Ο Gad Kaynar-Kissinger (γενν. 1947) είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Θεάτρου του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ και πρόεδρος του Διεθνούς Φόρουμ Θεατρικών Συγγραφέων της UNESCO. Έχει διδάξει Εβραϊκή Γλώσσα και Λογοτεχνία ως επισκέπτης καθηγητής στα Πανεπιστήμια του Μονάχου και της Βιέννης. Έχει διατελέσει δραματολόγος των τριών μεγαλύτερων θεάτρων του Ισραήλ και έχει μεταφράσει 70 θεατρικά έργα από αγγλικά, γερμανικά, νορβηγικά και σουηδικά. Για τις μεταφράσεις του των έργων του Ίψεν ανακηρύχθηκε το 2009 Ιππότης του Βασιλικού Τάγματος της Νορβηγίας. Παίζει και σκηνοθετεί στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Έχει εκδώσει επτά ποιητικά βιβλία, μεταξύ των οποίων και το δίγλωσσο έργο Lo que queda («Αυτό που απομένει») στα εβραϊκά και ισπανικά. Το βιβλίο του ADHD απέσπασε το βραβείο της Ένωσης Ισραηλινών Συγγραφέων. Ποιήματά του δημοσιεύονται σε σημαντικά εβραιόφωνα και αγγλόφωνα λογοτεχνικά περιοδικά. Η απόδοση των ποιημάτων εδώ, έγινε με οδηγό την αγγλική μετάφραση της Natalie Feinstein, με τη συνεργασία του ποιητή
Δέκα ποιήματα του Γκαντ Κέιναρ-Κίσινγκερ
Επιλογή-μετάφραση της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου
Ο μύθος του Σίσυφου
Αναφέρεις τον Σίσυφο, κι εγώ δεν σκέφτομαι την κατάρα,
τον τύπο που σπρώχνει ένα βράχο να τον ανεβάσει στο βουνό ούτε
τον αναπόδραστο κατήφορο, παρά τον άλλο
που κείτεται νεκρός στη ρίζα του βουνού, έχοντας συντριβεί
από το κατρακύλισμα του βράχου.
Είναι η στιγμή, όπως μας λέει ο Καμύ, που ο Σίσυφος
κατακτά τη μεγαλειώδη νίκη του κοιτώντας
κάτω, την τόση απόσταση που κάλυψε, και απολαμβάνει
τον άθλο του που ούτε οι Θεοί μπορούν να
του αφαιρέσουν, τυφλωμένος από τη θέα του άντρα που κείτεται πέρα
εκεί, στον οποίο τώρα έχουν προστεθεί κι άλλα καταπλακωμένα κορμιά
(Ίσως ο βοσκός απ’ τον Κιθαιρώνα που παραιτήθηκε απ’ το μύθο του
αναζητώντας ένα χαμένο αρνί, ίσως η Διδώ
κι ο Αινείας που συνουσιάζονταν σε μια σκιερή γωνιά, ίσως κάποιος
που είχε ακούσει γι’ αυτόν τον τύπο ή για την τιμωρία και το βράχο
και στάθηκε λίγο να πάρει μάτι και να σαρκάσει.)
Η στοίβα ολοένα ψηλώνει, το διάστημα που διανύει
το κατρακύλισμα του βράχου συντομεύει. Η νίκη γίνεται ολοένα πιο μικρή.
Ωστόσο ο Σίσυφος κι ο βράχος του θα συνεχίσουν
να στέκονται στην κορυφή και να κομπάζουν,
κι όταν ακόμα η στοίβα των πτωμάτων θα έχει καλύψει το βουνό
και θα τους έχει θάψει ζωντανούς.
Ιδομενέας
Στο πρότυπο του Αγαμέμνονα και του Ιεφθάε από τη Γαλαάδ,
ο Ιδομενέας από την Κρήτη πήρε μέρος στην εκστρατεία της Τροίας
μόνο για να θυσιάσει
τον πρώτο που θα έβγαινε απ’ το σπίτι του καθώς επέστρεφε
θριαμβευτής.
Τον γιο του.
Για τη δόξα, το αίμα, την εκδίκηση
και για
μία αράδα στο μύθο.
Πράγματι, ο λόγος δεν ήταν το πρόσωπο
που έστειλε χίλια πλοία σε μια παράλογη, άχρηστη
αποστολή αυτοκτονίας
αλλά
η προοπτική πως θα κρατούσε στο χέρι μια απαλή μπούκλα
πως θα ’μενε ασυγκίνητος στις κραυγές ικεσίας
πως θα ’νιωθε της αμυδρής ανάσας την πνοή
και το αίμα ν’ αναβλύζει κατά κύματα απ’ το λεπτό
αγαπημένο
στόμα.
Η σάρκα από τη σάρκα σου.
Να μην κοιμάσαι πια.
Να είσαι καταραμένος στον αιώνα.
Και να κερδίσεις μιαν αράδα στον μύθο.
Ο Οιδίποδας βαδίζει στην εξορία
Τρελά τα περιστέρια τσιμπολογούν τα μάτια του πρωινού
χύνουν ό,τι φαγώσιμο του δόθηκε για το ταξίδι
στον Κολωνό.
Η πόρτα κλείνει πίσω του σαν μάτι ετοιμοθάνατου κύκλωπα.
Προχωρεί σέρνοντας τα πόδια στις χλιαρές εκκρίσεις του ήλιου,
γυρεύοντας το δρόμο που δεν έχει επιστροφή σκορπίζει
για πετραδάκια σκοτωμένα περιστέρια
που έχουν ποδοπατήσει τα σανδάλια του
τα οποία δεν βλέπει.
Κλασικός φιλόλογος κάνει διακοπές στην Κόρινθο
Οι σοφοί άνεμοι της Κορίνθου ανακατεύουν τα μαλλιά του, κατάλευκα σαν
το σπίτι της Μήδειας που μένει σφραγισμένο, αν εξαιρέσουμε το θάλαμο
όπου έγινε η σφαγή κι ο Ιάσονας τον νοικιάζει ως μπανγκαλόου
σε ειδικούς της κλασικής φιλολογίας.
Το προσπέκτους διαφημίζει χορτοφαγικό μενού με
ηλιόσπορους κι ένα ευχάριστο ψηφιακό παιχνίδι για τα παιδιά:
Μια εκδρομή αλλέ-ρετούρ στον ήλιο μέσα σε πολυτελείς
τεφροδόχους.
Το χειρότερο
Το χειρότερο με προσπερνά
σαν ηθοποιός που απομνημονεύει
ρόλο που είχε ξεχάσει από καιρό γυρίζω πίσω
μαθαίνοντας απ’ έξω όλη μου τη ζωή
για να μη γελοιοποιηθώ τη στιγμή που θα με
συστήνω στον εαυτό μου
Το χειρότερο με προς-
περνά
σαν να είχε στόχο κάποιον
άλλο.
Θα καταλάβει
το λάθος του.
Και θα γυρίσει
Ικεσία
Ικετεύω την απέραντη κόπωσή μου να με κατατροπώσει
σαν τον δράκο που τον Άγιο Γεώργιο εκλιπαρεί
να φυτέψει με λίπασμα το ηττημένο του κορμί ένα βασίλειο στις όχθες του Λήθη ποταμού
με αρρενωπά μοντέλα από παλιούς καιρούς να τριποδίζουν πλάι του
στολίζοντάς το μ’ ένα στεφάνι σαχλά χαμόγελα.
Στο συρτάρι της Μητέρας μου
Στο συρτάρι της Μητέρας μου
βρήκα αεροφωτογραφίες
που με χαρτογραφούσαν
επιμελώς
από μακριά.
Από ψηλά.
Χωρίς άγγιγμα.
Μια σκέψη
Όταν μια σκέψη γκρεμίζεται στα πόδια μου
χτυπημένη
δένω τις φτερούγες της
που εγώ τις είχα ψαλιδίσει
ώσπου να μ’ επισκεφτεί πάλι
διστακτικά
πετώντας.
Και την ξαναπυροβολώ.
Times Square: Μεσημέρι με καύσωνα
Φόρα τις σαγιονάρες σου.
Ο ουρανός είναι σπασμένος. Θα κοπείς.
Το αγόρι δεν πιάνει τις σπασμένες
μεταφορές. Θα κοπεί.
Η πληγή θα μολυνθεί. Το αγόρι θα μεταλλαχτεί
σε γκουρού της Πέμπτης λεωφόρου.
Ή σε αναπηρία.
Ό,τι έρθει πρώτο.
Στο μεταξύ άγγελοι εξ ουρανού
ποδοπατιούνται με γήινες μπότες
πασχίζοντας να μαζέψουν τα κομμάτια
με τα τενεκέδια τους ανάμεσα στις ορδές των ποδιών
για να φύγουν να φύγουν να φύγουν, να φτάσουν
στην Πλατεία των Καιρών. Το αφεντικό δεν περιμένει.
Ούτε ο βασιλιάς των θηρίων
χυμένος σ’ έναν ουρανοξύστη
τυφλώνοντας όσους βαδίζουν με τεράστιες
λάμψεις διαλύοντας το θρόνο
του βασιλέα των βασιλέων που λίγο θέλει
να προσγειωθεί στα κεφάλια τους
ενώ κρέμεται με την τελευταία στάλα της δύναμής του
με σιωπηλά ουρλιαχτά και μια απειλητική
ανεξιχνίαστη έκφραση
με το ένα χέρι πάνω από
την Times Square.
Στο ΜΟΜΑ, τώρα: Φεστιβάλ
για τον Μπάστερ Κήτον και τις βουβές
ταινίες.
Σαν τον Βάλτερ Μπένγιαμιν
Για τον Φρέντι
Σαν λαούτο
που μια πνοή αέρα το χαϊδεύει
και τραγουδάει μόνο του
έγραφε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Σαν πνοή αέρα
που ένα λαούτο τη χαϊδεύει
και τραγουδάει μόνη της
γράφω.
Σαν άνθρωποι
που τους λείπει ο αέρας
στραγγαλισμένοι από χορδές
και χαϊδεύονται.
Σαν εκείνους
που δεν υπάρχουν πια.
Και μας χαϊδεύουν.
Και τραγουδάμε.
Σαν τον Βάλτερ Μπένγιαμιν.