Ο αέρας στο Ρίο Γαγιέγος, όπου ήμουνα τον περασμένο μήνα, μ’ έκανε ν’ αλλάξω ρότα. Φοβήθηκα να συνεχίσω για τη Γη του Πυρός. Έτσι που φυσούσε, θα μ’ εκσφενδόνιζε στην Ανταρκτική. «Έφτασα αρκετά χαμηλά. Καιρός να ξαναρχίσω ν’ ανεβαίνω» είπα. Με το πρώτο πλοίο βγήκα σ’ ένα άλλο μεγάλο λιμάνι, στο Κομοντόρο Ριβαντάβια. Και τα τυχαία που με ακολουθούν για να με ενθουσιάζουν κάθε φορά, τώρα έβαλαν στο διπλανό μου κάθισμα έναν φοιτητή, ο οποίος επέστρεφε στο ονομαστό πανεπιστήμιο της πόλης, το Σαν Χουάν Μπόσκο. Τον ρώτησα τι διάβαζε και άκουγε συγχρόνως στο λάπτοπ. «Διαβάζω ένα ποίημα σε πρόζα του Ραούλ Μανσίγια και το ακούω από τον ίδιο τον ποιητή, ο οποίος τυχαίνει να ζει στο Κομοντόρο» μου είπε και με βοήθησε να το κατεβάσω και στον δικό μου υπολογιστή. «Χάνοντας την οδοντοστοιχία εσύ κι εγώ έχουμε χάσει» ο τίτλος του, κι ακούστε, ή μάλλον διαβάστε παρακάτω:
«Η ομορφιά εξαντλείται στις πίσω αυλές όπου ο πατέρας μου έχασε την οδοντοστοιχία του: εργαλείο για να δαγκώνει το σύμπαν του απογεύματος∙ θα ήταν μια εικόνα καλή αλλά υπήρχαν τα σκυλιά, ύποπτα. / Με τη μητέρα μου και τις αδερφές μου ψάξαμε ανάμεσα σε τούβλα φυτά σίδερα ξύλα για κάποια απάντηση στα ερωτηματικά μας. /
Ψάχνοντας γι’ αυτή την τεχνητή οδοντοστοιχία, ψάχναμε, επίσης, για την ευτυχία και την εφήμερη επιτυχία. / Είχαμε βάλλει σε λειτουργία όλες μας τις στρατηγικές αναζήτησης για να βρούμε την αγάπη τον πόλεμο το άσπρο το σωμόν στρίβοντας το νόμισμα στρίβοντας το νόμισμα στον αέρα κορώνα-γράμματα κορώνα-γράμματα. / Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα / γιατί δεν κατεβαίνεις σαν πατέρας στο γρασίδι να ψάξεις γι’ αυτό που είναι δικό σου. / Τα σκυλιά εξακολουθούν να είναι ύποπτα και το αφελές και αποτελεσματικό άλλοθι είναι να κυλιστείς μες στα λιβάδια του Θεουουουουουουουουουουουουού. / Η μητέρα μου σκεφτόταν ποιον έχει ο Θεός στη δόξα του και μετακινούσε τις γλάστρες. / Η αδερφή μου αμφισβητούσε το νόημα των δικών της βεβαιοτήτων και ψαχούλευε πίσω από κοινοτοπίες όπου θα μπορούσε να υπάρχει κάτι όπως μια οδοντοστοιχία. Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπααααααααααααά Μπαμπααααααααααα, Μπαμπααααααά / Όμηρος της παράδοσης η ποίηση ο πατέρας μου η τρέλα τα σκυλιά χωρίς οστέινη δομή πηγαίνουν πέρα δώθε σαν την αλυσίδα DNA σαν τη χορεύτρια φλαμένκο στον μελανόλαιμο κύκνο που δίνει φτερά ώστε μετά να μιλήσει ξανά για την ομορφιά ή για τους πατεράδες που δεν ξέρει πια κανείς από ποια μεριά είναι αν στο κατώφλι πεθαμένοι από φόβο ή στο γρασίδι ψάχνοντας για οδοντοστοιχίες ή αν τα σκυλιά γνωρίζουν τόσα όσα οι νταμιτζάνες, τ’ άδεια μπουκάλια, τα χάρτινα κι αυτά που έχουν οδοντοστοιχία στα μάτια τις γροθιές το πουκάμισο τον κώλο τις δαγκωματιές στον αέρα. / Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπααααααααά Μπαμπααααααά Μπαμπααααά / Στην οικογενειακή αταξία Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα σκυμμένοι και ανακούρκουδα στο τραπέζι του σκανδάλου μπαμπά μπα μπαμπά μπα μπαμπά μπα μπαμπά μπαμπά μπα με τον τρελό και τον μεθυσμένο και την αστυνομία να έρχεται και το ασθενοφόρο να έρχεται, με τη σπασμένη κιθάρα την Κυριακή και την οδοντοστοιχία να γελάει, σοβαρή, τεντωμένη σαν συρματόπλεγμα. / Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα Μπαμπά μπα».
Πολύς υπερρεαλισμός σ’ αυτό το νότο, σκέφτηκα, κι άρχισα τις αναζητήσεις στο λήμμα «Μανσίγια». Έτσι έπεσα πάνω στην ομότιτλη ποιητική συλλογή (2010) της Γκρασιέλα Κρος, από την οποία μεταφράζω το επίσης ομότιτλο ποίημα: