νό, σε στυλ κού­πας. Τώ­ρα, αλί­μο­νο, έχω απω­λέ­σει αυ­τήν τη συ­νή­θεια – πα­ρα­πο­νιέ­ται. Δεν μου κά­θε­ται κα­λά· πα­ρό­τι, που και που, έχω ακό­μη την τά­ση να υπο­πί­πτω στο ατό­πη­μα του να πί­νω από κα­νέ­να μά­τε, ίσως μό­νο και μό­νο για να ξε­χαρ­μα­νιά­σω λί­γο, όπως έλε­γε η μη­τέ­ρα μου».

Ο Μπόρ­χες κά­νει μία παύ­ση, γε­λά­ει κα­τερ­γά­ρι­κα και συ­νε­χί­ζει να μι­λά­ει. Δεν σου έχω δι­η­γη­θεί πο­τέ αυ­τό που μου συ­νέ­βη με τον Ντι Τζιο­βάν­νι; – σχο­λιά­ζει. Λοι­πόν, εί­χε μό­λις με­τα­φρά­σει ένα βι­βλίο μου στα αγ­γλι­κά. Σε κά­ποιο από τα δι­η­γή­μα­τα, υπάρ­χει ένας Ιν­διά­νος που πνέ­ει τα λοί­σθια με­τά από μία μά­χη· σέρ­νε­ται μέ­χρι τον δή­μιο και ζη­τά­ει να τον απο­τε­λειώ­σουν. Λέ­ει: “Σκο­τώ­στε με,[5] ο υπαρ­χη­γός Πα­γιέ θέ­λει να πε­θά­νει”.
Ξέ­ρε­τε τι έγρα­ψε ο Ντι Τζιο­βάν­νι στην υπο­σέ­λι­δη πα­ρα­πο­μπή του; “Μά­τε: αρ­γε­ντί­νι­κο[6] αφέ­ψη­μα, το οποίο πί­νε­ται με ένα εξάρ­τη­μα που ονο­μά­ζε­ται κα­λα­μά­κι”.[7] Προ­σω­πι­κά, το βρί­σκω εκ­πλη­κτι­κό, πώς δεν κα­τά­λα­βε, ότι αυ­τό που ζη­τού­σε ο Ιν­διά­νος ήταν να τον σκο­τώ­σουν κι όχι να του βρά­σουν λί­γο μά­τε. Δεν ξέ­ρω, ήταν κά­τι το τό­σο απλό, σαν να ζη­τάς μία μπύ­ρα Κίλ­μες ή ένα τζιν Μπολς.[8]

Μπόρχες με τον Αλιφάνο
Μπόρχες με τον Αλιφάνο

Δεν μπο­ρεί να το αρ­νη­θεί κα­νείς, ότι η ιστο­ριού­λα εί­ναι χα­ρι­τω­μέ­νη. Ωστό­σο, τα πράγ­μα­τα συ­νέ­βη­σαν με εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο.
Πρώ­τα απ’ όλα, συ­νι­στώ στους πιο φι­λο­πε­ρί­ερ­γους ανα­γνώ­στες, να ψά­ξουν σε όλα τα έρ­γα τού Μπόρ­χες τα οποία έχει με­τα­φρά­σει στα αγ­γλι­κά ο Ντι Τζιο­βάν­νι, τη συ­γκε­κρι­μέ­νη υπο­σέ­λι­δη ση­μεί­ω­ση, προ­κει­μέ­νου να δια­πι­στώ­σουν ακρι­βώς πώς εί­ναι γραμ­μέ­νη η ανα­φο­ρά.
Να σας προ­λά­βω, λέ­γο­ντάς σας, ότι θα απο­τύ­χε­τε στην ανα­ζή­τη­σή σας. Δεν υπάρ­χει τέ­τοια υπο­σέ­λι­δη ση­μεί­ω­ση, διό­τι δεν υπάρ­χει με­τά­φρα­ση του συ­γκε­κρι­μέ­νου δι­η­γή­μα­τος στα αγ­γλι­κά. Και δεν υπάρ­χει τέ­τοια με­τά­φρα­ση στα αγ­γλι­κά, διό­τι πο­τέ δεν υπήρ­ξε το συ­γκε­κρι­μέ­νο κεί­με­νο στα ισπα­νι­κά. Ενό­σω ένα τμή­μα τού εγκε­φά­λου τού Μπόρ­χες εξέ­θε­τε στον Αλι­φά­νο τι τύ­που σκεύη μά­τε εί­χε στο σπί­τι του, ένα άλ­λο τμή­μα του εφεύ­ρι­σκε ταυ­τό­χρο­να την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του δι­η­γή­μα­τος, το επει­σό­διο, τον υπαρ­χη­γό, το όνο­μά του, την πα­ρά­κλη­ση, τη με­τά­φρα­ση στα αγ­γλι­κά, την υπο­σέ­λι­δη ση­μεί­ω­ση.

Η χα­ρά τού αυ­το­σχε­δια­σμού, η προ­τί­μη­ση στην υπερ­βο­λή, η ευ­χα­ρί­στη­ση που προ­σφέ­ρει το χιού­μορ, συ­να­σπί­σθη­καν στο πρό­σω­πο του Μπόρ­χες, ώστε να προσ­δώ­σουν στον πρώ­ην φί­λο του Ντι Τζιο­βάν­νι έναν βαθ­μό βλα­κεί­ας κι ανι­κα­νό­τη­τας, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τα οποία μα­κράν απεί­χαν από το να τον χα­ρα­κτη­ρί­ζουν: εν κα­τα­κλεί­δι, μία λα­μπρή άσκη­ση λο­γο­τε­χνί­ας τού φα­ντα­στι­κού.

Για τον Φερ­νά­ντο Σο­ρε­ντί­νο βλ. και Χάρ­της/6

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: