Χάρτης θαλάσσης

James Dixon, «To ναυάγιο του Τιτανικού» (1970)
James Dixon, «To ναυάγιο του Τιτανικού» (1970)

Ο αέρας στο Ρίο Γαγιέγος, όπου ήμουνα τον περασμένο μήνα, μ’ έκανε ν’ αλλάξω ρότα. Φοβήθηκα να συνεχίσω για τη Γη του Πυρός. Έτσι που φυσούσε, θα μ’ εκσφενδόνιζε στην Ανταρκτική. «Έφτασα αρκετά χαμηλά. Καιρός να ξαναρχίσω ν’ ανεβαίνω» είπα. Με το πρώτο πλοίο βγήκα σ’ ένα άλλο μεγάλο λιμάνι, στο Κομοντόρο Ριβαντάβια. Και τα τυχαία που με ακολουθούν για να με ενθουσιάζουν κάθε φορά, τώρα έβαλαν στο διπλανό μου κάθισμα έναν φοιτητή, ο οποίος επέστρεφε στο ονομαστό πανεπιστήμιο της πόλης, το Σαν Χουάν Μπόσκο. Τον ρώτησα τι διάβαζε και άκουγε συγχρόνως στο λάπτοπ. «Διαβάζω ένα ποίημα σε πρόζα του Ραούλ Μανσίγια και το ακούω από τον ίδιο τον ποιητή, ο οποίος τυχαίνει να ζει στο Κομοντόρο» μου είπε και με βοήθησε να το κατεβάσω και στον δικό μου υπολογιστή. «Χάνοντας την οδοντοστοιχία εσύ κι εγώ έχουμε χάσει» ο τίτλος του, κι ακούστε, ή μάλλον διαβάστε παρακάτω:

«Η ομορφιά εξαντλείται στις πίσω αυλές όπου ο πατέρας μου έχασε την οδοντοστοιχία του: εργαλείο για να δαγκώνει το σύμπαν του απογεύματος θα ήταν μια εικόνα καλή αλλά υπήρχαν τα σκυλιά, ύποπτα. / Με τη μητέρα μου και τις αδερφές μου ψάξαμε ανάμεσα σε τούβλα φυτά σίδερα ξύλα για κάποια απάντηση στα ερωτηματικά μας. / Ψάχνοντας γι’ αυτή την τεχνητή οδοντοστοιχία, ψάχναμε, επίσης, για την ευτυχία και την εφήμερη επιτυχία. / Είχαμε βάλλει σε λειτουργία όλες μας τις στρατηγικές αναζήτησης για να βρούμε την αγάπη τον πόλεμο το άσπρο το σωμόν στρίβοντας το νόμισμα στρίβοντας το νόμισμα στον αέρα κορώνα-γράμματα κορώνα-γράμματα. / Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα / γιατί δεν κατεβαίνεις σαν πατέρας στο γρασίδι να ψάξεις γι’ αυτό που είναι δικό σου. / Τα σκυλιά εξακολουθούν να είναι ύποπτα και το αφελές και αποτελεσματικό άλλοθι είναι να κυλιστείς μες στα λιβάδια του Θεουουουουουουουουουουουουού. / Η μητέρα μου σκεφτόταν ποιον έχει ο Θεός στη δόξα του και μετακινούσε τις γλάστρες. / Η αδερφή μου αμφισβητούσε το νόημα των δικών της βεβαιοτήτων και ψαχούλευε πίσω από κοινοτοπίες όπου θα μπορούσε να υπάρχει κάτι όπως μια οδοντοστοιχία. Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπααααααααααααά Μπαμπααααααααααα, Μπαμπααααααά / Όμηρος της παράδοσης η ποίηση ο πατέρας μου η τρέλα τα σκυλιά χωρίς οστέινη δομή πηγαίνουν πέρα δώθε σαν την αλυσίδα DNA σαν τη χορεύτρια φλαμένκο στον μελανόλαιμο κύκνο που δίνει φτερά ώστε μετά να μιλήσει ξανά για την ομορφιά ή για τους πατεράδες που δεν ξέρει πια κανείς από ποια μεριά είναι αν στο κατώφλι πεθαμένοι από φόβο ή στο γρασίδι ψάχνοντας για οδοντοστοιχίες ή αν τα σκυλιά γνωρίζουν τόσα όσα οι νταμιτζάνες, τ’ άδεια μπουκάλια, τα χάρτινα κι αυτά που έχουν οδοντοστοιχία στα μάτια τις γροθιές το πουκάμισο τον κώλο τις δαγκωματιές στον αέρα. / Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπααααααααά Μπαμπααααααά Μπαμπααααά / Στην οικογενειακή αταξία Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα σκυμμένοι και ανακούρκουδα στο τραπέζι του σκανδάλου μπαμπά μπα μπαμπά μπα μπαμπά μπα μπαμπά μπαμπά μπα με τον τρελό και τον μεθυσμένο και την αστυνομία να έρχεται και το ασθενοφόρο να έρχεται, με τη σπασμένη κιθάρα την Κυριακή και την οδοντοστοιχία να γελάει, σοβαρή, τεντωμένη σαν συρματόπλεγμα. / Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα».
Πολύς υπερρεαλισμός σ’ αυτό το νότο, σκέφτηκα, κι άρχισα τις αναζητήσεις στο λήμμα «Μανσίγια». Έτσι έπεσα πάνω στην ομότιτλη ποιητική συλλογή (2010) της Γκρασιέλα Κρος, από την οποία μεταφράζω το επίσης ομότιτλο ποίημα:

Μανσίγια

Λέει χείλη και οι γυναίκες λύνουμε τα μαλλιά,
τα φουντώνουμε με τα χέρια ή τα τινάζουμε
γυρνώντας το κεφάλι από τη μια μεριά κι από την άλλη
με γρήγορες κινήσεις.

Λέει πράσινα μάτια κι έρχεται μια στιγμιαία λιποθυμιά,
γενικευμένη, απροειδοποίητα
χάνουμε όλοι τις αισθήσεις.

Λέει κόκκινα μάτια και οι άντρες νιώθουν
ένα πλάκωμα στο κέντρο του στήθους
ενώ οι γυναίκες καταφεύγουμε
στη δεισιδαιμονία και την προσευχή.

Λέει άλλοθι, όμηρος, κι όλοι
τραμπαλιζόμαστε λιγάκι, χάνουμε την ισορροπία,
γαντζωνόμαστε στο παρελθόν, σε κάγκελα και ράχες καθισμάτων.

Λέει νότος, αροκάρια, φαράγγι, Νεουκέν,
Ρώμη, Λος Άντζελες, γρασίδι,
πατεράδες, οδοντοστοιχίες, σκυλιά,
τραπέζι του σκανδάλου λιβάδια του Θεού,
και οι θεραπευτές δε δίνουν αρκετά,
βάζουν την ταμπέλα δεν έχει άλλες βάρδιες,
οι σακούλες των ματιών τούς καλύπτουν το πρόσωπο
κι ονειρεύονται μακρινές παραλίες.

Είναι που ο ποιητής μιλάει
για τον κόμπο που μας δένει και δε φαίνεται
μα όλοι τον ξέρουμε.

Ο Μανσίγια λέει Κυριακή και η μελαγχολία
χύνεται υπνοβατικά σαν το πετρέλαιο στη θάλασσα,
ο Τιτανικός βυθίζεται ξανά και μαζί του πάμε όλοι στον πάτο,
διαπιστώνουμε πως ο βυθός της θάλασσας
είναι για να φοβάσαι, έχει σκοτάδι, ερημιά και κρύο.

Σκεφτόμαστε ποιος θα έρθει να μας σώσει
από αυτή τη μοιραία πτώση.
Θα έρθει ο Μανσίγια;
Θα έρθει η ποίηση;

Ο Μανσίγια λέει στέπα κι οι γυναίκες

γυρνάμε σαν αυτόματες ώσπου να μείνουμε
με την πλάτη στο βουνό,
μισοκλείνοντας τα μάτια ψάχνουμε
για τη γραμμή του ορίζοντα
μα είναι χαμένος
και παρόλο που μοιάζει κουτό και συναισθηματικό
αρχίζουμε να περπατάμε
για να τον συναντήσουμε.

Δεν είναι κατακλυσμός ούτε προφητεία,
δεν είναι ευσέβεια ούτε αποκοπή από τη φύση,
ο Μανσίγια είναι ποιητής
κι όπως όλοι οι ποιητές
αγνοεί τη δύναμή του.

Σωστά, είπα από μέσα μου και συνέχισα να διαβάζω και να μεταφράζω από την ίδια συλλογή:

Ένα email

Μόλις έφαγα
δυο τυροπιτάκια με ροκφόρ
και δυο κοτοπιτάκια
που έχουν ευφράνει
τον εγκέφαλό μου
λέει ο Μανσίγια σ’ ένα email.

Λέει πως πηγαίνει
να εγκαινιάσει μια βιβλιοθήκη
στο Λας Λάχας
συνοδευόμενος από μοτοσικλετιστές
και αλεξιπτωτιστές
πράγματα της Παταγονίας, προσθέτει.

Εγώ θυμάμαι τον Οσβάλδο Σοριάνο
και του λέω αυτό,
που μοιάζει με σκηνή
από κάποιο
μυθιστόρημά του.

Το να έχεις φίλους ποιητές
σου σώζει τη μέρα.

Το βραδάκι

Το βραδάκι αρχίζω να μαγειρεύω μια φασολάδα
για τον Μανσίγια που έρχεται απ’ την έρημο
γυρεύοντας ένα γιατί.
Κάποιος του είπε ότι ξέρω να τη φτιάχνω.
Ότι την έμαθα στην Ιταμπίρα ντου Μάτου, στη Μίνα Ζεράις,
στην πόλη που γεννήθηκε ο Κάρλος Ντρουμόν Αντράδε
και που όλοι ξέρουν πως ποτέ δεν έχω πάει
μα ονειρεύομαι να πάω.

Με χυμό από μαρακουζά, συμπυκνωμένο γάλα
και βότκα
έφτιαξα μια κανάτα καπέτα μπαϊάνα,
ποτό του διαβόλου,
και μήπως χρειαστεί να περάσω στην καϊπιρίνια
άφησα πρόχειρη μια παλαιωμένη κασάσα
από την πεδιάδα της Παραΐμπα που λέει πολλά.

Λίγο πριν ψιλόκοψα κάτι κοιλαράδικα σκόρδα
πάνω στη σανίδα και δύο κρεμμύδια.
Έκλαψα λιγάκι εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία.
Ένιωσα ευτυχής που ήμουν τόσο λυπημένη.

Το μαχαίρι δεν έκοβε και το ακόνισα στην πέτρα
σαν να ήξερα.
Το ίδιο έκανα και με τη φασολάδα:
άφησα τα μαύρα φασόλια στο μούσκιο αποβραδίς,
το κρέας μαλακωμένο με διάφορα μυρωδικά,
και τώρα
καθώς ρίχνω το ρύζι,
περιμένω την επίσκεψη,
εμπιστεύομαι την έμπνευση.

Η νύχτα του Ρόθκο

Ο ουρανός μοιάζει με ζωγραφιά του Ρόθκο,
κίτρινος στο κέντρο,
ώχρα επάνω
και κάτω.
Αυτή την ώρα
ο Μανσίγια τρώει
μόνος.
Στα γενέθλιά του.
Σκέφτομαι φίλους μακρινούς
που, σίγουρα
θυμούνται
τη νέα επέτειο του ποιητή.
Αλλά έτσι είναι,
από κοντά, μας πονάει
από μακριά, μας λείπει.
Ευτυχώς υπάρχει ένα χαρτί,
ένα μπιλιέτο, μια χαρτοπετσέτα,
μια απόδειξη από το σούπερ μάρκετ
και μπορεί κανείς να γράψει
καθώς η νύχτα του Ρόθκο
περνάει
αργά
στην άλλη μεριά του μικρού παραθυριού
σ’ αυτή τη ρότα του νότου.

«Σ’ αυτή τη ρότα του νότου» επανέλαβα μονολογώντας. «Σ’ εμένα μιλάτε;» με ρώτησε ο φοιτητής του διπλανού καθίσματος. «Μήπως ξέρετε πώς πάει κανείς στο Σαν Κάρλος δε Μπαριλότσε;» επωφελήθηκα να τον ρωτήσω, αφού είχα διαβάσει εν τω μεταξύ πως η Γκρασιέλα Κρος έμενε μόνιμα εκεί. «Μπορείτε να πάτε με λεωφορείο» μου απάντησε εκείνος «αλλά θα σας πρότεινα καλύτερα το αεροπλάνο, για να θαυμάσετε τη θέα των λιμνών που κάνουν τις Άνδεις να μοιάζουν διάτρητες σαν δαντέλα». Αυτό έκανα και φτάνοντας στο Σαν Κάρλος δε Μπαριλότσε, πριν αναζητήσω ξενοδοχείο αναζήτησα στο Facebook την Γκρασιέλα Κρος. «Ευτυχώς, με προλάβατε» μου απάντησε εκείνη στο inbox. «Ελάτε κατευθείαν στο σπίτι μου, γιατί αργότερα πρέπει να φύγω για τα Εργαστήρια Λογοτεχνίας και Δημιουργικής Γραφής που διευθύνω». Με περίμενε μ’ έναν υπέροχο καφέ και τα βιβλία της. «Δε είναι όλα» με πρόλαβε. «Κάποια έχουν εξαντληθεί και δε μου έμεινε ούτε ένα αντίτυπο για το αρχείο μου». Διάλογος με τον Κέλτη (1999), ψιθύρισα τον τίτλο μιας ποιητικής συλλογής. «Α!, από το βιβλίο αυτό θυμάμαι απέξω το ποίημα ‘Επάγγελμα’» μου είπε κι άρχισε ν’ απαγγέλει:

Επάγγελμα

Από τον πατέρα του είχε μάθει
να ξεχωρίζει από τη στάχτη τη φωτιά

Από εμένα
δεν ξέρω
τι μάθαινε

Εγώ έγραφα στίχους
τύχη που κάποιους λίγους
τους κάνει ποιητές

Εκείνος με ενθάρρυνε επιεικής, μειλίχιος:
Να γράφεις, να γράφεις, αυτό μ’ αρέσει.

Στα χέρια μου πήρα ένα από τα πρώτα της βιβλία, το Αζτέκικο λουλούδι (1991)» και διάβασα το πεζοποίημα 

Πόλη / Ναυαγοί

Σ’ ετούτη την πόλη μ’ ένα λιμάνι δίχως μόλους φτάνουν εκατοντάδες ναυαγοί
εξαντλημένοι από κακοκαιρίες αβεβαιότητας και έλλειψη εμπιστοσύνης. Με τόσες μέρες στη θάλασσα τα μάτια τους έγιναν γαλανά
κι αν τους ρωτήσει κανείς
εκείνοι το αρνούνται. Δε θέλουν να παραδεχτούν τα σημάδια του παρελθόντος.
Ψάχνουν εδώ ό,τι δε βρήκαν στο Βορρά όμως αυτός δεν είναι ούτε ο Νότος
ούτε η Ανατολή ούτε η Δύση. Και παρόλο που εκείνοι το γνωρίζουν
προτιμούν να διατηρούν μιαν αυταπάτη.
Υπάρχουν πειρατές και έμποροι. Σκλάβοι και γαιοκτήμονες. Γουρούνια και ψάρια.
Τίποτα δεν είναι ίδιο κι όλα μοιάζουν. Από διαδοχικά ναυάγια έχουν μάθει
κι έτσι μ’ ένα παγκάκι στην πλατεία και κάτι για να διαβάζουν
συνήθως αισθάνονται ωραία.

Έπειτα, πιάνοντας στα χέρια μου το βιβλίο της Η Κορδέλια στη Γουατεμάλα (2001), η φωνή της Γκρασιέλα Κρος ακούστηκε από το κινητό της ν’ απαγγέλει το ποίημα

Μην την υποβάλεις σε δίκη / γιατί ακόμα φαίνεται αδύναμη

Αν κοιμάσαι άσχημα
ΠΙΤΣΟΥΝΙ
Κι ένα βουητό
λιανίζει το κεφάλι σου
Αν πίνεις πολύ
και καπνίζεις δίχως ανάσα
Αν μιλάς στον αόριστο
και λες φερ’ ειπείν
Κάποτε υπήρξα ποιητής
ήρθε η ώρα
ΜΠΕΪΜΠΙ
να πράξεις
αναλόγως
Ανασκουμπώσου!
Κατασκεύασε ένα όργανο
Φινίρισέ το σιγά σιγά
Καθάρισέ το από ζιζάνια
ΔΟΥΛΕΨΕ Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΗΧΑΝΗ ΛΟΓΟΥ
Κούνησε τη γλώσσα
Άμβλυνε με την αργή σου σκέψη
κάποιο ηλίθιο σύνορο
είτε δικό σου είτε ξένο
Σταμάτησέ το αυτό!
Χρησιμοποίησε το κορμάκι!
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕ ΤΙΣ ΠΑΤΗΜΑΣΙΕΣ
Μετάφρασε τη γλώσσα τους
Δώσε προσοχή σ’ αυτό τον πλούτο
Κατάπινε μετά το πνευμόνι σου
το
ΚΟΥΤΑΒΙΣΙΟ
γιατί δεν είναι μπισκότο
αυτό που καταπίνει κανείς κάθε μέρα
Κατάπινε αργά
χωρίς προσπάθεια
κι έπειτα
με βουβή ταπεινότητα
και μοναχικά
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΚΤΗΝΟΣ
ΠΟΤΑΠΕ ΠΛΗΒΕΙΕ, ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΕ, ΤΕΡΑΣ ΖΩΟΠΑΝΗΓΥΡΗΣ
ΦΤΙΑΞΕ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΚΡΟ
ΓΡΑΨΕ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

«Υποθέτω πως είναι ηχογράφηση από κάποια παρουσίαση ποιημάτων σας» τη ρώτησα ξαφνιασμένη. Κι εκείνη με ξάφνιασε ακόμα πιο πολύ με την απάντησή της: «Ναι. Μου αρέσει ο ποιητής που βάζει το σώμα. Που βάζει το σώμα του στο σώμα του ποιήματος. Όταν λέω σώμα, εννοώ τη φωνή. Η φωνή του ποιητή στηρίζει τους στίχους. Πρέπει να σταθεί μπροστά σε ακροατήριο και να πει αυτό που έχει γράψει μοναχικά, να βάλει το σώμα σαν σκαλωσιά για το ποίημα. Είναι ένας έλεγχος της αυθεντικότητας, της αλήθειας του ποιητή και του ποιήματος. Δεν μπορώ να διαβάσω ποιήματα μπροστά στο κοινό αν δεν πιστεύω βαθιά σ’ αυτά, στην ‘αλήθεια’ τους, αν δεν τα νιώθω αυθεντικά. Κάτι κομματιάζεται, διαλύεται ή σπάει όταν υπάρχει μόνο τεχνική, όταν ο ποιητής γνωρίζει πως αυτό που λέει δε ματώνει. Ο Μπιόι [Κασάρες] έλεγε ειρωνικά και, υποθέτω, σημαδεύοντας πολλούς στόχους: ‘πρέπει να το ακούει αυτό που γράφει κάποιος’, και ο Μπόρχες επαναλάμβανε ‘αν ηχεί καλά, είναι καλό’. Η ποίηση γράφεται με την ακοή. Είναι μουσική και η προφορικότητα είναι η πλατφόρμα εκτόξευσης. Όταν κάποιος διορθώνει πρέπει να λέει τους στίχους δυνατά, το συνιστώ στα εργαστήριά μου. Υπάρχουν ακόμα διορθώσεις αυτόματες που κάνει κανείς χωρίς πρόθεση όταν διαβάζει, αυτές αξίζουν, είναι η εσωτερική μουσική του ποιήματος αυτή που αποφασίζει. Εμένα μου συμβαίνει να διορθώνω σε δημόσιες αναγνώσεις, λέω το ποίημα και ξεπηδάει κάτι το άχρηστο, το περιττό. Ποτέ δεν παρακούω ό,τι μου λένε αυτές οι δημόσιες επαναγνώσεις οι οποίες, σίγουρα, είναι αναθεωρήσεις του κειμένου. Εξακολουθώ να διορθώνω τα ποιήματά μου σε όλα τα βιβλία που έχουν εκδοθεί. Η ποίηση συμβαίνει άπαξ και διά παντός, η ολοκλήρωσή της είναι διαρκής. Το ποίημα συνεχίζει να μιλάει και πρέπει κανείς να απαντά σ’ αυτό το κάλεσμα, σ’ αυτή την πρόταση για διάλογο. Το αναγκαίο ποίημα δε βουβαίνεται ποτέ». Κι εγώ, αντί για οποιαδήποτε απάντηση, τι ν’ απαντούσα άλλωστε σ’ αυτά τα παθιασμένα λόγια;, διάβασα το ποίημα ‘VIII’ από τη συλλογή Η ατελής σκηνή (1996):

VIII

Τρέμει η καρδιά σου σαν πουλάκι
κάτω απ’ τη λαμπερή ενδυμασία
Πόση σημασία έχει;
ρωτάω την γκέισα που απειλείται.
Αυτή η πόρτα έκλεισε.
Ο άντρας, στην άλλη μεριά, δε σ’ ακούει.
Ο άντρας, στην άλλη μεριά, έχει το κλειδί
που λαχταράς.
Πόση σημασία έχει;
Μη στέκεσαι απέναντι σε μια πόρτα κλεισμένη.
Μάθε να εμπιστεύεσαι την αναστάτωση από την κίνησή σου.
Δεν είν’ εκείνος, στην άλλη μεριά, δεν είναι.
Είναι ο τρόμος σου αυτός που σ’ απειλεί.

«Κυρία Κρος, υπάρχουν για σας γεωγραφικοί, ιστορικοί, πολιτισμικοί περιορισμοί σ’ ένα έργο», σκέφτηκα να τη ρωτήσω με αφορμή αυτό το ποίημα, «ή μήπως η δημιουργικότητα απλώνει χέρι σε όλα τα εργαλεία που θα τη βοηθήσουν να εκφραστεί;» Κι εκείνη μου απάντησε: «Για το ότι η δημιουργικότητα απλώνει χέρι σε όλα τα εργαλεία που μπορεί να βρει για να εκφραστεί, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία, και σ’ αυτό βασίζεται το εξαίρετο θαύμα της. Τα υπόλοιπα, η επίδραση ή η παρουσία γεωγραφικών, ιστορικών και πολιτισμικών συνιστωσών, έχουν να κάνουν με την υποκειμενική βούληση του ποιητή, ευτυχώς είναι αυτός που αποφασίζει». «Μου επιτρέπετε την πιο συνηθισμένη ερώτηση; Γιατί γράφετε;» «Και γιατί να μην το κάνω; Για τον συγγραφέα είναι ανάγκη, όπως και το ν’ αναπνέει, κι όταν αυτή η ανάγκη είναι γνήσια, δε χωράει αναβολή», μου απάντησε κι άρχισε να απαγγέλλει από τη συλλογή Βιβλίο του Μπουκ (2004):

Είμαι ένα ζώο αμφίβιο από το Α ως το Ω
είμαι μια δίρριχτη σκεπή
Τη μέρα
περπατάω
στη γη
τη νύχτα
κολυμπάω
κρόουλ
οργώνω τις θάλασσες
το πάθος μου είναι ανέπαφο:
Φτιάχνω χειροτεχνήματα αργεντινο-παταγονικά
μαπουτσε-σουδακικά.
Είμαι η Βασίλισσά μου και η Εργάτριά μου.
Η αφέντρα ετούτης της γωνίτσας.

Τελειώνοντας το ποίημα έφυγε γελώντας για να ετοιμαστεί κι εγώ έπιασα να ξεφυλλίσω το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο Πάμπα του Ουενουλέο (2017).

Το σπίτι

Αν το σπίτι ήταν φυτεμένο
εκεί που ήταν,
αν κάτω απ’ τα χαλάσματα,
στα δωμάτια, στα έπιπλα,
υπήρχαν σημάδια γνώριμα,
τα χνάρια από το πέρασμά της,
από το περπάτημα που είχε
ανάμεσα σ’ αυτούς τους τοίχους
εκείνη
θ’ ανάσαινε καλύτερα;

Τα μάτια της θα ήταν ήμερα,
καλοσυνάτα,
για να δουν
τι δεν υπάρχει από εκείνο
και τι υπάρχει τώρα;
Για να δουν
και να δεχτούν
αυτό που έπαψε να είναι;

Αν το σπίτι άνοιγε τα παράθυρά του
παρά την κατάρρευση
ώστε εκείνη να δει κάτω από άλλο φως
αυτό που υπήρξε πριν
κι έπειτα έπαψε να υπάρχει,
να είναι,
η ειρήνη,
επιτέλους,
θα ερχόταν;

Ίβιδες

Οι ίβιδες
βυθίζουν τα ράμφη τους
στο βοσκοτόπι το βρεγμένο
από τη χτεσινή βροχή,
Ζευγαρωτά ή σε μπουλούκια
αναζητούν την τροφή τους
με τα κεφάλια σκυμμένα,
προσεκτικά,
Προχωρούν αργά,

τσιμπάνε σκουλήκια
και σταματώντας για δευτερόλεπτα
μοιάζουν να σχολιάζουν
την έναρξη της μέρας.
Το πρωί, γαλήνιο,
τις συμπεριλαμβάνει,
εγώ τις παρατηρώ.
Νιώθω να συμμετέχω,
ευτυχισμένη επίσης
γι’ αυτή τη νέα,
ταπεινή, αποκάλυψη.

Η συντροφιά της ζωής

Έξω βρέχει
και μέσα
υπάρχει ένας μικρός λαχανόκηπος
που ξεπροβάλλει στις γλάστρες.
Τοματίνια τσέρι, πιπεριές, μυρωδικά.
Ευλογίες χειμωνιάτικες.
Η συντροφιά τής ζωής
στις μικρές της λεπτομέρειες.
Βρέχει στο κρύο
του κοντινού Αυγούστου
κι η σημύδα
έξω από το παράθυρο
συγκεντρώνει πουλάκια σε τσαμπιά
προαναγγέλλοντας το χιόνι
που κατεβαίνει απ’ τις κορφές.
Συμβαίνουν όλα
μπροστά στα μάτια μου
και κάποια
που δε θα ήθελα να είμαι
καταχωρεί απλώς την απουσία σου.

«Έτοιμη!» αναφώνησε εκείνη και μ’ επανάφερε στην πραγματικότητα. «Αν θέλετε, μπορείτε να μείνετε εδώ, υπάρχει δωμάτιο» προσφέρθηκε. «Ευχαριστώ» της είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα «θα προτιμήσω το ξενοδοχείο. Πρέπει να φύγω πρωί πρωί. Με περιμένει ο Μανσίγια». «Ο Ραούλ;» πετάχτηκε με μια λάμψη στα μάτια της. «Όχι! Ο Σέρχιο» της είπα συνεσταλμένα και, βγαίνοντας στον δρόμο, μπήκαμε σε διαφορετικά ταξί.*

Χάρτης θαλάσσης

Η Γκρασιέλα Κρος [Graciela Cros] γεννήθηκε το 1945 στο Κάρλος Κασάρες και από το 1971 ζει στο Σαν Κάρλος δε Μπαριλότσε της Αργεντινής. Έχει εκδώσει πάνω από δέκα ποιητικές συλλογές και ένα μυθιστόρημα, ενώ ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε πολλές ανθολογίες στη χώρα της και σε όλο τον κόσμο. Το έργο της έχει αποσπάσει πολλές τιμητικές διακρίσεις.

——————————————————————

*Επισημαίνουμε ότι η συνομιλία βασίζεται σε συνεντεύξεις της ποιήτριας και η συνάντηση στη φαντασία της γράφουσας.

——————————————————————

ΠΗΓΕΣ:

http://lahistoriadelamelancolia.blogspot.com/2019/03/7-poemas-de-graciela-cros.html
http://www.barcelonareview.com/81/s_gc.html

https://www.opcitpoesia.com/?p=2844

http://www1.rionegro.com.ar/arch200510/30/v30n04.php

http://laficciondelolvido.blogspot.com/2015/11/2-poemas-de-graciela-cros.html

https://chilote.wordpress.com/2010/04/22/entrevista-con-la-poeta-graciela-cross/
http://bellezabellezaenteramadrequetesacudes.blogspot.com/2007/03/graciela-cros-algo-se-quiebra-se-diluye.html

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: