Ζέστη αρκετή εδώ στην Παταγκόνια της Αριζόνα ώστε
να διαβάζω Μαντελστάμ έξω με τα σώβρακα
που πάει να πει ότι εκείνος δεν ένιωσε ποτέ του ζέστη
εκτός από τα καλοκαίρια και δεν είχε χαρτί να γράψει
κι η κοιλιά του τον περισσότερο καιρό ήταν άδεια
σαν εκείνης της Μεξικάνας που μάζεψα σ’ ένα δρόμο ορεινό
τις προάλλες κι έκλαιγε ασταμάτητα. Είχε κοιμηθεί
δυο νύχτες μ’ ένα πουλόβερ σε υπό το μηδέν θερμοκρασία.
Πήγαινε για το Λος Άντζελες, αλλά το τσακάλι
τής πήρε τα λεφτά και την παράτησε εκεί στην ερημιά.
Τα παπούτσια της ήταν λιωμένα και τα πόδια της ματώναν.
Την πήγα στην πόλη και της έδωσα να φάει. Βρήκε κάποιον
να την πάει ως το Νογκάλες. Μας είπε στα ισπανικά πως το μόνο
που ήθελε ήταν να γυρίσει σπίτι της να κοιμηθεί στο κρεβάτι της. Αυτό ήθελε
κι ο Μαντελστάμ, με τη μητέρα να μαγειρεύει στην κουζίνα. Όλοι
το θέλουν αυτό. Ο Μαντελστάμ είπε «να ’σαι μόνος σημαίνει να ’σαι ζωντανός».
«Χαμένος κι έγκλειστος στο άσυλο στο μάτι τ’ ουρανού». «Κι αλήθεια πώς
ήταν οι δικές της νύχτες;» Ίσως την επιτηρούσαν κάποια απ’ τα περίπου
πενήντα πουλιά που έχω τώρα στην αυλή. Όποτε θέλουν πετούν
και φεύγουν. Τους έδωσα την αυλή μου και μπόλικο φαΐ.
Χαμογελάνε με παράξενα πουλίσια χαμόγελα. Εκείνη δεν μπορούσε να πετάξει.
Ούτε κι εγώ αν και πολύ προσπάθησα τελευταία ν’ αποδημήσω
στο Καμάργκ με τα φτερά μου. Όταν παντρευτούν,
ο Μαντελστάμ και η Μεξικάνα, στον παράδεισο θα λένε
ιστορίες για τη φρίκη της ζωής στη γη και θα κλείνουν κάθε αντάμωμα
ψάλλοντας τα όμορφα ποιήματά του που κανείς μας δεν τ’ αξίζει.
Τζιμ Χάρισον: «Φεβρουάριος»
Jim Harrison (1937-2016). Από την συλλογή Dead Man’s Float [Επίπλευση Νεκρού] (2016)
Επίπλευση νεκρού, ή «πρηνής επίπλευση», μια τεχνική ξεκούρασης για κολυμβητές μεγάλων αποστάσεων. Μήπως απλά ένα τέχνασμα εδώ για να επιζήσεις λίγο ακόμα παριστάνοντας τον νεκρό; Όχι για να ξεγελάσεις τον θάνατο, αλλά για να κερδίσεις λίγο χρόνο για να μιλήσεις γι αυτούς που υποφέρανε περισσότερο από σένα.